H αναζήτηση κοινών συμφερόντων και η κρίση της Μεσογείου

242

Του Ουστούν Εργκιουντέρ*

Η τρέχουσα κρίση προσφέρει ευκαιρίες για ειρηνική διευθέτηση των συγκρούσεων και την ακόλουθη αναζήτηση κοινών συμφερόντων τόσο στο Αιγαίο όσο και στη Μεσόγειο. Η επαναπροσέγγιση που ξεκίνησε επί Τζεμ – Παπανδρέου απέδειξε σαφώς ότι υπάρχουν σημαντικά κοινά συμφέροντα σε ό, τι αφορά το εμπόριο, τον τουρισμό και την οικονομική δραστηριότητα.

Καθώς διανύουμε μια κρίση στη Μεσόγειο που αφορά την οριοθέτηση των οικονομικών ζωνών και της υφαλοκρηπίδας, θα ήταν ενδιαφέρον να σταθούμε στις ακτές της χερσονήσου του Μποντρούμ και να κοιτάξουμε το ελληνικό νησί της Κω που, μια μέρα με καθαρό ουρανό, μοιάζει να απέχει μια σπιθαμή από εδώ. Η εγγύτητα των ελληνικών νησιών με την τουρκική ηπειρωτική χώρα ήταν άλλωστε ένας σημαντικός παράγοντας στην προσφυγική κρίση που πυροδότησε ο εμφύλιος στη Συρία. Από την άλλη πλευρά, η εγγύτητα αυτή έχει οδηγήσει σε ένα τουριστικό κύμα το καλοκαίρι προς τα ελληνικά νησιά προς όφελος κυρίως των κατοίκων τους, έπειτα από την επαναπροσέγγιση που ξεκίνησαν ο Ισμαήλ Τζεμ και ο Γιώργος Παπανδρέου στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Το κλίμα που δημιούργησε εκείνη η επαναπροσέγγιση έδειξε σε πολλούς σε αυτήν την πλευρά του Αιγαίου ότι έχουν πολλά να κερδίσουν από την αναζήτηση κοινών συμφερόντων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.

Η κρίση στη Μεσόγειο δεν είναι τόσο περίπλοκη όσο η κρίση στο Αιγαίο, ως προς τη θέση που έχουν τα νησιά σε σχέση με την τουρκική ενδοχώρα. Πράγματι, όπως και να ορίζονται τα χωρικά ύδατα, η υφαλοκρηπίδα και οι αποκλειστικές οικονομικές ζώνες, παραμένει γεγονός πως η Τουρκία έχει μια πολύ μακρά ακτογραμμή στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο και πως αισθάνεται παγιδευμένη από αυτά τα νησιά που βρίσκονται πέριξ αυτής της ακτογραμμής. Ίσως το καλύτερο αλλά και πιο ακραίο παράδειγμα, είναι το Καστελλόριζο/Μεγίστη – Μέις, όπως το ξέρουν οι Τούρκοι. Βρίσκεται σε απόσταση δυο χιλιομέτρων από τις τουρκικές ακτές και 570 χιλιομέτρων από την Αθήνα. Αυτό είναι μια ισχυρή αίσθηση της τουρκικής κοινής γνώμης. Όσο πιο φιλελεύθερη ερμηνεία του διεθνούς δικαίου για τα χωρικά ύδατα των νησιών δίνει η Ελλάδα (με την έννοια των περισσοτέρων μιλίων), τόσο περισσότερο εντείνεται το αίσθημα περιορισμού των Τούρκων στις ακτές της Ανατολίας. Η τρέχουσα κρίση αφορά βέβαια στην εκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων της Μεσογείου. Δεν μπορεί όμως να μην αναρωτηθεί κανείς πού θα ήμασταν σήμερα εάν η ΕΕ είχε μπορέσει να εξασφαλίσει την αποδοχή του σχεδίου Ανάν για την ένωση της Κύπρου.

Η αναζήτηση μιας καθαρής απάντησης σχετικά με το καθεστώς των νήσων σε ό,τι αφορά τη θαλάσσια οριοθέτηση με βάση το διεθνές δίκαιο δεν είναι τόσο σαφής, ενώ στην καλύτερη περίπτωση έχει αντιφατικό χαρακτήρα. Παλαιότερες δικαστικές αποφάσεις έχουν μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ τους. Ακόμη πιο περίπλοκο στην υπόθεση Αιγαίο – Μεσόγειος είναι το γεγονός πως μερικά ελληνικά νησιά βρίσκονται εντός των χωρικών υδάτων, αλλά «κάθονται» στην υφαλοκρηπίδα της Τουρκίας.

Η τρέχουσα κρίση προσφέρει ευκαιρίες για ειρηνική διευθέτηση των συγκρούσεων και την ακόλουθη αναζήτηση κοινών συμφερόντων τόσο στο Αιγαίο όσο και στη Μεσόγειο. Η επαναπροσέγγιση που ξεκίνησε επί Τζεμ – Παπανδρέου απέδειξε σαφώς ότι υπάρχουν σημαντικά κοινά συμφέροντα σε ό,τι αφορά το εμπόριο, τον τουρισμό και την οικονομική δραστηριότητα. Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν βελτιωθεί από τότε συγκριτικά με τις αρχές της δεκαετίας του ’90 ή και νωρίτερα. Στο μεταξύ όμως το θέμα του νομικού καθεστώτος των νησιών μπήκε στο ψυγείο. Το ζήτημα της Μεσογείου αφορά την εκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων. Κι αυτό μπορεί να παίξει καταλυτικό ρόλο στην αναζήτηση μιας λύσης που θα βασίζεται στο κοινό συμφέρον και θα είναι επωφελής για όλους. Αυτό ισχύει και για τη λύση του Κυπριακού. Θέματα ενέργειας πρέπει και μπορεί να οδηγήσουν στην αναζήτηση λύσεων που θα βοηθήσουν τους Έλληνες και τους Τούρκους να αποκομίσουν οφέλη από την ειρηνική συνεργασία.

Οι πολιτικές ηγεσίες έχουν φυσικά την ευθύνη για την έναρξη αυτής της διαδικασίας. Η επιθετική, εθνικιστική και σκληρή ρητορική ασφαλώς δεν βοηθά.

*ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Sabanci
**πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα, «ΤΑ ΝΕΑ»