Αυτός ο κίνδυνος είναι πραγματικός ακόμα και εξακολουθεί να υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα ως προς το πώς θα εξελιχθεί η κρίση. Κυρίως αφού δεν γνωρίζουμε πόσο σύντομα ή ολοκληρωτικά θα τεθεί υπό έλεγχο η Covid-19.
Γνωρίζουμε, όμως, ήδη πολλά πράγματα για την οικονομική επίπτωση της πανδημίας. Γνωρίζουμε πως έχει επιφέρει μια τεράστια παγκόσμια ύφεση· ότι τα οικονομικά κόστη ήταν μεγαλύτερα για τους νέους, τους ανειδίκευτους, τις μειονότητες και τις εργαζόμενες μητέρες· και πως έχει δημιουργήσει σοβαρό πρόβλημα στην Παιδεία. Γνωρίζουμε, επίσης, πως «κοντά στα 90 εκατ. άνθρωποι θα μπορούσαν να πέσουν φέτος κάτω από το όριο εισοδήματος ακραίας στέρησης του 1,90 δολαρίου ημερησίως», σύμφωνα με το ΔΝΤ.
Γνωρίζουμε πως πολλές επιχειρήσεις έχουν πληγεί, καθώς η ζήτηση για την παραγωγή τους κατέρρευσε ή μπήκαν σε lockdown. Τα δεύτερα κύματα της ασθένειας που τώρα πλήττουν πολλές οικονομίες, θα κάνουν την κατάσταση ακόμα χειρότερη. Όπως δείχνει η έκθεση Παγκόσμιας Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας του ΔΝΤ, η χρηματοοικονομική ευθραυστότητα αυξάνεται σε τομείς των υψηλού εισοδήματος οικονομιών που ήδη έχουν μεγάλα χρέη, καθώς και στις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες χώρες.
Γνωρίζουμε όμως επίσης πως τα πράγματα θα μπορούσαν να ήταν πολύ χειρότερα. Η παγκόσμια οικονομία επωφελήθηκε της έκτακτης στήριξης από τις κεντρικές τράπεζες και τις κυβερνήσεις. Σύμφωνα με το Fiscal Monitor του ΔΝΤ, η δημοσιονομική στήριξη ανερχόταν «σε 11,7 τρισ. δολάρια ή κοντά στο 12% του παγκόσμιου ΑΕΠ, στις 11 Σεπτεμβρίου 2020». Αυτό είναι απείρως περισσότερο από τη στήριξη που προσφέρθηκε μετά την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση.
Γνωρίζουμε, ωστόσο, πως αυτό που έχει ήδη συμβεί, θα αφήσει βαθιά σημάδια. Όσο περισσότερο διαρκεί η πανδημία τόσο μεγαλύτερα θα γίνονται αυτά τα σημάδια. Το ΔΝΤ ήδη προβλέπει μεγάλη υστέρηση της οικονομικής δραστηριότητας σε σχέση με τις δυνατότητες το 2022-2023. Αυτό είναι βέβαιο πως θα διατηρήσει σε υποτονικό επίπεδο τις ιδιωτικές επενδύσεις. Δεν αποτελεί έκπληξη που το Ταμείο προβλέπει επίσης τώρα σημαντικά χαμηλότερη ανάπτυξη του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ στο διάστημα 2019-2025 απ’ όσο προέβλεπε τον Ιανουάριο.
Σε μια κρίση τέτοιας κλίμακας, υπάρχει μόνο μία οντότητα ικανή να δράσει τόσο ως εκδότης όσο και ως υποστηρικτής της ζήτησης. Δυστυχώς, η δυνατότητα των κυβερνήσεων να ενεργήσουν ποικίλλει σε τεράστιο βαθμό. Όμως αυτές με παγκοσμίως αποδεκτά νομίσματα έχουν τεράστιο περιθώριο ελιγμού. Το έχουν ήδη χρησιμοποιήσει και θα χρειαστεί να συνεχίσουν να το χρησιμοποιούν.
Η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να παίζει κεντρικό ρόλο, καθώς μόνο αυτή μπορεί να παράσχει την απαραίτητη στοχευμένη στήριξη. Οι κεντρικοί τραπεζίτες ήταν ξεκάθαροι ως προς αυτό. Το Fiscal Monitor διαχωρίζει την απαιτούμενη στήριξη σε τρεις φάσεις: το lockdown, το σταδιακό άνοιγμα και τη μετά-Covid ανάκαμψη.
Κατά τη διάρκεια του lockdown, το βάρος πρέπει να δοθεί στις μεταφορές μετρητών, στα επιδόματα ανεργίας, στη στήριξη της βραχυχρόνιας εργασίας, στην προσωρινή αναβολή φόρων και πληρωμών κοινωνικής ασφάλισης, καθώς και στη στήριξη των επιχειρήσεων μέσω ρευστότητας.
Κατά τη διάρκεια του σταδιακού ανοίγματος, η στήριξη θα πρέπει να είναι πιο στοχευμένη, με πρωτοβουλίες που θα επικεντρώνονται στο να επανέλθει ο κόσμος στη δουλειά. Πρέπει να γίνονται σχεδιασμοί για υψηλότερες δημόσιες επενδύσεις. Εν τω μεταξύ, η στήριξη για τις επιχειρήσεις πρέπει να επικεντρώνεται σε αυτές που έχουν αξιοπρεπείς προοπτικές, αλλά με ελέγχους στα μερίσματά τους και στις πληρωμές των στελεχών τους.
Το να γίνουν όλα αυτά σωστά, ιδιαίτερα καθώς ο χρόνος των μεταβάσεων μεταξύ των διαφόρων φάσεων της πανδημίας είναι αβέβαιος και μπορεί να μην είναι προς μια κατεύθυνση, θα είναι δύσκολο. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να είναι ευέλικτοι, αλλά όχι φειδωλοί.
Όλες αυτές οι δαπάνες θα αυξήσουν τα δημόσια ελλείμματα και τη βιωσιμότητα του χρέους. Το παγκόσμιο δημοσιονομικό έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης προβλέπεται να φτάσει το 12,7% του ΑΕΠ φέτος· στις οικονομίες υψηλού εισοδήματος, θα αγγίξει το 14,4%. Η παγκόσμια αναλογία του χρέους της γενικής κυβέρνησης προς το ΑΕΠ προβλέπεται να κάνει άλμα από το 83% στο 100% του ΑΕΠ στο διάστημα 2019-2022, με αυτό των χωρών υψηλού εισοδήματος να αυξάνεται από το 105% στο 126%.
Δεν έχει σημασία. Για τις χώρες υψηλού εισοδήματος, τα πραγματικά επιτόκια στον μακροπρόθεσμο δανεισμό είναι μηδενικά ή και κάτω του μηδενός. Οι κεντρικές τράπεζες, επίσης, έχουν δεσμευτεί αξιόπιστα να διατηρήσουν την πολύ διευκολυντική νομισματική πολιτική. Οι κυβερνήσεις αντέχουν οικονομικά να ξοδέψουν. Αυτό που δεν αντέχουν οικονομικά είναι να μην ξοδέψουν, αφήνοντας τις οικονομίες να καταρρεύσουν, τον κόσμο να νιώσει εγκαταλελειμμένος, τον οικονομικό τρόμο να επιδεινωθεί και τις οικονομίες να εγκλωβιστούν σε μια μόνιμα χαμηλότερη ανάπτυξη.
Οι κυβερνήσεις πρέπει να ξοδέψουν. Αλλά, με την πάροδο του χρόνου, θα πρέπει να στρέψουν την προσοχή τους από τη διάσωση στη βιώσιμη ανάπτυξη. Αν, στο τέλος, πρέπει να αυξηθούν οι φόροι, τότε αυτό θα πρέπει να πέσει στους νικητές. Αυτή είναι μια πολιτική αναγκαιότητα. Είναι επίσης σωστό.
Είμαστε ακόμα μόνο στην αρχή. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πώς θα τελειώσει αυτό, όχι απλώς επειδή δεν γνωρίζουμε τι θα κάνουν οι άνθρωποι που βρίσκονται στην εξουσία. Αλλά γνωρίζουμε πως η ιστορία θα κρίνει αυστηρά τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, αν αυτοί που έχουν το περιθώριο δεν σταθούν στο ύψος των περιστάσεων.
Πρέπει να αποτραπεί μια μακρά οικονομική Covid. Αυτό δεν σημαίνει να εγκαταλείψουμε τις προσπάθειες να τεθεί υπό έλεγχο η πανδημία, αλλά το αντίστροφο. Θα απαιτήσει επίσης δραστήρια, θαρραλέα και με φαντασία οικονομική πολιτική για πολλά ακόμα χρόνια.
Μην ανησυχείτε για το ποιο θα είναι το κόστος για να γίνει αυτό. Να ανησυχείτε πολύ περισσότερο για το ποιο θα είναι το κόστος αν δεν γίνει αυτό.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation