Του Χρίστου Χ. Λιάπη*
Ο Μαραντόνα πέθανε, νικημένος από τις εξαρτήσεις του. Ο επίσης νικημένος από το αλκοόλ άσσος της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ Τζορτζ Μπέστ, ο πιο ταλαντούχος παίκτης όλων των εποχών στην Αγγλία, είχε δηλώσει πριν πεθάνει από κίρρωση του ήπατος, αναφερόμενος στο πάθος του για το ποτό και τις γυναίκες, το οποίο κατέστρεψε τη χαρισματικότητα του ταλέντου του: «αν είχα γεννηθεί άσχημος, ο κόσμος θα ξεχνούσε τον Πελέ!!….»
Παραφράζοντας τα λόγια του, θα μπορούσαμε να πούμε, για τον εκδημήσαντα Ντιέγκο πως: «Αν ο Μαραντόνα είχε γεννηθεί όμορφος, ο κόσμος θα ξεχνούσε τον Θεό…».
Σε κάθε περίπτωση, όσο μεγάλο και αν είναι το ταλέντο κάποιου, απέναντι στις εξαρτήσεις δεν υπάρχει χώρος για Νιτσεϊκούς υπεράνθρωπους. Μόνον για πεθαμένους «θεούς», όπως αυτός που έφυγε από κοντά μας στις 25 Νοεμβρίου του 2020.
Το είχε πει ο Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ, στον λόγο που έδωσε στις 18 Δεκεμβρίου του 1963 στο Πανεπιστήμιο του Δυτικού Michigan: «Το μέλλον ανήκει στους απροσάρμοστους». Στη δεκαετία του 80, πιστεύαμε όλοι πως ο «μεγάλος απροσάρμοστος», ο ποδοσφαιρικός «θεός» που άκουγε στο όνομα Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα ανήκε στο μέλλον και πως το μέλλον του ανήκε επίσης. Πλέον, ο Ντιέγκο ανήκει στη σφαίρα του επέκεινα. Μια σφαίρα που δεν μπορεί να την ντριπλάρει και να την εξουσιάσει, όπως μάγευε τη στρογγυλή «θεά».
Όπως έγραψε για αυτόν ο Εντουάρντο Γκαλεάνο, «η αλήθεια είναι πως είχε μπλέξει με την κοκαΐνη, όμως ντοπαριζόταν τις θλιβερές γιορτές για να ξεχάσει ή για να ξεχαστεί όταν ήδη τον κατέτρεχε η δόξα, που δεν τον άφηνε να ζήσει και που δίχως αυτήν δεν μπορούσε να ζήσει. Ένιωθε το βάρος του εαυτού του να τον συνθλίβει. Ο Μαραντόνα κουβαλούσε ένα φορτίο που ονομαζόταν Μαραντόνα και που του τσάκιζε την πλάτη».
Το ίδιο το ποδόσφαιρο δεν είναι παρά μια ομαδική φαντασίωση, ένα παιχνίδι συνειρμών, ονείρων και αναμνήσεων που σου προσφέρει την ταυτόχρονη δυνατότητα της έντονης συμμετοχής και της ασφαλούς αποστασιοποίησης. Αυτή τη δυνατότητα εξέφραζε καλύτερα από όλους ο Μαραντόνα. Η ζωή του μέσα και έξω από τα γήπεδα δεν ήταν παρά μια μοναδική οδός εκφόρτισης των ενστίκτων, των παρορμήσεων, των προσωπικών μας απογοητεύσεων και προσδοκιών. Και πάνω απ’ όλα αυτά (ή καλύτερα, εξαιτίας όλων αυτών) το ποδόσφαιρο είναι ένα μεγάλο παιχνίδι ευχαρίστησης, είναι «το σημαντικότερο από τα ασήμαντα της καθημερινής μας ζωής».
Ο Μαραντόνα, με την αναμφισβήτητη υπεροχή του παιχνιδιού του, με το «χέρι του θεού», με τον αντικομφορμισμό αλλά και με την «αμαρτία του, που ήταν το ότι επί χρόνια υπήρξε ο καλύτερος και εκείνος που ύψωνε τη φωνή καταγγέλλοντας όσα η εξουσία απαιτεί να αποσιωπούνται», αντιπροσώπευσε τόσο για το ποδοσφαιρικό όσο και για το μη ποδοσφαιρικό κατεστημένο τον μεγαλύτερο κίνδυνο. Τον κίνδυνο να γίνει το ποδόσφαιρο το πιο σημαντικό από τα σημαντικά.
Η αρχέγονη καταβολή του ποδοσφαίρου, βασίζεται στην αταβιστική ιδέα του αγώνα ανάμεσα σε ομάδες ανθρώπων με στόχο την επικράτηση, στο αδιάκοπο τρέξιμο των κυνηγών πίσω από το θήραμα, στην κοπιώδη ανάδειξη του ‘καλύτερου’ που αποτελεί το ψυχοκοινωνικό και το ιστορικό υπόστρωμα ανάπτυξης της λατρείας της στρογγυλής «θεάς». Ο Μαραντόνα, με τις εκφάνσεις και τις εκτροπές του, προσωποποιούσε με τον καλύτερο τρόπο αυτόν τον αταβισμό. Και δεν του αρκούσε να είναι ο «πρωθιερέας» της στρογγυλής «θεάς», αλλά ήθελε να γίνει ο ίδιος ο «θεός» του ποδοσφαίρου. Ο «θεός» μιας ψυχοτρόπου για το κοινό λατρείας βουτηγμένης στις ψυχοδραστικές ουσίες.
Καθώς το τρέξιμο και ο αγώνας αποσυνδέονται από τον κίνδυνο και την ανάγκη και γίνονται «χάριν παιδιάς», δηλαδή για την ευχαρίστηση, γεννιέται το ποδόσφαιρο. Ένα μεγάλο παιχνίδι φαντασιώσεων και συνδηλώσεων. Ένας συνειρμικός δίαυλος ανάμεσα στην πραγματικότητα και στη γονιδιακή μνήμη των αταβιστικών μας καταβολών και παρορμήσεων.
Αυτή τη μνήμη των γονιδίων μας ενσάρκωνε με τις ενορμητικές ντρίπλες και τις παρορμητικές συμπεριφορές του ο Μαραντόνα.
Προσέφερε μια ασφαλή απενοχοποίηση των επιθετικών ενστίκτων, της ανταγωνιστικότητας και της αποτυχίας. Και φυσικά, σαν πραγματικός μάρτυρας της προσωπολατρικής του θρησκείας, προσέφερε τον εαυτό του βορά σε οπαδούς και εχθρούς.
Έγινε ο ίδιος ένας ατελείωτος, μεγάλος συνειρμός. Μια ασύγκριτη ευκαιρία διαλεκτικής αλληλεπίδρασης, ταύτισης και άπωσης.
Γιατί το ποδοσφαιρικό γήπεδο μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε χώρο όπου ο (κοινωνικά, οικονομικά, εθνικά) αδύνατος κερδίζει τον δυνατό. Οι ποδοσφαιρικοί αγώνες μπορούν εύκολα να μετατραπούν σε δρώμενα όπου εκφορτίζονται ιστορικές διαφορές και αποκαθίστανται κοινωνικές αδικίες. Κι όλα αυτά ανέξοδα, με τίμημα το πάτημα του τηλεκοντρόλ ή το χαρτάκι του εισιτηρίου. Χωρίς πόλεμο, χωρίς επανάσταση, τις περισσότερες φορές και χωρίς ουσιαστική σύνδεση με την πραγματικότητα.
Από το «χέρι του θεού» όπου ο Ντιέγκο αποκαθιστά την εθνική ταπείνωση των Φώκλαντ, μέχρι τις εμφανίσεις της Σκωτίας και της Ουαλίας, όπου οι φανέλες είναι η μόνη ευκαιρία για να φανεί κάπου το εθνόσημο, το ποδόσφαιρο εκφράζει τη μοναδική του δυνατότητα να βρίσκεται σε αποκλειστική, αμφίδρομη σχέση με το συλλογικό ασυνείδητο των φιλάθλων όλου του κόσμου. Από τον πρωτόγονο άνθρωπο που από τροφοσυλλέκτης μετατρέπεται σε κυνηγό καλπάζοντας πίσω από το θήραμα, μέχρι τον Σκωτσέζο επιθετικό που «καλπάζει» προς την περιοχή των Άγγλων λες και θέλει να εκδικηθεί για την καταπνιγμένη εξέγερση του Ουίλιαμ Ουάλλας, προβάλλει ανάγλυφα το μυστικό της μαγείας του ποδοσφαίρου· η ικανότητά του να προκαλεί άπειρους συνειρμούς. Γι’ αυτό μαγεύει, γιατί περιφρονεί αυθάδικα την πραγματικότητα, γιατί λογοδοτεί μόνο στο ασυνείδητο, στις αναμνήσεις και στις φαντασιώσεις των οπαδών του, ή καλύτερα των υπηκόων του, ή –ας μας συγχωρεθεί η βαρύτητα της έκφρασης- των πιστών του.
Για αυτό βλέπουμε το ποδόσφαιρο, να παίρνει τις διαστάσεις «θεσμού», παγκόσμιας «θρησκείας» με κοινή γλώσσα, ιστορία και κώδικα και για αυτό, ως τέτοιο φαινόμενο έχει ανάγκη απ’ τους δικούς του «μύθους», «βασιλιάδες» και «θεούς».
Ο Πελέ ήταν ο βασιλιάς του. Ο άνθρωπος που γνώρισε την καθολική αναγνώριση στους αγωνιστικούς χώρους και την τιμητική μεταχείριση όταν έπαψε να αγωνίζεται: αμερικανικό πρωτάθλημα, πρεσβευτής της FIFA, υπουργός αθλητισμού. Ο Μαραντόνα ήταν «ο άνθρωπος που θα γινόταν Βασιλιάς». Προτίμησε όμως να παραμείνει…θεός στις ομαδικές ψυχώσεις όλων των Αργεντίνων, όλων των απανταχού περιθωριοποιημένων που συγκρούονται με το κατεστημένο –έστω μέσα από τις ψευδαισθήσεις των ναρκωτικών. Οι βασιλιάδες όταν χάνουν τον θρόνο τους μπορούν –ενίοτε– να γίνουν πρεσβευτές ή διαφημιστές προϊόντων. Για τους θεούς όμως η μοίρα είναι πιο σκληρή, όπως ήταν και για τον Σον Κόνερυ που ενσάρκωσε τον Ντράβοτ του Κίπλινγκ στην ταινία «Ο άνθρωπος που θα γινόταν Βασιλιάς» όπου οι άνδρες μιας ημιάγριας φυλής παίζουν «κυνηγώντας» έφιπποι έναν στρόγγυλο σάκο που περιέχει το κεφάλι του βασιλιά των αντιπάλων, μετά θεοποιούν τον Κόνερυ και θέλουν να τον στέψουν βασιλιά αλλά τελικά τον σκοτώνουν όταν ανακαλύπτουν ότι μάτωνε κι εκείνος όπως όλοι οι κοινοί θνητοί. Έτσι και στο ποδόσφαιρο οι θεοί δεν συνταξιοδοτούνται, αλλά αποκαθηλώνονται και το θεοκτόνο παιχνίδι των συνειρμών συνεχίζεται.
Γι’ αυτό δημιουργούνται οι μεγάλες ομάδες, οι μεγάλοι παίκτες και τα είδωλα. Για να μπορεί ο κάθε φίλαθλος να βλέπει την προσωπικότητά του να προτυπώνεται στον τρόπο παιχνιδιού της αγαπημένης του ομάδας. Για να νιώθει τα κοινωνικά και εθνικά χαρακτηριστικά του να ταυτίζονται με το αγωνιστικό στυλ των ινδαλμάτων του. Για να εκτονώνει τον φόβο, την πίκρα και την ελπίδα του στο αποτέλεσμα ενός αγώνα. Για να αποκαθηλώνει τις εξιδανικεύσεις του ανώδυνα.
Ναι, το ποδόσφαιρο είναι -στη βαθύτερη ουσία του- άθλημα σκληροτράχηλο. Βάναυσο σαν τα μαρκαρίσματα των Αργεντίνων αμυντικών, που μπλέκουν τα πόδια των αντίπαλων επιθετικών, σαν σε χορευτικές φιγούρες του ταγκό. Είναι όμως και γοητευτικό, νοσταλγικό σαν τις συγχορδίες της Κομπαρσίτα, γεμάτο συναισθήματα και αναμνήσεις… «Αυτό το ματς το έβλεπα με τον πατέρα μου…», ‘Εκείνο τον αγώνα τον είδα με τα παιδιά στην παραλία, λίγο μετά τις πανελλήνιες…’ Το μεγάλο παιχνίδι των συνειρμών είναι οικουμενικά ευχάριστο, μπορεί, όμως να γίνει και απίστευτα σκληρό, σαν τα πρωτόγονα παιχνίδια των ιθαγενών. Απάνθρωπο και θεοκτόνο, όταν αποκαθηλώνει τα είδωλά του. Οδυνηρό όταν μέσα από τις αλλαγές του προσδιορίζεις τον χρόνο που περνάει. Γλυκόπικρο όταν βλέπεις τους αγωνιζόμενους ποδοσφαιριστές να είναι πια μικρότεροι από εσένα και να μην μπορείς να ονειρευτείς πως όταν μεγαλώσεις θα τους μοιάσεις. Γιατί έχεις ήδη μεγαλώσει και το μόνο που μένει ίδιο είναι τα ματωμένα σου γόνατα στις αλάνες του χρόνου…
Μεγαλωμένος τη δεκαετία του 80, είχα και εγώ μαγευτεί από την Αργεντινή, την ομάδα της ασύγκριτης ποδοσφαιρικής ιδιοφυίας του Ντιέγκο, προτού τον δούμε να πνίγει τον θρύλο του σε έναν ωκεανό από ναρκωτικά, αλκοόλ και ναπολιτάνικα μοντέλα.
Επισκέφθηκα το Μπουένος Άιρες το 2009, για τη βράβευσή μου σε έναν λογοτεχνικό διαγωνισμό. Περπατώντας στα σοκάκια της La Boca, της ποδοσφαιρικής κοιτίδας της Boca Juniors, της «ομάδας της καρδιάς» του Μαραντόνα, δαγκώνοντας, με τη λαιστρυγονική λαιμαργία που ο Σουάρες δάγκωνε τους αντιπάλους του στα γήπεδα, τα παραδοσιακά αργεντίνικα alfajores, πλημμυρίζοντας τους λαβυρίνθους των αυτιών και της ψυχής μου με τις μελωδίες του μαντονεόν, ο Ντιέγκο ήρθε στο μυαλό μου. Μαζί με τα διηγήματα του Αργεντινού Μπόρχες και με τον «Στρατηγό μες στον λαβύρινθό του», του Κολομβιανού Μάρκες.
«Ένας βώλος από ασήμι», ή επί το λατινοαμερικανικότερον «Una esfera de plata», σύμφωνα με την ισπανόφωνη μετάφραση του τίτλου του διηγήματός μου που βραβεύθηκε στην πατρίδα του Ντιέγκο. “Gracias a la pelota” ή αλλίως, «μπάλα, σε ευχαριστώ», όπως ζήτησε ο Μαραντόνα να γράφει η επιτύμβια επιγραφή του. Γιατί όλα τελικά γυρίζουνε γύρω από ή και μαζί με τη στρογγυλή θεά. Γιατί, τελικά και η ίδια η γη μας, μια μπάλα από χώμα και νερό είναι. Μια μπάλα είναι και κυλά αναπάντεχα και η ζωή μας και για αυτό ίσως μας αρέσει να μνημονεύουμε συχνά την αξέχαστα αθυρόστομη ρήση του Όσιμ, περί των ελευθέρων ηθών της μπάλας. Της μπάλας που δεν μπορεί πια να κλοτσήσει ο Ντιέγκο…
*Ψυχίατρος – Διδάκτωρ Παν/μιου Αθηνών
Πρόεδρος ΚΕΘΕΑ