Του Χρίστου Λιάπη*
Οι ασυνήθιστες, για αρχηγό κράτους, στην αραφινάριστη αμεσότητά τους, εικόνες των πανηγυρισμών του τότε Προέδρου της Ιταλίας, Σάντρο Περτίνι, δίπλα στο χρυσό τρόπαιο του Παγκοσμίου κυπέλλου του 1982, ακτινοβολούν ακόμη την αλληγορική δύναμη μιας «ανθεκτικής δημοκρατίας» (ως “resilient democracy”, θα μπορούσαμε, ίσως, να αποδώσουμε αυτόν τον όρο στα αγγλικά). Mια δύναμη επίμονης αντοχής και παλινορθωτικής αισιοδοξίας. Μια δύναμη προβάλλουσα μέσα από τους αμέτρητους συνειρμούς, τους υπόρητους συμβολισμούς και τις ματαφορικές εκδημοκρατίσεις που μόνο το ποδόσφαιρο μπορεί να μας προσφέρει τόσο αφειδώλευτα. Ο Σάντρο Περτίνι είχε εκλεγεί, ως ο πρώτος Σοσιαλδημοκράτης Πρόεδρος της Ιταλίας, στις 9 Ιουλίου του 1978, δύο μήνες ακριβώς μετά τη δολοφονία του Χριστιανοδημοκράτη Βουλευτή Άλντο Μόρο από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες. Μιας δολοφονίας, οι σφαίρες της οποίας παρέμεναν βαθιά σφηνωμένες στο κορμί της «ευάλωτης δημοκρατίας» της Ιταλίας, που έβλεπε το άψυχο σώμα της προσέγγισης αριστεράς-δεξιάς να βγαίνει αιμόφυρτο από το πορτ-μπακάζ ενός κόκκινου Ρενό 4, σε μια τηλεοπτική εικόνα που στοίχειωσε την πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική ζωή της Ιταλίας, για τα επόμενα χρόνια, καταδικάζοντας τη χώρα σε αυτό που ο Mario Perniola οναμάζει «εξουσία των ομοιωμάτων». Στη «διάλυση, δηλαδή, της πραγματικότητας και του φανταστικού και στο άνοιγμα ενός χώρου τελεσφορίας μη δεδομενικής, εικόνων μη φανταστικών και μη συμβολικών».
Γιατί, στην Ιταλία του τέλους της δεκαετίας του 70 και των αρχών της δεκαετίας του 80, πλανιόταν το ζοφερά καταπιεστικό ερώτημα: «είναι όλοι ένοχοι για τη δολοφονία του Μόρο;», ένα ερώτημα που πυροδοτήθηκε από ένα βάναυσα δολοφονικό-τρομοκρατικό απείκασμα εξαιτίας του οποίου η «πολιτική πραγματικότητα μεταμορφώθηκε σε εικόνα, σε ομοίωμα». Όπως, όμως, σημειώνει πάλι ο Perniola: «εικόνες και ομοιώματα δεν είναι διόλου απλές επιφάσεις, προπετάσματα καπνού, πρόχειρες επικαλύψεις που μπορούν να αφεθούν στα χέρια γραφείων τύπου ή πρωπαγανδιστών».
Η εικόνα, λοιπόν, του Πάολο Ρόσι να πανηγυρίζει με τον Σάντρο Περτίνι, φέρνοτας μαζί με τον Πρόεδρο της λαβωμένης Ιταλικής Δημοκρατίας το Παγκόσμιο Κύπελλο στην πατρίδα, σημασιοδότησε την «πολιτιστική μετάβαση», από την «κοινωνία των ομοιωμάτων» (“societa dei simulacri”), στην κοινωνία της «ανθεκτικής δημοκρατίας». Γιατί, τον Μάιο του 1980, όλη η Ιταλία είχε παρακολουθήσει σε απευθείας μετάδοση από τη RAI τη σύλληψη του Πάολο Ρόσι και άλλων διάσημων ποδοσφαιριστών, για το σκάνδαλο του «Μαύρου-ΠΡΟ-ΠΟ», των στημένων παιχνιδιών. Όπως, λοιπόν, ένας ποδοσφαιριστής, μπορεί από το όνειδος της απόλυτης απαξίας να εκτοξεύσει τον εαυτό του και μία ολόκληρη εθνική ομάδα στην κορυφή του κόσμου, ξαναβρίσκοντας μέσα από την επίμονη προσπάθεια, τον χαμένο του, επιτυχημένο, εαυτό, έτσι και μια χώρα μπορεί να συμφιλιώσει τους εσωτερικούς της δαίμονες ξεπερνώντας τους τρομοκρατικούς γιακωβινισμούς από τη μια πλευρά και την ίδια τη σκοτεινή «πλευρά του ιδεολογικού φανταστικού» από την άλλη.
Ο άνθρωπος που δεν άλλαξε φανέλα με τον Μικ Τζάγκερ….
Την ίδια ημέρα που η Ιταλία του Πάολο Ρόσι αντιμετώπιζε τη Δυτική Γερμανία του Καρλ Χάινς, Ρουμενίγκε τον Ιούλιο του 82, στο «Σαντιάγκο Μπερναμπέου» της Μαδρίτης, οι Rolling Stones έδιναν συναυλία στο Τορίνο, με τον Μικ Τζάγγερ να εφανίζεται φορώντας τη φανέλα με το Νο 20 του Ρόσι, πολλαπλασιάζοντας το ροκ ντελίριο των θεατών. Εδώ έχουμε άλλο ένα αξιοπρόσεκτο παιχνίδι μυθοποίησης – αποιδεολογικοποίησης. Στο φανταστικό ντέρμπι της παγκόσμιας δημοφιλίας που σκηνοθέτησε ο καυτός Ιούλιος του 1982, με όλον τον κόσμο να έχει μετατραπεί σε μια τεράστια καλοκαιρινή σκηνή ποδοσφαιρικής φήμης και μουσικής αποθέωσης, ο πρωθιερέας της ροκ ιδεολογίας, Μικ Τζάγγερ, αλλάζει το σκηνικό κουστούμι του με τη φανέλα του Πάολο Ρόσι. Αντί για τα σκηνικά «άμφια» του “Sex, drugs and rock n’ roll”, o ηγέτης των «πετρών που κυλάνε» εμφανίζεται με την ποδοσφαιρική φανέλα ενός ανθρώπου που ξεφεύγει από το στερεότυπο του αυτοκαταστροφικού, χαρισματικά απροσάρμοστου προσώπου που στο τέλος καίγεται από την ίδια τη φλόγα του ταλέντου του. Γιατί ο Πάολο Ρόσι, ποτέ δεν φόρεσε τη φανέλα του ασυμβίβαστου. Ποτέ δεν ήταν «ροκ» με την έννοια που θα μπορούσαν να αναγνωσθούν σημειολογικά και να αναγνωρισθούν συμβολικά και ως «ροκ» είδωλα ο κατεστραμμένος από την κοκαΐνη Μαραντόνα ή ο πνιγμένος στο αλκοόλ Τζωρτζ Μπεστ, ο επονομαζόμενος και 5ος Beetle, καθώς όταν μεσουρανούσε με τις ντρίπλες του στα ποδοσφαιρικά γήπεδα της Αγγλίας και με το κινηματογραφικό παράστημά του στις καρδιές των απανταχού γυναικών, λάμβανε περισσότερες ερωτικές επιστολές από όσες όλοι οι Beetles μαζί. Έτσι, μπορεί ο Μικ Τζάγγερ να εμφανίσθηκε με τη φανέλα του Πάολο Ρόσι, ο τελευταίος, όμως, μετά το ιδιαίτερο αυτό ντέρμπυ όπου μονομάχησαν τα μουσικά σολαρίσματα με τις ποδοσφαιρικές ντρίπλες, δεν αντάλλαξε ποτέ την εμφάνιση και τις επιλογές του ανθρώπου που ακολουθεί τις νόρμες και τον «κοινό κανόνα», με το ιδιόρρυθμο κουστούμι, τις φλογερές παρεκκλίσεις και τις βουτηγμένες στις ουσίες ταλαντούχες δημιουργικές εκφορτίσεις του «ροκ-σταρ-ειδώλου» ή του αυτό-εξοντωτικά χαρισματικού αλλά εθισμένου στον -ταυτόχρονα εξαρτημένο και εξαρτησιογόνο- εαυτό του, μπαλαδόρου.
O «παράκλητος» ήρωας των «ομοκλίτων»…
Ο Πάολο Ρόσι ανήκε σε εκείνους που ο Καθηγητής μου στο Πανεπιστήμιο του Tufts της Βοστώνης, Νασίρ Γκέμι χαρακτήριζε «Ομόκλιτους», δηλαδή στην πλειοψηφία των ανθρώπων που αντιπροσωπεύουν τον «κοινό κανόνα», τον στατιστικό μέσο όρο. Δεν ήταν ούτε ψηλός ούτε κοντός, ούτε κακοσουλούποτος όπως ο Μαραντόνα, ούτε αγαλματένιος στη μορφή όπως ο Τζωρτζ Μπεστ, ούτε αναρχικά αέρινος όπως ο Γιόχαν Κρόιφ, ούτε αυτοκρατορικά δεσπόζων όπως ο Φραντς Μπεκενμπάουερ. Δεν ήταν ούτε υπερβολικά όμορφος, ούτε άσχημος, ούτε ο κατά συρροή γυναικοκατακτητής, ούτε ο ενδώσας στις παγίδες των εξαρτήσεων. Παρόλα αυτά, παραστράτησε. Είδε τη ζωή του να εκτροχιάζεται από την εμπλοκή του στο σκάνδαλο των στημένων παιχνιδιών. Είδε να του φορούν χειροπέδες και να τον διαπομπεύουν μπροστά στις κάμερες, σε μια εικόνα που δεν είχε τίποτα από το τραγικό μεγαλείο του «εκπεσόντος –από την κοκαϊνη, τα αναβολικά, τα μοντέλα και τη μαφία της Νάπολης- αγγέλου ή δαίμονος» Ντιέγκο. Ακόμη κι εκεί, όμως, στο παραστράτημά του, ο Ρόσι παρέμεινε «φυσιολογικός». Παρεξέκλινε μεν του κοινού κανόνος και της νομιμότητας, ενέπλεξε εαυτόν σε παράνομα στοιχήματα ποδοσφαιρικών αγώνων και σε στημένα αποτελέσματα, χωρίς όμως ο ίδιος να είναι «παθολογικός τζογαδόρος» (pathological gambler), όπως –για παράδειγμα- ο Μάικλ Τζόρνταν.
Ο Mick Jagger έλεγε πως: «Είναι εντάξει να αφήνεις τον εαυτό σου να χαθεί, αν μπορείς να τον ξαναπάρεις πίσω». Κι ο Πάολο χάθηκε στους δαιδάλους του σκανδάλου “Totonero”, αλλά με την επιμονή και την αντοχή του (που στα αγγλικά αποδίδονται συνδυαστικά στον όρο “resilience”) κατάφερε να πάρει πίσω τον ποδοσφαιρικό –και όχι μόνον- εαυτό του. Ο Μαραντόνα ήταν ο ήρωας των απροσάρμοστων, των έκνομων, των παρεκκλινόντων ανθρώπων και των παρεκκλινουσών συμπεριφορών. Ο Ρόσι έγινε ο ήρωας των ομικλίτων. Γιατί ήταν ένας από αυτούς. Οι οπαδοί δεν ήθελαν να ζήσουν τις λαμπερές ή τις σκοτεινές πλευρές της ζωής του, γιατί δεν ήταν κατ’ ουσίαν πολύ διαφορετικές από το φως και το σκοτάδι της δικής τους καθημερινής ζωής, της ζωής του μέσου Ιταλού που μπορεί να πετυχαίνει ή να αποτυγχάνει, να (μικρο-)παρανομεί και να επανέρχεται. Πλευρές οι οποίες δεν διέφεραν από τις αντιφάσεις της ζωής της ίδιας της Ιταλίας που αστραποβολούσε στυλ, δημιουργικότητα και πρόοδο και ταυτόχρονα έψαχνε τα πατήματα της δημοκρατικής της ζωής ανάμεσα σε ρωμαϊκά αντίγραφα ερυθρόμορφων και μελανόμορφων, συντετριμμένων, αγγείων. Τα πρώτα στα χρώματα των Ερυθρών Ταξιαρχιών και τα δεύτερα στα χρώματα της διαφθοράς και της μαφίας. Ο Ρόσι έπρεπε να κάνει χατ τρικ στη Βραζιλία για να τον συγχωρέσουν και να τον αποδεχθούν πάλι οι συμπατριώτες του. Ο Μαραντόνα δεν χρειάστηκε –και ούτε μπόρεσε ποτέ- να επιστρέψει στο ποδοσφαιρικό επίπεδο της ιδιοφυΐας που τον διέκρινε πριν το 91, για να τον συγχωρέσουν οι ναπολιτάνοι και οι Αργεντινοί οπαδοί του. Γιατί οι απανταχού απροσάρμοστοι και παράνομοι πλάνητες της μοίρας, οι αποδιοπομπαίοι και οι μη προνομιούχοι τον είχαν ήδη συγχωρέσει από την πρώτη στιγμή που είδαν τους Αργεντινούς αστυνομικούς να τον σέρνουνε σαν σιδηροδέσμιο δαίμονα της φαντασίας, σαν αμετανόητο πολέμιο του υπαρκτού και του επινοημένου κατεστημένου, με το συγκεντρωμένο πλήθος να αποθεώνει τον αιχμάλωτο και αποκαθηλωμένο «θεό» του, φωνάζοντας ρυθμικά το όνομά του «Ντιέγκο-Ντιέγκο». Ο Ρόσι φώναζε μπροστά στις κάμερες, στους carabinieri, πως είναι αθώος. Γιατί δεν ήταν ένας παραστρατημένος «θεός», καταδικασμένος να ζήσει στο «λυκόφως των ειδώλων», αλλά ένας ‘ομόκλιτος’ που απέδειξε πως αν φύγεις ως αποδιοπομπαίος θα επιστρέψεις ως ‘παράκλητος’. Έτσι ο Τραπατόνι, ο εκλέκτορας της Εθνικής Ιταλίας, τον κάλεσε στην ομάδα για το Μουντιάλ στο οποίο η Ιταλία κέρδισε στον ημιτελικό τη Βραζιλία και στον τελικό την, τότε Δυτική, Γερμανία.
Η ομορφιά και η κόλαση
Η Βραζιλία ήταν ταυτισμένη με την ποδοσφαιρική ομορφιά. Η Ιταλία ήταν συνυφασμένη με το catenaccio, το αμυντικό ποδόσφαιρο, που κατά λέξη μεταφράζεται ως «αλυσίδα ασφαλείας», περίπου όπως οι αλυσίδες που ασφάλισαν γύρω από τους καρπούς του Ρόσι και –αργότερα- του Μαραντόνα, για διαφορετικούς λόγους. Ο Ντιέγκο δεν κατάφερε ποτέ να σπάσει τις εσωτερικές του αλυσίδες, ο Πάολο επέστρεψε νικητής και κέρδισε τη Βραζιλία, όχι με την ανασφαλή ασχήμια μιας κολασμένα ασφυκτικής άμυνας ή μιας αποκρουστικά υπολογιστικής τακτικής που καταστρέφει το θέαμα του αθλήματος, αλλά με την επιθετική ομορφιά ενός χατ τρικ, σαν ιστορία βγαλμένη μέσα από την «Ομορφιά και την κόλαση» του Ναπολιτάνου Ρομπέρτο Σαβιάνο.
Ο Πάολο, τέκνο της υπερήφανης Γιούβε, της «Μεγάλης Κυρίας» του πλούσιου Βορρά και ο Ντιέγκο, μοναχογιός της ηφαιστιακά επαναστάτριας Νάπολι του Νότου, έφυγαν σχεδόν μαζί, αφήνοντας πίσω τους «την ηχώ αυτής της αρμονικής ανταρσίας που υπερασπίζεται το ανθρώπινο μεγαλείο στους αιώνες», όπως έγραφε ο Αλμπέρ Καμύ στον «Επαναστατημένο Άνθρωπο». Το μεγαλείο του απλού, καθημερινού, εκπεσόντος αλλά επιστρέψαντος ανθρώπου. Ο Μαραντόνα προσωποποίησε τον «εκπεσόντα άγγελο», ενώ ο Ρόσι, τον «εκπεσόντα άνθρωπο»,αλλά, όπως έγραψε –επίσης- ο Καμύ: «η κόλαση έχει ορισμένο χρόνο, η ζωή ξαναρχίζει μια ημέρα»…
*Πρόεδρος ΚΕΘΕΑ
Ψυχίατρος-Διδάκτωρ Παν/μίου Αθηνών