Tου Ηλία Καραβόλια
H απόφαση του καθενός για το αν θα κάνει το εμβόλιο, εξαιρουμένων των συνομωσιολόγων και των εκ προοιμίου αρνητών του ιού, λογικά θα έπρεπε να εξαρτάται από τον βαθμό εμπιστοσύνης στην ιατρική αλλά και στις επιστημονικές και πολιτικές αρχές έγκρισης του φαρμάκου. Όμως στο συλλογικό και ατομικό ασυνείδητο, ο πειρασμός του να μην αναλάβουμε έστω και το ελάχιστο κόστος από τις παρενέργειες, έχει ιστορία. Και επειδή η θεωρία στην λήψη αποφάσεων είναι η καλύτερη οδός για την απόφαση ( ταπεινή μου γνώμη), ας επισκεφτούμε την θεωρία όσο πιο απλά γίνεται.
Το συγκεκριμένο λοιπόν πρόβλημα απόφασης του ενός ( που σκέφτεται να ωφεληθεί από αυτό που θα κάνουν οι άλλοι χωρίς να το κάνει αυτός) δεν είναι καθόλου “πρόβλημα του ενός”. Στην συμπεριφορική οικονομική ανάλυση έχει διατυπωθεί σε θεωρητική βάση από τον Olson το 1965. Στο έργο του “Η λογική της συλλογικής δράσης” ανέπτυξε μία πολιτική και οικονομική θεωρία, αναφορικά με τη δυσκολία να πεισθούν τα άτομα να υπηρετήσουν και να επιδιώξουν το συλλογικό συμφέρον, έναντι της ατομικής τους ευημερίας. Παρένθεση εδώ. Χωρίς να ανατρέχουμε στην μαθηματικοποίηση του μοντέλου και στην αριστοποίηση των πιθανοτήτων σχετικά με τον επιτυχή εμβολιασμό στον πληθυσμό, ας αναφερθούμε στο απλό και λογικό: για να αναχαιτιστεί ο ιός και να υπάρξει η περίφημη ανοσία της αγέλης πρέπει έστω και οριακά να υπερτερούν αυτοί που θα εμβολιαστούν από όσους αρνηθούν( οι επιστήμονες μιλούν για 60-70% της κοινότητας, αλλά δεν προσμετράται εκείνο το ποσοστό που εξ αρχής αποκλείεται, όπως πχ. κάτω των 16 ετών, κ.α.).
Τώρα χρειάζεται να γυρίσουμε ξανά στα θεωρητικά μας μονοπάτια( σημ.: το ατομικό δικαίωμα να μην αναλάβεις προσωπικό κίνδυνο για το συλλογικό καλό, χρήζει νομολογικής και συνταγματολογικής προσέγγισης, έξω από εμάς). Αυτό που ξέρουμε σχετικά καλά είναι την συσχέτιση δικαιώματος-υποχρέωσης με βάση την συμπεριφορική οικονομική ανάλυση του δικαίου ( βλ. σχετικά βιβλία των Καραμπατζού, Δελλή, κ.α.). Ο Olson λοιπόν τον οποίο διδαχθήκαμε ( και μαζί με τον Hirshmann, τον Coase, τον Hayek, τον Shiller, και άλλους, επηρέασαν πολλούς συμπεριφοριστές οικονομολόγους) ανέπτυξε ένα ισχυρό επιχείρημα: εάν δεν είναι μικρός ο αριθμός των μελών ενός πληθυσμού ή εάν δεν υπάρχει κάποιος μηχανισμός εξαναγκασμού που θα οδηγεί τα άτομα να λειτουργούν προς το ομαδικό συμφέρον, τότε εφόσον ο σκοπός τελικά επιτυγχάνεται από την ομάδα, εμφανίζεται η περίπτωση του ελεύθερου καβαλάρη (free rider). Είναι ο γνωστός «τζαμπατζής» δηλαδή (που δεν πληρώνει πχ. διόδια ή κλήσεις αλλά χρησιμοποιεί δρόμους/γέφυρες ή παρκάρει παράνομα).Είναι αυτός, με βάση την θεωρία, που ενώ δεν είναι δυνατόν να αποκλειστεί από το συλλογικό όφελος( αναχαίτιση του ιού ) αποφασίζει ότι δεν έχει κίνητρο να πληρώσει το κόστος για το συλλογικό καλό( δεν κάνει το εμβόλιο δηλαδή).
Αυτός ο λαθρεπιβάτης δεν θα αποκλειστεί εννοείται από τις ΜΕΘ εάν και εφ’ όσον αρρωστήσει (όσο και αν μερικοί ακραίοι αγνοούν το Σύνταγμα και θέλουν το αντίθετο). Θα έχει όμως πετύχει τελικά να επωφεληθεί από τις προσπάθειες και τις ενέργειες των υπόλοιπων, χωρίς όμως να έχει συνεισφέρει με ατομική προσπάθεια( να εμβολιαστεί εν προκειμένω).
Πάμε πάλι στην βιβλιογραφία. Σε ένα εξαιρετικό έργο του, ο καθηγητής Παντείου Γ. Μολύβας (Ηδονή, προτιμήσεις, ανάγκες, εκδ. Πολις) εξετάζει, με μια σύγχρονη διεπιστημονική οπτική, τον κλασικό βρετανικό ωφελιμισμό και τις σχετικές θεωρίες μεγάλων στοχαστών( Smith, Rawls, Mills, Bentham, κ.α.). Θα μου πείτε τι χρειαζόμαστε το διάβασμα ηθικών φιλοσόφων, κοινωνιολόγων και οικονομολόγων προ κάποιων αιώνων, ή την μελέτη καταξιωμένων σύγχρονων Ελλήνων, για να αποφασίσουμε αν θα κάνουμε το εμβόλιο, αφού το πραγματικό δίλημμα είναι αν θα έχουμε ή όχι παρενέργειες ! Φρονώ ότι κάνουμε το κλασικό λάθος που χαρακτηρίζει τον διχασμό της σκέψης του υποκειμένου μεταξύ ορθολογικής και ανορθολογικής επιλογής. Διότι δρούμε σχεδόν πάντα κάτω από καθεστώς «περιορισμενης ορθολογικότητας». Και φυσικά, αμελούμε την πιθανότητα της ευρείας παρουσίας στον πληθυσμό αυτού που αποκαλούμε «λαθρεπιβάτη».
Δεν είναι ούτε ζήτημα μετά-ηθικής, ούτε ζήτημα πολιτικής φιλοσοφίας ή συνταγματικής επιβολής /υποχρέωσης (γι’ αυτό και δεν επιβάλλεται με νόμο υποθέτω). Είναι ζήτημα «αντιληπτικής νοημοσύνης» σχετικά με την ανάλυση του κόστους απόφασης που μεγιστοποιούμε εντός μας, προς το υποτίθεται μικρό όφελος που εκτιμούμε ότι εισφέρουμε στην κοινότητα. Το ίδιο συμβαίνει και με την ψήφο μας και την επιρροή της στο εκλογικό αποτέλεσμα ή την πληρωμή των φόρων μας. Δηλαδή, ζήτημα ισοζυγίου της πιθανότητας του κακού που μπορεί να πάθει αυτός που δεν αναλαμβάνει τον κίνδυνο (να εμβολιαστεί) σε σχέση με την πιθανότητα οφέλους (αν εμβολιαστεί). Όταν δεν συνειδητοποιούμε ότι αυτός ο κίνδυνος ίσως και να είναι πλήρως συσχετισμένος με τον κίνδυνο της μάζας, τότε είναι πιθανό να μην δούμε σωστά το ισοζύγιο κόστους/οφέλους.
Με απλά λόγια; Πόσο σίγουροι είμαστε ότι η ελάχιστη ίσως πιθανότητα να κολλήσουμε τον ιό, είναι στην πραγματικότητα πολύ μικρότερη από την ενδεχομένως μεγάλη πιθανότητα να έχουμε σοβαρότατες παρενέργειες ; Φυσικά, στην μαθηματικοποίηση και την συναρτησιακή λογική του προβλήματος, δεν χωρούν μάλλον ηθικό-φιλοσοφικά διλήμματα ή πολιτικο-οικονομικές προσεγγίσεις περί δικαιωματισμού και ανάληψης κοινωνικού καθήκοντος.
Όμως φρονώ ότι δεν έχουμε μόνο τον απλό κλασικό διχασμό μεταξύ ατομικής-συλλογικής ευθύνης (σημ.: άλλωστε μεγάλος λαθρεπιβάτης είναι συχνά το ίδιο το Κράτος, με τις πρακτικές του). Εδώ έχουμε την ιστορική διλημματική απόφαση μεταξύ εμπιστοσύνης σε δυο επιστήμες( ιατρική, στατιστική) και στο ατομικό ένστικτο αυτοσυντήρησης. Δηλαδή κάτι σαν σύγκρουση μεταξύ πιστεύω και εμπιστεύομαι. Κάπου εδώ, όσο και αν κάποιος κατακρίνει τα συστημικά καθεστώτα, όσο και αν αντιπαλεύεται κάθε μορφής εξουσία και καταναγκασμό, πρέπει να ξεχωρίσει μέσα του την πίστη από την εμπιστοσύνη. Πιστεύω σε κάτι, είναι διαφορετικό από το να εμπιστεύομαι κάτι. Η επιστήμη, θα πει κάποιος κακοπροαίρετος, στην εποχή της πλήρους εμπορευματοποίσης και του αχαλίνωτου κέρδους, έχει απωλέσει βαθμούς εμπιστοσύνης, αυτό είναι γνωστό. Όπως έχει αποδυναμωθεί και ο ψυχικός δεσμός με τους θεσμούς, με τις αρχές. Το ζήτημα είναι αν γνωρίζει ο καθένας εξ ημών την διαφορά του “πρέπει” από το “επιβάλλεται”. Εκεί ίσως να κρίνεται το στοίχημα της διάκρισης μεταξύ πίστης-εμπιστοσύνης.
Όπως, πχ. πόσοι άραγε ξέρουμε ότι ο κίνδυνος είναι πχ. άλλη έννοια από το ρίσκο; Ότι η πιθανότητα είναι άλλο πράγμα από το ενδεχόμενο; (σημ.: πολλοί στην ρουλέτα ποντάρουν κόκκινο επειδή βγαίνει συνεχώς το μαύρο. Κάνουν το ”σφάλμα του τζογαδόρου” αφού κάθε φορά που γυρνάει η ρουλέτα, οι πιθανότητες είναι για τα δυο χρώματα, πάντα ίδιες : 50-50). Τελειώνω. Δεν είναι η απόφαση για το εμβόλιο μόνο ”διαμάχη” ορθολογικού-ανορθολογικού DNA του καθενός. Είναι ζήτημα, πρωτίστως, ικανότητας στάθμισης όλων των παραπάνω εννοιών που παρέθεσα, των διαζευκτικών ή και φαινομενικά ίδιων. Γιατί η κοινή λογική του απλού θνητού ίσως και να υπερτερεί της συλλογικής διάνοιας. Η σοφία του πλήθους, ίσως και να είναι μικρότερη από την ευφυία των λίγων. Αλλά ένα είναι σίγουρο: το λάθος του ενός μπορεί να στοιχίσει στους πολλούς. Ο T.Schelling έγραψε πριν δεκαετίες το Micromotives and Macrobehavior ακριβώς για να μάθουμε να αποφεύγουμε τέτοιες πιθανές επώδυνες καταστάσεις…