Συσχεσιοκρατία και Καταστροφισμός στην Οικονομία της Κρίσης … Του Ηλία Καραβόλια

226

Του Ηλία Καραβόλια

Η βασική και ορθόδοξη θεώρηση για την προβληματική λειτουργία του καπιταλισμού, μετά την κρίση του 2008, ξεκινούσε από το σκεπτικό ότι υπήρχε υπερχείλιση ρευστότητας (πάρα πολλή πίστωση σε διάφορους αφερέγγυους οφειλέτες) και ότι η πραγματική οικονομία παραμελήθηκε διότι δόθηκαν κεφάλαια στην άυλη οικονομία. Καθηγητές όπως πχ. ο Y. Moulier-Boutang επέμεναν σε μια άλλη οπτική : στην κρίσιμη στροφή της συσσώρευσης του κεφαλαίου, στον κοινωνικό καθορισμό της κρίσης και στην πολιτική αστάθεια της ρύθμισης του γνωσιακού καπιταλισμού. Φαίνεται σήμερα ότι είναι πιθανό αυτοί οι παράγοντες να δημιουργούν ένα είδος διακλάδωσης που θα μπορούσε να καταστήσει προσιτή μια προσέγγιση στο διαρκές ερώτημα όλων: ποιο θα είναι το όριο της κρίσης του παραδοσιακού οικονομικού μοντέλου μετά την πανδημία. Ποιοι είναι δηλαδή οι ”οριακοί συντελεστές αντοχής” του συστήματος, σε θεωρητικό επίπεδο, ώστε να μπούμε σε βιώσιμη τροχιά ανόδου των οικονομιών- από την στιγμή που η συνέχιση του covid προκαλεί χρονική υστέρηση της ανάπτυξης και μειώνει τις αρχικές προσδοκίες για ένα σχετικά γρήγορο φέτος, και ισχυρό, rebound.

Είναι ανάγκη κατ’ αρχήν να αποσυνδέθει κάποτε η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 στις ΗΠΑ αλλά και η μετέπειτα κρίση χρέους κρατών στην Ευρώπη ( βλ. Ελλάδα) από την απλή και μονοδιάστατη θεώρηση περί υπερβολικής πιστωτικής επέκτασης. Πρέπει να κάνουμε την υπέρβαση και να προβληματιστούμε σε ένα άλλο πλαίσιο: αυτό της ανάλυσης των θεωριών ανάπτυξης και σημείων καμπής στην συσσώρευση του κεφαλαίου. Να εξετάσουμε πρώτα και κύρια την δυναμική της συσσώρευσης ως δυναμική επιβολής του γνωσιακού καπιταλισμού έναντι του παλιού βιομηχανικού μοντέλου.

Εξηγούμαι: Από το 2008 και μετά ζούμε μια διαρκή ανισσόροπη ανάπτυξη. Μια συνεχή μακροοικονομική ανισορροπία, με τεράστια κρατικά και ιδιωτικά χρέη, και προσφάτως με συνεχή μηδενικά και αρνητικά επιτόκια. Και τώρα με την πανδημία βιώνουμε τα πρωτοφανή ποσοστά ύφεσης που νέκρωσαν τους ιμάντες της παραγωγής και του κέρδους. Τον ρόλο της στήριξης ανέλαβε το Κράτος, για νοικοκυριά και επιχειρήσεις, με τα όρια αντοχής του όμως να είναι πεπερασμένα και άμεσα σχετιζόμενα με την έκδοση χρήματος από τις κεντρικές τράπεζες.

Πριν την πανδημία οι κοινωνίες υποβάλλονταν για πολύ καιρό στον τρόμο της έλλειψης ρευστότητας και στην μελλοντική αβεβαιότητα. Η επιδότηση της αναστολής στην εργασία για εργαζόμενους/εργοδότες ήλθε να μετριάσει κάπως τις εισοδηματικές απώλειες αλλά όχι και την αβεβαιότητα. Όμως η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία, έχοντας για πολύ καιρό ως καθολικό εργοδότη το κράτος, δεν μπορεί να κρατηθεί όρθια καθώς δεν θα υφίσταται ”ζωτική αγορά”. Και εδώ είναι που οι αρχικές παρατηρήσεις μας περί εναλλακτικής ερμηνευτικής για την έννοια της κρίσης μπορούν να μας βοηθήσουν.

Υπάρχει πχ. αρκετό “κεφάλαιο χαμηλής ποιότητας” στον χρηματοπιστωτικό κλάδο. Στην Ελλάδα αφορά εκείνο το είδος υπολογισμού κεφαλαίο που κρατά σχετικά καλούς τους δείκτες φερεγγυότητας των τραπεζών. Αλλά αυτό το είδος αναφέρεται κυρίως στο ύψος των αναβαλλόμενων φόρων ! Και τα σχέδια για βιώσιμη αναδιάρθρωση χρεών και τιτλοποίηση κόκκινων δανείων σκοντάφτουν μεταξύ άλλων και πάνω σε αυτήν την χαμηλή ποιότητα της κεφαλαιακής επάρκειας. Παραδείγματα όπως αυτό μας δείχνουν γιατί η ανάγκη θεωρητικής επεξεργασίας του μοντέλου στροφής στην συσσώρευση κεφαλαίου πρέπει να συσχετίζεται με τις δομικές αιτίες της χρηματοπιστωτικής κρίσης χρέους. Και αυτές οι δομικές αιτίες να αναλύονται σε μια παράλληλη βάση με τις υποχρεώσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, κυρίως αυτές που δημιουργεί η σύγχρονη πραγματικότητα της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής των μηχανισμών στήριξης από την ΕΚΤ. Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα στηρίζεται λογιστικά ζωντανό ενώ στην πραγματικότητα είναι αδύναμο να αυξήσει την πιστωτική επέκταση στην οικονομία.

Σε ένα ευρύτερο θεωρητικό πλαίσιο προβληματισμού εντάσσεται και η ανισόρροπη μετάβαση, προ της πανδημίας, στον ψηφιακό μετασχηματισμό του παγκόσμιου καπιταλιστικού παραδείγματος για χώρες σαν την Ελλάδα- με σχετικά μεγάλο τεχνολογικό χάσμα αλλά και δομικές στρεβλώσεις στην οικονομία τους. Είναι αυτό που ανέφερα στην αρχή, ως θεωρία του Boutang, περί ασταθούς πολιτικής ρύθμισης του γνωσιακού καπιταλισμού. Απλό παράδειγμα: το πόσο γρήγορα μετατράπηκε σε ψηφιακό το Ελληνικό Δημόσιο, λόγω των lockdown, δεν πρέπει να μας κάνει να ξεχνάμε το πόσα χρόνια καθυστέρησε να μετατρέψει την τεχνολογία σε αποδοτικό εργαλείο για την διοίκηση και τους πολίτες και τι κόστος είχε αυτό στην οικονομία και την κοινωνία.

Τέλος, ο κοινωνικός χαρακτήρας των κρίσεων σαν αυτήν του 2008 αλλά και του 2020, πρέπει να μας οδηγήσει σε ριζικές επανερμηνείες των παραδοσιακών θεωριών μεγέθυνσης.  Ειδικά σήμερα που η απόσταση χρηματιστηριακής και πραγματικής οικονομίας εξαρτάται από την δυνητική κερδοφορία περισσότερο παρά ποτέ και μοιάζει εξωφρενικά μεγάλη, ενώ ίσως επεκταθεί περαιτέρω λόγω της ορμής στην αλλαγή του καπιταλιστικού τεχνολογικού παραδείγματος. Γι’ αυτό, έννοιες όπως τεχνητή νοημοσύνη, ρομποτοποίηση, αυτοματισμός, αλγοριθμική μηχανική, λογισμικές εφαρμογές πρέπει να επαναπροσδιοριστούν συγκριτικά με τις παραδοσιακές οικονομικές έννοιες (αξία, εργασία, μισθός, παραγωγή, κατανάλωση, κέρδος, απασχόληση). Αναγκαστικά όμως κάτω από μια νέα οντολογική προσέγγιση αφού είμαστε σε εποχή συσχεσιοκρατίας (correlationism) των δυνητικών μεγεθών και καταστροφισμού (catastrophism) του κεφαλαίου και των σημαινόντων του.

Διότι όπως σωστά αναλύει ο Pasquinelli, το Κεφάλαιο στην εποχή της μηχανικής μάθησης, ”σκέφτεται και αυτό”. Άσχετα αν είναι στην φύση του να αυτοκαταστρέφεται σε περιόδους μετάβασης και αλλαγής παραδείγματος όπως η τωρινή. Άλλωστε έτσι μετατοπίζει το όριο στην δυναμική της συσσώρευσης του…