Η ευρωπαϊκή δυσπιστία για τις ΗΠΑ

295

Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν είναι η Εβίτα Περόν. Ελάχιστοι στην Ευρώπη θα λυπηθούν για την αποχώρησή του. Και ακόμη και όταν γιορτάζουν την ορκωμοσία ενός ήπιου Προέδρου, του Τζο Μπάιντεν, οι περισσότεροι Ευρωπαίοι αμφιβάλλουν ότι η Αμερική μπορεί να επιστρέψει στον ρόλο του παγκόσμιου ηγέτη σε διεθνή ζητήματα, όπως η κλιματική αλλαγή ή η κινέζικη απειλή.

Αυτή είναι η βασική αποστολή της έρευνάς μας σε περισσότερους από 15.000 Ευρωπαίους σε έντεκα κράτη μέλη της ΕΕ, η οποία δημοσιεύτηκε αυτήν την εβδομάδα. Η έρευνα αποκαλύπτει δυσπιστία για τη μελλοντική πορεία των ΗΠΑ και διαπιστώνεται ότι, ενώ πολλοί στην Ευρώπη συμπαθούν τον νέο κάτοικο του Λευκού Οίκου, η πλειονότητα θεωρεί ότι το πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ έχει υποστεί ένα βαρύ πλήγμα.

Στα μάτια πολλών Ευρωπαίων, η προσοχή των ΗΠΑ θα αποσπάται λόγω των εσωτερικών διαχωρισμών και η χώρα θα δυσκολευτεί να ανακτήσει τον ρόλο του παγκόσμιου ηγέτη. Έξι στους δέκα ερωτηθέντες στην έρευνα της ECFR πιστεύουν ότι η Κίνα θα προσπεράσει τις ΗΠΑ και θα γίνει η κορυφαία υπερδύναμη παγκοσμίως κατά τα επόμενα δέκα χρόνια. Επιπροσθέτως, η πλειονότητα αμφιβάλει ότι οι ΗΠΑ θα είναι για πάντα ο προστάτης της Ευρώπης. Η μπλόφα του Τραμπ που πρόκρινε ότι ήταν προς το συμφέρον της Ουάσινγκτον να ενεργεί ως μια κορυφαία δύναμη που προκαλεί αναταραχές και οργανώνει τον κόσμο γύρω από ασύμμετρες διμερείς σχέσεις με άλλες δυνάμεις, φαίνεται ότι έχει αποτύχει. Ωστόσο, η ελπίδα του Μπάιντεν για έναν αμερικάνικο άξονα, επιστρέφοντας στην πολιτική του Ομπάμα, ο οποίος λειτουργεί βάσει ενός δικτύου συμμαχιών, φαίνεται επίσης μη ρεαλιστική.

Σχεδόν το ένα τρίτο των Ευρωπαίων πιστεύουν ότι, μετά την εκλογή του Τραμπ το 2016, οι Αμερικανοί δεν χαίρουν εμπιστοσύνης. Παραδόξως, περισσότεροι από τους μισούς Γερμανούς (53%) έχουν αυτήν την άποψη για τον εταίρο της Ευρώπης στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Παρόλο που υπάρχουν και διαφορετικές απόψεις, είναι σαφές ότι η καθημαγμένη διεθνής φήμη των ΗΠΑ θα χρειαστεί περισσότερες εκλογικές αναμετρήσεις, αρκετό χρόνο, για να επανέλθει στην παλιά της θέση.

Ο αντίκτυπος του Τραμπ στις διατλαντικές σχέσεις σημαίνει ότι, σε οποιαδήποτε πιθανή σύγκρουση των ΗΠΑ με την Κίνα ή τη Ρωσία, η ουδετερότητα είναι πλέον η πιο δημοφιλής επιλογή μεταξύ των Ευρωπαίων. Η νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ μπορεί να υποθέτει ότι η στροφή των Ευρωπαίων προς την ουδετερότητα έγκειται αποκλειστικά στην ενστικτώδη αντίδρασή τους προς τον Τραμπ. Εντούτοις, καθίσταται πλέον σαφές ότι αυτό δεν ισχύει.

Ως εναλλακτική λύση έναντι της εξάρτησης από τις ΗΠΑ, οι Ευρωπαίοι συγκλίνουν στην ιδέα μιας πιο κυρίαρχης και αυτόνομης Ευρώπης. Πάνω από τα δύο τρίτα των Ευρωπαίων πιστεύουν ότι η περιοχή πρέπει να φροντίζει για τη δική της ασφάλεια, με σημαντικό αριθμό υποστηρικτών μεταξύ των Γάλλων (70%), των Σουηδών (71%), των Ισπανών (71%) και ακόμη και των Βρετανών (74%).

Αυτό εγείρει ζήτημα για το εάν το Βερολίνο θα αντικαταστήσει την Ουάσιγκτον ως τη βασική πρωτεύουσα-σημείο αναφοράς και συνομιλιών όσον αφορά την εξωτερική πολιτική. Σαφώς, φαίνεται ότι πολλοί στην Ευρώπη έχουν αυτήν την άποψη, καθώς οι περισσότεροι ερωτηθέντες στη Γαλλία, την Ισπανία, τη Δανία, τις Κάτω Χώρες, την Πορτογαλία και την Ουγγαρία επιλέγουν τη Γερμανία, πάνω από τις ΗΠΑ, ως «την πιο σημαντική χώρα με την οποία πρέπει να οικοδομήσουν μια καλή σχέση». Το Ηνωμένο Βασίλειο (55%), μετά το πρόσφατο Brexit, και η Πολωνία (45%) που παραδοσιακά θεωρούν τις ΗΠΑ ως ισχυρό εγγυητή της ελευθερίας τους, ήταν οι μόνες χώρες που κατέταξαν πολύ πιο πάνω τις ΗΠΑ έναντι της Γερμανίας.

Ωστόσο, θα ήταν εύκολο να εξάγουμε υπερβολικά συμπεράσματα από αυτά τα δεδομένα. Ενώ οι Ευρωπαίοι ηγέτες, όπως ο Εμανουέλ Μακρόν, τείνουν να ερμηνεύουν τη λαϊκή υποστήριξη της ευρωπαϊκής κυριαρχίας ως επιθυμία για να παίξουν έναν σημαντικότερο ρόλο στην παγκόσμια πολιτική, στην πραγματικότητα, αντιπροσωπεύει, για την πλειονότητα των πολιτών, μια επιθυμία για ουδετερότητα στον αυξανόμενο ανταγωνισμό μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας. Για τους προαναφερθέντες πολίτες, η κυριαρχία δεν αποτελεί μια θεαματική είσοδο της ΕΕ στη διεθνή πολιτική, αλλά μια έξοδο κινδύνου από τον διπολικό κόσμο του αύριο. Είναι μια αίτηση για πρόωρη συνταξιοδότηση από τον διαγωνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων.

Το κύριο συμπέρασμα από αυτά τα δεδομένα, καθώς ο Μπάιντεν αναλαμβάνει τα καθήκοντά του ως ο 46ος Πρόεδρος της Αμερικής, είναι ότι οι Ευρωπαίοι δεν θα ταχθούν αυτόματα με την πλευρά της Ουάσιγκτον στην περίπτωση ενός νέου Ψυχρού Πολέμου. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι διαφωνούν με την ατζέντα των ΗΠΑ, αλλά σίγουρα αμφιβάλουν για την ικανότητα της Αμερικής να κερδίσει. Η δε υποστήριξή τους θα πρέπει να κερδίζεται με αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τα αμοιβαία οφέλη και να μη θεωρείται δεδομένη.

Μετά από τέσσερα χρόνια με τον Τραμπ, η υφιστάμενη εταιρική σχέση μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ χάλασε και χρειάζεται επισκευή. Στα δύσκολα χρόνια, όπως μαρτυρεί η απόδοση του αμερικανικού χρηματιστηρίου, είναι τα συναισθήματα και όχι οι οικονομικές και πολιτικές πραγματικότητες που ορίζουν τον κόσμο. Έτσι, η νέα κυβέρνηση του Μπάιντεν έχει κάθε λόγο να φοβάται, όχι μόνο τους δηλητηριώδεις εσωτερικούς διαχωρισμούς, αλλά και τη διάθεση των Ευρωπαίων, καθώς η Αμερική επιστρέφει στον κόσμο.

*Ο Ιβάν Κραστέφ είναι πρόεδρος του Κέντρου Φιλελεύθερων Στρατηγικών στη Σόφια και μόνιμος συνεργάτης στο Ινστιτούτο Ανθρωπίνων Επιστημών του IWM στη Βιέννη.

*Ο Μαρκ Λέοναρντ είναι διευθυντής της πανευρωπαϊκής ομάδας μελετών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για τις Εξωτερικές Σχέσεις.

Πηγή: kathimerini.gr