Του Βασίλη Κοντογιαννόπουλου
Ως πολιτικός ο Α. Σαμαράς επένδυσε στα εθνικιστικά ανακλαστικά, όχι μόνο της δεξιάς, αλλά και της «πατριωτικής» Αριστεράς (Α. Λεντάκης, Χρ. Λαζαρίδης). Ως ΥΠΕΞ φέρει βαρύτατες ευθύνες για τη δυσμενή για τη χώρα μας εξέλιξη στο πρόβλημα της ονομασίας της Β. Μακεδονίας.
Πρώτον, προσυπέγραψε το 1991 τον διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας, εν αγνοία του Πρωθυπουργού Κων. Μητσοτάκη. Δικαιολογήθηκε ότι δεν ήθελε να τον ξυπνήσει ξημερώματα. Χάθηκε έτσι η μεγάλη ευκαιρία να απαιτήσει τότε η χώρα μας την αλλαγή του ονόματος του βορείου γείτονα μας.
Δεύτερον, πρωτοστάτησε το 1992 στην απόρριψη του λεγόμενου «πακέτου Πινέϊρο» που πρότεινε την ονομασία «Νοβαματσεντόνια». Απεπέμφθη από την Κυβέρνηση, αφού προηγουμένως είχε αποπεμφθεί από τον Κων. Καραμανλή από το Συμβούλιο Πολιτικών Αρχηγών. Όταν, μέσα στο κλίμα που είχε δημιουργηθεί, υιοθετήθηκε η θέση «ούτε Μακεδονία ούτε παράγωγο της». Αποτέλεσμα, η αναγνώριση των Σκοπίων με το όνομα Μακεδονία, από όλες σχεδόν τις χώρες, πλην Ελλάδας.
Τρίτον, ανέτρεψε την Κυβέρνηση Μητσοτάκη το Σεπτέμβρη 1993. Προηγουμένως είχε αποχωρήσει από τη Ν.Δ. και είχε ιδρύσει την Πολιτική Άνοιξη, δηλώνοντας όμως ότι δεν πρόκειται να ανατρέψει την Κυβέρνηση του κόμματος με το οποίο είχε εκλεγεί.
Τέταρτον, επαναστεγάστηκε στη Ν.Δ. του Κώστα Καραμανλή, χωρίς να ενοχληθεί από το γεγονός ότι η τότε Κυβέρνηση είχε υιοθετήσει τη λύση της σύνθετης ονομασίας της ΠΓΔΜ, με γεωγραφικό προσδιορισμό.
Θα περίμενε κανείς, έχοντας κατακτήσει το ανώτατο πολιτικό αξίωμα με την παράταξη που στο παρελθόν είχε πληγώσει, να συνεισφέρει θετικά στον αγώνα του νέου Πρωθυπουργού, να τιθασεύσει την καταιγίδα των κρίσεων που αντιμετωπίζει η χώρα. Επαναλαμβάνοντας τον παλαιό εαυτό του, ο Α. Σαμαράς, σε μια κρίσιμη στιγμή των ελληνοτουρκικών διαφορών, αμφισβητεί το σύνολο της Εθνικής Πολιτικής του Κυριάκου Μητσοτάκη. Εθνικής πολιτικής με την οποία συμφωνεί η Αντιπολίτευση, πλην του κ. Βελόπουλου, με τον οποίο ο κ. Σαμαράς ταυτίζεται.
Στρέφεται κατά των διερευνητικών που ο ίδιος ως Πρωθυπουργός συνέχισε. Όταν όλοι οι διεθνείς παράγοντες, σύμμαχοι και εταίροι μας, πασχίζουν να σύρουν την Τουρκία σε διάλογο, εγκαταλείποντας την αδιαλλαξία της, ο κ. Σαμαράς προτείνει τη θέση της να πάρει η Ελλάδα. Ισχυρίζεται ότι οι διερευνητικές ακυρώνουν τις κυρώσεις. Οι κυρώσεις όμως δεν αποτελούν αυτοσκοπό, αλλά πίεση για διάλογο.
Αρνείται ακόμη και την προσφυγή στη Χάγη, εφόσον ο διάλογος αποτύχει. Παρότι το διεθνές δίκαιο είναι με το μέρος μας, υπάρχει ενδεχόμενο η απόφαση να μη μας δικαιώσει πλήρως. Τη Χάγη όμως δε δέχεται κατεξοχήν η Τουρκία γιατί είναι βέβαιο ότι δεν πρόκειται να πάρει όσα φαντασιώνεται ότι δικαιούται.
Χωρίς να το ομολογεί , δύο είναι οι επιλογές που ο κ. Σαμαράς προτείνει. Είτε η Ελλάδα να παραμείνει στην πολιτική της ακινησίας, με την ψευδαίσθηση ότι ο χρόνος λειτουργεί υπέρ των συμφερόντων μας, ενώ συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Είτε να υιοθετήσει την πολιτική της «αποτροπής έναντι της επιθετικότητας». Δηλαδή πόλεμο που όμως δεν τολμά να εκστομίσει. Υπενθυμίζω ότι ο Κων. Καραμανλής είχε πει ότι αν χάσουμε τον πόλεμο θα πάμε 100 χρόνια πίσω, κι αν τον κερδίσουμε 50. Θυμίζω ακόμη ότι λίγο πιο έξω από τα έξι μίλια στον Πρίνο, υπάρχει στη θέση Μπάμπουρα πολύ μεγαλύτερο κοίτασμα πετρελαίου. Καμία όμως Κυβέρνηση δεν έδωσε άδεια γεωτρήσεων.
Ο Α. Σαμαράς παραμένει πράγματι συνεπής. Στον πολιτικό τυχοδιωκτισμό που χαρακτηρίζει όλη την πολιτική του διαδρομή.