Όταν η κοινωνία παράγει πλασματικό κεφάλαιο… Του Ηλία Καραβόλια

238

Του Ηλία Καραβόλια

«Τη δύναμη την είχε δώσει απ’ ευθείας η κοινωνία που θαύμασε το εύκολο και σεβάστηκε το τίποτα. Που ανήγαγε σε σπουδαίο το ανύπαρκτο. Και που τους εκχώρησε ενδιαφέρον και θαυμασμό. Δηλαδή, κεφάλαιο. Αυτή ήταν η δύναμη τους: του να δίνει κανείς αξία στο τίποτα», γράφει ο Γ. Π. Μαλούχος στα ΝΕΑ για τα τεκταινόμενα με κάποιους λίγους ηθοποιούς- σκηνοθέτες.

Αυτή είναι η κοινωνία σήμερα. Άξιοδοτεί το ασήμαντο, αποθεώνει το ανάξιο, αναδύει το άδειο στην επιφάνεια. Δίνει εξουσία και κύρος στα μηδενικά.

Αδυνατούμε να ψυχογραφήσουμε, να σκανάρουμε νευρώσεις, να δούμε την εμμονική ταύτιση κάποιων με ρόλους, με φαντασιακό πολιτισμικό φορτίο της ιστορίας, ώστε να καλυφθεί το έλλειμμα εαυτού και ικανοτήτων. Όπως και ο πολιτικός στο μπαλκόνι, στα δελτία τύπου και στα social media : του εκχωρεί η μάζα αποδοχή και αυτός αναπτύσσει μεσσιανικό, ναπολεόντειο σύνδρομο.

Στις σύγχρονες υπέρ επικοινωνιακές κοινωνίες παράγουμε, μέσω της εκθεσιακής αξίας, πλασματικό κεφάλαιο και ψευδοεξουσιαστική δύναμη. Δίνουμε σε περσόνες ισχύ και αίγλη αναντίστοιχη της αξίας τους. Στην πολιτική, στις τέχνες, στον αθλητισμό, στην οικονομία. Μετατρέπουμε σε εθνικό το ατομικό επίτευγμα και καμωνόμαστε. Νιώθουμε νευρωτική ταύτιση με αυτό στο οποίο συχνά εναποθέτουμε μέρος του ιδεατού εαυτού. Και ακριβώς εδώ είναι που νοσεί το υποκείμενο, που αδυνατεί να εδραιώσει έναν υγιή κοινωνικό δεσμό.

Κάθε κοινωνία βαυκαλίζεται με τους διάσημους, τους επώνυμους, τους «πετυχημένους». Θρέφεται από την αίγλη που η ίδια τους δίνει. Είναι ένας δεσμός σχιζοειδής, αλλά βαθιά συστημικός: θαυμάζεις αυτόν που προβάλλεται στην οθόνη και «μεταφέρεσαι» στον ρόλο του.

Πρέπει να ανιχνεύσουμε την πηγή «ανόδου της ασημαντότητας» που μας περιέγραψε προ δεκαετιών ο μεγάλος Καστοριάδης. Πρέπει να αντιληφθούμε πως εγγράφεται στο ασυνείδητο το μηχανικό like, ο παθητικός μαζικός μιμητισμός. Πως πίσω από το θεαματικό ψηφιακό σύμπαν μπορεί να παραμονεύει το ψεύτικο σκηνικό. Πως το συναίσθημα του οικείου απωθεί την πραγματική κρίση.
Ακούγεται θεωρητικό αλλά δεν είναι : η πηγή της ανισορροπίας βρίσκεται στο καπιταλιστικό ασυνείδητο. Στην ισχυρή διαπλοκή κεφαλαίου και επικοινωνίας. Και ειδικά στην αυτονομία τους απο το colpo grosso του καπιταλισμού: το διαδίκτυο.

Μετά την τηλεόραση, και την αποθέωση του τίποτα επί δεκαετίες, σήμερα με το διαδίκτυο παράγεται πολύ περισσότερο πλασματικό κεφάλαιο επειδή παράγεται πολλή περισσότερη εξουσία, δόξα, χρήμα.
Δείτε τον Τραμπ : έφθασε να έχει 35 εκατομμύρια followers στο Twitter και αυτός ακολουθούσε μόλις 40. Αυτή η ασυμμετρία προβολής και ισχύος είναι που δίνει δύναμη και κύρος στον κάθε ασήμαντο.
«Παράγουμε» κεφάλαιο από την επικοινωνιακή υπερκείμενη πραγματικότητα. «Δίνουμε» λεφτά σε ανθρώπους (αυτό συμβαίνει με την τηλεθέαση στα realities και τους influencers/ambassadors στα social media) που δήθεν μας διασκεδάζουν, ενώ στην ουσία τους βλέπουμε αποχαυνωμένοι επειδή φοβόμαστε να μείνουμε με τον εαυτό μας, να αυτοαναλυθούμε με ένα βιβλίο ή ένα άρθρο, να στοχαστούμε το κοινωνικό, να διεισδύσουμε στο συλλογικό ασυνείδητο.

Η μάχη της ουσίας με το ανούσιο είναι η χαμένη μάχη του δυτικού νεωτερικού ανθρώπου στο να ξεχωρίσει την τιμή από την αξία. Μπερδεύουμε τα ποσοστά δημοφιλίας κάθε είδους, με το σημαντικό, το σπουδαίο, το μεστό νοήματος περιεχόμενο. Αναδεικνύουμε ιδεοψυχαναγκαστικά ως κοινωνία πρότυπα χωρίς ουσιαστικό υπόβαθρο διανόησης και πολιτισμού.

Και αυτό γιατί στα σπίτια μας έχουμε περισσότερα έπιπλα και ρούχα από σοβαρά βιβλία. Δαιμονοποιήσαμε τις εφημερίδες, το κλασικό έργο, την ποιοτική μουσική. Δεν ξέρουμε να διακρίνουμε την ποιότητα από την αγοραία τιμή. Δεν μάθαμε να κατανοούμε την διαφορά της αξίας χρήσης από την ανταλλακτική αξία. Ο καπιταλισμός δεν μας εκπαίδευσε να διακρίνουμε την αλλοτρίωση από τον φετιχισμό. Γι’ αυτό και δώσαμε ισχύ στον κάθε ασήμαντο που δεν μπορεί να ελέγξει τα πάθη του. Αυτά τα οποία θεριεύει η δόξα, η εξουσία, το χρήμα….