Του Ανδρέα Ανδριανόπουλου
Στην πολιτική διαδικασία των περισσότερων δημοκρατικών χωρών υπάρχει κι ο καταλυτικός μηχανισμός της παραίτησης. Είναι αυτή μια πολιτική κίνηση που επιδρά συνήθως αποφασιστικά πάνω σε ζητήματα της τρέχουσας επικαιρότητας. Κι έχει ενδιαφέρουσες συνέπειες για όλους τους μετέχοντες στις εξελίξεις. Από την προσωπική μου εμπειρία, όταν στην τελευταία ουσιαστικά κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη είχα υποχρεωθεί να αναφερθώ ανακριβώς σε στενό συνεργάτη του τότε πρωθυπουργού πως «δεν είχε σχέση με το γραφείο του», αποδείχθηκε πως διατηρούσε αυτός κάποια θέση στο κόμμα – κι όχι στην κυβέρνηση. Κάτι που αγνοούσα. Από τα πράγματα όμως αυτό έδειχνε προσπάθεια παραπλάνησης των ΜΜΕ. Εκρινα λοιπόν αμέσως σκόπιμο να παραιτηθώ από τη θέση μου, του υπ. Επικρατείας. Εφόσον η αξιοπιστία μου είχε τρωθεί. Κι εύλογα το ενδιαφέρον των Μέσων, μετά, θα στρεφόταν προς τον ίδιο τον πρωθυπουργό. Η παραίτησή μου, όμως, δίχως μάλιστα την όποια δική μου δήλωση, άμεσα «σκότωσε» την ιστορία και άλλα θέματα της επικαιρότητας μπήκαν στο προσκήνιο.
Η παραίτηση λοιπόν είναι μία δυναμική πολιτική κίνηση. Με άμεσες, και καταλυτικές μάλιστα επιπτώσεις στην πολιτική διαδικασία. Και κινείται κυρίως προς δύο κατευθύνσεις. Προς την προστασία δηλαδή και του παραιτούμενου, μια και η αντίδρασή του δείχνει ευθιξία αλλά και οργή ή θυμό προς τους παράγοντες που οδήγησαν σε κάποια κρίση.
Εξίσου όμως η παραίτηση – ιδιαίτερα αν υποβληθεί άμεσα, δίχως κανενός εξωτερικού παράγοντα (λ.χ. κραυγές της αντιπολίτευσης) την προτροπή – λειτουργεί προστατευτικά προς την κυβέρνηση και τον ίδιο τον εκάστοτε πρωθυπουργό. Διότι παραμερίζει το επίδικο ζήτημα από το τραπέζι του κυβερνητικού σχήματος συνολικά κι ανοίγει τον δρόμο για καινούργιες επιλογές και πρωτοβουλίες. Βέβαια σχεδόν ποτέ δεν αναγνωρίζεται η πολιτική χειρονομία του παραιτούμενου. Εν τούτοις, αν υπάρχουν αρχές και κάποιες ηθικές αξίες, ο ίδιος εξασφαλίζει την ψυχική του ηρεμία κι αισθάνεται από τις εξελίξεις δικαιωμένος για την επιλογή και τη συμπεριφορά του.
Οι παραλληλισμοί με όσα συμβαίνουν σήμερα στην πολιτική ζωή της χώρας είναι αυτονόητοι. Στο ζήτημα του ελληνικού «MeToo», κι εφόσον εμπλέκεται δημόσιος φορέας, αυτονόητα το αρμόδιο κυβερνητικό μέλος οφείλει να αναλάβει ένα μέρος των ευθυνών και να αποχωρήσει. Απαλλάσσοντας έτσι και τον πρωθυπουργό από την όποια, έστω κι έμμεση, ανάμειξη του ονόματός του στις επιλογές προσώπων που αποδείχθηκαν κατώτερα των περιστάσεων. Ο απώτερος στόχος, η διάσωση της κυβερνητικής αξιοπιστίας και του προσωπικότητας και του έργου του προέδρου της, οφείλει να έχει προτεραιότητα σε σχέση με την τύχη του όποιου κυβερνητικού στελέχους.
Είναι όμως εξίσου εξοργιστική η απάθεια και απουσία από τον δημόσιο διάλογο των υπευθύνων των διαφόρων κρατικών ή ημικρατικών φορέων για το χάος που επικράτησε μετά τις έντονες χιονοπτώσεις στη Βόρεια Αττική. Ο ένας ρίχνει τις ευθύνες στον άλλο για αρμοδιότητες και ανεπαρκή μέσα. Προκαλώντας έτσι την κοινή γνώμη και διογκώνοντας την οργή του κόσμου κατά των Αρχών. Που, φυσιολογικά, τελικά καταλήγει η δυσαρέσκεια αυτή στην αγκαλιά της κυβέρνησης. Θα έπρεπε λογικά όλοι να έπαιρναν πρωτοβουλίες για αντιμετώπιση των προβλημάτων έξω και πάνω από αρμοδιότητες. Και κάποιοι να υπέβαλαν τις παραιτήσεις τους. Για προστασία δική τους και της κυβέρνησης.
Πηγή: in.gr