Του Γιώργου Παπανικολάου
Είτε πρόκειται για τον τουρισμό είτε για τη γενικότερη ανάκαμψη, παρατηρείται στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα των media αλλά και από πλευράς κυβέρνησης μια διάχυτη υπεραισιοδοξία, η οποία δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι επιβεβαιώνεται από τα διαθέσιμα μέχρι τώρα στοιχεία. Θυμίζει περισσότερο το γνωστό «ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τον εβγάλαμε».
Εύλογη, ακόμη κι επιθυμητή, πολιτικά και οικονομικά, η αισιοδοξία, μετά από όσα ζήσαμε και υποστήκαμε το προηγούμενο διάστημα, αρκεί να μην ξεφύγουμε και γίνουμε… αιθεροβάμονες για μια ακόμη φορά.
Σε ό,τι αφορά τον τουρισμό, λοιπόν, είναι μάλλον περίεργο ότι εκείνοι που κατά τεκμήριο ξέρουν καλύτερα, δηλαδή οι παράγοντες του χώρου, είναι πιο συγκρατημένοι στην καλλιέργεια προσδοκιών, ακόμη και έναντι του στόχου που έχει ανεπισήμως τεθεί, δηλαδή της αύξησης της τουριστικής κίνησης σε επίπεδα της τάξεως του 40% με 50% λιγότερο, σε σχέση με το 2019.
Οι ίδιοι, λίγο-πολύ, εκτιμούν ότι ο Μάιος είναι «καμένος» κι ότι από τα μέσα Ιουνίου και μετά θα έχουν καλύτερη εικόνα για το τι συμβαίνει με τις κρατήσεις. Ένα από τα θέματα που τους απασχολούν, έχει να κάνει με το τι συμβαίνει στις χώρες προέλευσης. Τους εκεί εμβολιασμούς αλλά και τους περιορισμούς που θέτουν οι χώρες από τις οποίες περιμένουμε τουρίστες, όπως συνέβη για παράδειγμα με τη Μεγάλη Βρετανία. Η οποία δυσαρέστησε όχι μόνον εμάς, αλλά και τους Ισπανούς και τους Γάλλους (και πολλούς ακόμη όπως οι ΗΠΑ), με το «σύστημα» των «φαναριών κυκλοφορίας», που μας στέρησε -προς το παρόν- το «πράσινο φως».
Ένας ακόμη λόγος έχει να κάνει με την πορεία των κρουσμάτων και των θανάτων στην Ελλάδα, που παρότι πτωτική πλέον, δεν έχει -προς το παρόν τουλάχιστον- καμία σχέση με την εξαιρετικά προνομιούχο θέση της χώρας μας στις αρχές του περασμένου καλοκαιριού.
Η υστέρηση και η διάρκεια του τρίτου κύματος στην Ελλάδα φέρνουν τη χώρα μας πάνω από τον μέσο όρο της Ευρώπης σε θανάτους ανά εκατομμύριο πληθυσμού για τον μήνα Μάιο, ενώ σύμφωνα με τα στοιχεία του ECDC, για την περίοδο από 27/04 έως και 10/05 (ο ECDC δημοσιεύει πλέον στοιχεία ανά επταήμερα), η χώρα μας βρίσκεται στην 8η θέση της Ευρώπης (πίσω μόνο από χώρες του πάλαι ποτέ «υπαρκτού σοσιαλισμού), με τις ανταγωνιστικές τουριστικές αγορές της Ιταλίας (15η), της Τουρκίας (18η με αμφιλεγόμενα στοιχεία), της Κύπρου (26η), της Ισπανίας (33η), της Μάλτας (40ή) και της Πορτογαλίας (44η) να βρίσκονται σε πολύ καλύτερη κατάταξη.
Περίπου αντίστοιχα είναι και τα στοιχεία για τα κρούσματα ανά εκατομμύριο, όπου Πορτογαλία (45η θέση), Ισπανία (27η Θέση) και Ιταλία (20ή) βρίσκονται σε καλύτερη κατάταξη, δίνοντας την αίσθηση ότι σε αυτή τη φάση είναι ίσως «ασφαλέστερες». Διότι για τον μέσο άνθρωπο, σημασία δεν έχει πώς τα πήγε διαχρονικά μια χώρα απέναντι στην πανδημία, αλλά πώς συγκρίνεται στο επίμαχο διάστημα κοντά στην επίσκεψή του.
Θα είναι αυτή η σεζόν καλύτερη από την περυσινή; Όλοι πιστεύουν κι ελπίζουν σε μια θετική απάντηση, οι μαζικοί εμβολιασμοί, εντός και εκτός συνόρων συνηγορούν, ωστόσο οι περισσότεροι εκτιμούν ότι είναι πολύ νωρίς για να απαντήσουν… πόσο!
To «μαγικό ραβδί» του Ταμείου Ανάκαμψης
Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με το περίφημο πλέον Ταμείο Ανάπτυξης, όπου ο πακτωλός χρημάτων προεξοφλείται με όρους που θυμίζουν αντίστοιχες περιόδους περασμένων «Ελντοράντο»… Ασφαλώς το ποσό είναι τεράστιο, ασφαλώς μπορεί να παίξει πρωτοφανή ρόλο στην ανάταξη (και την αναδιάταξη) της ελληνικής οικονομίας, ωστόσο σίγουρα δεν πρόκειται για… «μαγικό ραβδί», ενώ είναι πολύ αμφίβολο αν θα δούμε θετική επίπτωση από τα κονδύλιά του, μέσα στο τρέχον έτος. Κι αυτό καθώς ήδη βρισκόμαστε προς τα τέλη του Μαΐου, χωρίς να έχει «πάρει μπροστά», ακόμη και σε επίπεδο ευρωπαϊκών εγκρίσεων.
Για την ακρίβεια, την περασμένη Τετάρτη υπήρχαν ακόμη έξι ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες δεν είχαν επικυρώσει στα κοινοβούλιά τους την απόφαση για δανεισμό των 800 δισ. ευρώ, για τη χρηματοδότηση του «Next Generation EU», ενώ εκκρεμεί και η τελική απόφαση του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Εν ολίγοις, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι ακόμη και τα 4 δισ. που αναμένεται να λάβει η χώρα μας ως προκαταβολή, θα έχουν οιαδήποτε επίπτωση μέσα στο 2021, ενώ θεωρείται εξαιρετικά πιθανό ότι το «βαρύ πυροβολικό» του Ταμείου, σε επίπεδο θετικών επιπτώσεων, θα εμφανιστεί -καλώς εχόντων των πραγμάτων- το 2023 και 2024.
Καλώς εχόντων των πραγμάτων, διότι στην ουσία το «Next Generation EU” είναι ένα πρόγραμμα μακροπρόθεσμων κυρίως επενδύσεων, μεγέθους πρωτόγνωρου για τη χώρα μας, που συνοδεύεται από όρους και προϋποθέσεις, που είναι ανοικτό ερώτημα αν μπορεί να καλύψει έγκαιρα και αποτελεσματικά, στη φάση της υλοποίησης, η ελληνική πραγματικότητα. Με άλλα λόγια, ΔΕΝ είναι ένα κλασικό πρόγραμμα «ενίσχυσης» της οικονομίας, στη φάση της εξόδου από την πανδημία, κάτι που ενδέχεται να αποδειχθεί τα επόμενα τρίμηνα, σημαντική έλλειψη για την Ελλάδα.
Τέλος, δεν πρέπει να μας διαφύγει κι ένας ακόμη παράγοντας κινδύνου. Παρά τις «καλές προθέσεις», ακριβώς όπως οι επιπτώσεις της πανδημίας δεν ήταν συμμετρικές μεταξύ της ΕΕ, των ΗΠΑ και της Κίνας, έτσι δεν είναι συμμετρικές και στο εσωτερικό της ΕΕ. Με απλά λόγια, παρά το «Next Generation EU», δεν αποκλείεται καθόλου ότι η ψαλίδα ανάμεσα στους ισχυρούς του Βορρά και τους «ασθενείς» του Νότου θα ανοίξει έτι περισσότερο, στη φάση της ανάκαμψης, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό για τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της χώρας μας.
Προφανώς λοιπόν μετά τη συμπίεση που επέφερε η πανδημία, θα δούμε την εκτίναξη του ελατηρίου της ανάπτυξης, τόσο το 2021 όσο και το 2022, πιθανώς και τα αμέσως επόμενα χρόνια. Ωστόσο, σε μεσοπρόθεσμο διάστημα, η διατηρήσιμη επαναφορά στα μεγέθη του 2019, πολύ δε περισσότερο στα μεγέθη του… 2009-2019, θα απαιτήσουν τεκτονικές αλλαγές στην Οικονομία, την Παιδεία, τη Δικαιοσύνη, την κρατική διοίκηση, ακόμη και σε επίπεδο νοοτροπίας και αντιλήψεων, στον ίδιο τον ιδιωτικό τομέα.
Εκεί θα κριθεί το στοίχημα, κι όχι απλώς στα διαθέσιμα «κονδύλια».
Πηγή: euro2day.gr