Για τον Τζωρτζ Πολκ… Του Αντώνη Ν. Βενέτη

358

Του Αντώνη Ν. Βενέτη

Πριν αν αμφοίν μύθον

ακούσης ουκ αν δικάσαις

Αριστοφάνης

 Το σύντομο κείμενο της Φ. Τομαή στα ΝΕΑ της 14-5-2021 για την υπόθεση του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζωρτζ Πολκ, ο οποίος εδολοφονήθη στην Θεσ/νίκη, μεσούντος του Εμφυλίου πολέμου, μου δίνει αφορμή ν’ αναφερθώ στην altera Pars της υπόθεσης, όπως θα έλεγαν οι Ρωμαίοι. Πολύ συνοπτικά λοιπόν παραθέτω τα εξής.

Ως γνωστόν ο δημοσιογράφος Γρ. Στακτόπουλος κατεδικάσθη ως συνεργός για τη δολοφονία του Τζωρτζ Πολκ.

Μετά την μεταπολίτευση ησκήθη υπ’ αυτού το 1977 αίτηση επαναλήψεως της δίκης, ενώπιον του Αρείου Πάγου, η οποία απερρίφθη. Η αίτηση επανάληψης της δίκης είναι ένα έκτακτο ένδικο μέσο ενώπιον του Α.Π., κατά το οποίο είναι δυνατόν να επαναληφθεί η δίκη του καταδικασθέντος εφ’ όσον μετά την καταδίκη του αποκαλυφθούν νέα γεγονότα ή αποδείξεις, που ήσαν άγνωστα στους δικαστές, οι οποίοι εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση. Δευτέρα αίτηση επανάληψης της δίκης ησκήθη το 1999, απερρίφθη επίσης, όπως και τρίτη το 2002.

Επομένως φρονώ, ότι δεν φαίνεται εφικτή η δυνατότητα ανατροπής της καταδικαστικής απόφασης.

Ως προς τους φερομένους ως φυσικούς αυτουργούς της δολοφονίας Αδάμ Μουζενίδη και Β. Βασβανά, επίλεκτα μέλη του ΚΚΕ, οι οποίοι εδικάσθησαν ερήμην, παρατηρώ ότι το ΚΚΕ όπως και ο «Ριζοσπάστης», έχουν δώσει διαφορετικές ημερομηνίες θανάτου, προβάλλοντες τον ισχυρισμό ότι ο Αδαμ Μουζενίδης είχε σκοτωθεί προ της δολοφονίας του Πολκ (9-5-1948).

Στο διαδίκτυο όμως βρήκα ότι το 1952 σε κάποια «Λαϊκή Δημοκρατία» είχε εκδοθεί ένα βιβλίο για τους «Ήρωες και μάρτυρες» του ΚΚΕ. Στο γράμμα -Μ- λοιπόν όλοι οι αναφερόμενοι «τιμημένοι νεκροί» έχουν συγκεκριμένη ημερομηνία θανάτου, πλην του Αδάμ Μουζενίδη. Έτσι αναγράφεται επί λέξει: «Το 1947 ο Αδαμ Μουζενίδης δούλευε στην Κ.Ο. της Θεσ/νίκης βγήκε στο βουνό και ξαναγύρισε στη Θεσ/νίκη.

Στην επιστροφή σκοτώθηκε στα Κρούσια από αεροπλάνο». Είναι δυνατόν το ΚΚΕ να γνώριζε τις συνθήκες θανάτου του Α. Μουζενίδη και ν’ αγνοούσε την ημερομηνία θανάτου του; Ο Αδαμ Μουζενίδης όμως δεν ήταν τυχαίος. Ήταν μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ. Ο Βασβανάς, πάλιν κατά τους ισχυρισμούς της αριστεράς, κατά την δολοφονία του Πολκ ευρίσκετο εις την Τσεχοσλοβακία ή Ρουμανία. Ο ίδιος όμως σε συνέντευξη που έδωσε στον δημοσιογράφο Δ. Γουσίδη το 1975 ομολογεί ότι τον Μάη του 1948 «εγώ είχα μια δραστηριότητα στην Αν. Μακεδονία».

Εξάλλου στο ΒΗΜΑ της 13-4-1949 βρήκα το παρακάτω ρεπορτάζ του συντάκτη της Ν.Ι. Μαράκη: «…Κατά την διάρκειαν μιας μικρής διακοπής της συνεδριάσεως του Δικαστηρίου ευρίσκω την ευκαιρίαν να πλησιάσω και πάλιν τον Στακτόπουλον. […]

«Παρεσύρθην, λέει. Δεν είχα καμμίαν γνώσιν από το έγκλημα. Ηθέλησα να βοηθήσω τον Πολκ και έμπλεξα σε μια τόσο τρομερή ιστορία χωρίς να το καταλάβω. […] Θέλησα μονάχα να εξυπηρετήσω τον Πολκ. Ύστερα μετά το έγκλημα φοβήθηκα και δεν κατήγγειλα το πράγμα εις την Αστυνομίαν».

Ακόμα παρατηρώ ότι η Αριστερά θεωρεί ότι η κράτησή του για ένα χρονικό διάστημα στην Ασφάλεια της Θεσ/νίκης και όχι στις τακτικές φυλακές ήταν οδυνηρή και καταπιεστική για τον Γρ. Στακτόπουλο.

Ο ίδιος όμως στο εκδοθέν βιβλίο του σημειώνει: «Η μεταχείρισή μου στην Ασφάλεια ήταν ανθρώπινη. Καλή θα μπορούσα να πω».

Έτσι υποθέτω ότι ίσως ήταν και δική του η επιλογή αυτή, αν κρίνουμε από το ΒΗΜΑ της 26-7-1950, κατά το οποίο: «…την 19ην τρέχοντος ολίγον προ της εσπερινής κατακλίσεως (των φυλακών Αβέρωφ) 7, κομμουνισταί επετέθησαν εναντίον 2 ανανηψάντων κομμουνιστών συναδέλφων των, ους εκακοποίησαν».

Ακόμα, θα προσθέσω, ότι η αριστερά καταφέρεται κατά του Διοικητή Ασφαλείας Θεσ/νίκης Ν. Μουσχουντή, ο οποίος συνέλαβε ως ύποπτο τον Γρ. Στακτόπουλο, τον οποίον χαρακτηρίζει «θρήσκο», «υπερσυντηρητικό», «αντικομμουνιστή», έννοιες που η αριστερή κουλτούρα έχει δογματικά απαξιώσει και ενοχοποιήσει.

Έτσι αποφεύγουν ν’ αναφέρουν ότι ο Ν. Μουσχουντής ήταν κουμπάρος του Βασίλη Τσιτσάνη και λάτρης του ρεμπέτικου.

Μάλιστα ο Λευτέρης Παπαδόπουλος αναφερόμενος στο Β. Τσιτσάνη γράφει στα ΝΕΑ της 10-2-2001: «Δύο ήταν οι αγάπες του ο Μουσχουντής και ο Ανδρέας Παπανδρέου. Για τον Μουσχουντή μου είχε πει πολλά πάντοτε με θαυμασμό, «όταν έπαιξα το φθινόπωρο του 1948 το τραγούδι -συννεφιασμένη Κυριακή- στη Θεσ/νίκη ήταν παρών και ο κουμπάρος μου, αυτός ο άγιος αστυνομικός Διευθυντής, που ακόμα και οι κλέφτες και οι διαρρήκτες κλάψανε στην κηδεία του».

Ακόμα ο γνωστός ως «Εθνολόγος του περιθωρίου», Ηλίας Πετρόπουλος (1928-2003), Θεσσαλονικεύς, ΕΠΟΝίτης και ΕΑΜίτης, γράφει για τον Ν. Μουσχουντή. «…που συχωρούσε τους μπατίρηδες μικροκλέφτες, που εύρισκε δουλειά στον κομμουνιστή γιο της κάθε μάνας που του πρόσπεφτε, που δεν καταδέχτηκε ποτέ του να μεταβάλει σε χαφιέδες όσους του ζητάγανε ένα ρουσφέτι. Ο λαός της Θεσσαλονίκης τον ελάτρευε. Απόδειξη η κηδεία του. Τον ακολούθησαν μέχρι το μνήμα του τριάντα χιλιάδες άνθρωποι – οι περισσότεροι αριστεροί… Το κομμουνιστικό δημοτικό συμβούλιο της Θεσσαλονίκης (αποτελούμενο από 27 εδαΐτες και 4 δεξιούς) εψήφισε κατεπειγόντως την παροχή δωρεάν τάφου στο καλό νεκροταφείο της πόλης, στη Βαγγελίστρα».