Τι μάθαμε στα σαράντα χρόνια ευρωπαϊκού γάμου μας… Του Λουκά Τσούκαλη

285

Ας ευχηθούμε τα επόμενα 40 χρόνια του ευρωπαϊκού μας γάμου να είναι πιο ανέφελα και δημιουργικά, τώρα που μάθαμε πια πώς λειτουργεί η Ευρώπη και κυρίως πόσο πρέπει να αλλάξουμε εμείς

Του Λουκά Τσούκαλη*

Κλείσαμε λοιπόν 40 χρόνια ως μέλη της ευρωπαϊκής οικογένειας. Και με τη βούλα. Όμως, η ευρωπαϊκή μας σχέση δεν υπήρξε διόλου ανέφελη. Αντίθετα, ήταν γεμάτη κρίσεις. Κοιτώντας πίσω, μπορούμε πλέον να βγάλουμε μερικά χρήσιμα συμπεράσματα για το μέλλον. Άλλωστε, σε αυτό δεν χρησιμεύουν κυρίως οι επέτειοι; Να θυμόμαστε και να μαθαίνουμε.

Το πρώτο συμπέρασμα που προκύπτει αβίαστα είναι ότι κάναμε σωστές στρατηγικές επιλογές σε κρίσιμες ιστορικές καμπές που καθόρισαν τη μετέπειτα πορεία μας. Ηταν επιλογές ολίγων πολιτικών ηγετών που έβλεπαν μακριά, που τολμούσαν να πάρουν δύσκολες αποφάσεις ξεφεύγοντας από τη μιζέρια της εγχώριας μικροπολιτικής. Η αρχική επιλογή που συνέδεσε τη χώρα με το πιο προχωρημένο τμήμα της ευρωπαϊκής συνεργασίας, η γρήγορη ένταξη μετά την πτώση της δικτατορίας, η επιλογή του ευρώ και η ένταξη της Κύπρου είναι οι κυριότερες. Στρατηγικές επιλογές που μετατράπηκαν σε διπλωματικές επιτυχίες, διότι η εμπειρία δείχνει ότι δεν είμαστε διόλου κακοί στις διαπραγματεύσεις. Αυτό είναι το δεύτερο μεγάλο συμπέρασμα.

Το τρίτο όμως θα έπρεπε να μας προβληματίσει. Είχαμε αλλεπάλληλες κρίσεις στη σχέση μας με την υπόλοιπη ευρωπαϊκή οικογένεια. Κρίσεις οικονομικές που οδηγούσαν σε σταθεροποιητικά προγράμματα παλαιότερα και πιο πρόσφατα στα μνημόνια, καθώς και κρίσεις στην εξωτερική πολιτική σε άμεση σχέση με τη γειτονιά μας. Το μερίδιό μας στις ενδοευρωπαϊκές κρίσεις μέχρι σήμερα είναι σίγουρα πολύ μεγαλύτερο από αυτό που Θα μας αναλογούσε λόγω μεγέθους. Και το ερώτημα είναι γιατί. Η δική μου απάντηση συνοψίζεται σε τέσσερα βασικά στοιχεία: εσωστρεφής και μη ανταγωνιστική οικονομία, βαλκανικό κράτος του οποίου οι αδυναμίες αναδεικνύονται στον καθημερινό συγχρωτισμό με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και στην προσπάθεια εφαρμογής κοινοτικών κανόνων, έντονος λαϊκισμός και πελατειακές πρακτικές στα πολιτικά μας πράγμα τα, αλλά και μια ομολογουμένως πολύ δύσκολη γειτονιά. Αυτά τα στοιχεία συνιστούν την περίφημη ελληνική ιδιαιτερότητα.

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, που μας έβαλε σχεδόν μόνος του στην ευρωπαϊκή οικογένεια, πίστευε ότι ρίχνοντας τη χώρα στο νερό θα μάθει τελικά να κολυμπάει. Στην πράξη φάνηκε ότι δεν είναι τόσο απλό. Κοντέψαμε αρκετές φορές να πνιγούμε και οι εταίροι δεν έκαναν πάντα το καλύτερο για να μας σώσουν. Το ξέρουμε ότι δεν είναι ιδανική η ευρωπαϊκή οικογένεια – αλλά ποια είναι; Τα μέλη της έχουν το καθένα τα δικά του συμφέροντα, συχνά κοντόφθαλμα, όπως άλλωστε και εμείς. Οσοι λοιπόν βιάζονται να κατηγορήσουν τους άλλους για έλλειψη αλληλεγγύης, ας σκεφτούν πρώτα πόσα είναι οι ίδιοι έτοιμοι να προσφέρουν.

Η συμμετοχή σε ένα ιδιαίτερα ανταγωνιστικό οικονομικό περιβάλλον συνέβαλε σημαντικά στην αποβιομηχάνιση της χώρας. Δεν καταφέραμε να κάνουμε τις απαραίτητες διαρθρωτικές αλλαγές, σπαταλήσαμε και πολλούς από τους ευρωπαϊκούς πόρους που μας δόθηκαν. Ας ελπίσουμε ότι δεν θα κάνουμε το ίδιο με τη νέα (την τελευταία;) μεγάλη ευκαιρία που μας προσφέρεται μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης. Η δημιουργία ανταγωνιστικών και εξωστρεφών οικονομικών μονάδων, με έμφαση στον ψηφιακό και πράσινο μετασχηματισμό της οικονομίας, θα πρέπει να συνοδεύεται από στοχευμένα μέτρα κοινωνικής πολιτικής για όσους κινδυνεύουν να βρεθούν απ’ έξω – Θα είναι σίγουρα αρκετοί. Και για να γίνουν όλα αυτά, χρειαζόμαστε πολιτικές ηγεσίες που καταλαβαίνουν τι χρειάζεται η χώρα και μπορούν επίσης να τραβήξουν μαζί τους τους βραδυπορούντες, όπως θα έλεγε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Ο μετασχηματισμός της ελληνικής οικονομίας χρειάζεται σύγχρονο, λειτουργικό κράτος. Χρειάζεται επιχειρηματίες που ξέρουν και ρισκάρουν. Χρειάζεται και κοινωνική συνοχή.

Τη γειτονιά μας δεν μπορούμε να την αλλάξουμε ριζικά ούτε μπορούμε να φέρουμε Σκανδιναβούς στα Βαλκάνια. Είναι ανάγκη εκεί να είχαμε το θάρρος να παίρνουμε συχνότερα πρωτοβουλίες αντί να βαυκαλιζόμαστε ότι ο χρόνος – ή οι άλλοι – θα λύσουν τα προβλήματα. Αλλά χωρίς ψευδαισθήσεις: ειδικότερα, η σχέση μας με τη γειτονική Τουρκία θα παραμείνει δύσκολη και θα απαιτεί μακροπρόθεσμη στρατηγική, καθαρή σκέψη και λεπτούς χειρισμούς. Δυστυχώς, η εγχώρια πολιτική δεν ειδικεύεται σε τέτοια προϊόντα. Στις εξαιρέσεις λοιπόν βασιζόμαστε.

Η Ευρώπη αλλάζει συνεχώς, ίσως πιο αργά από τον υπόλοιπο κόσμο. Δεν πρόκειται να εξελιχθεί ούτε σε υπερ-κράτος ούτε σε υπερδύναμη, τουλάχιστον στο ορατό μέλλον. Σε αυτή την Ευρώπη έχουμε επενδύσει και εμείς – ευτυχώς θα πρόσθετα. Αρκεί να επενδύουμε με γνώση και νηφαλιότητα.

*πρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ