Οι αγωγές που πλήττουν την ελευθερία του Τύπου… Του Γρηγόρη Καλφέλη

283

Του Γρηγόρη Καλφέλη*

Η αγγλίδα κοινωνιολόγος Ch. Mouffe λέει χαρακτηριστικά ότι η δημοκρατία καταστρέφεται όταν οι δικαστές αναλαμβάνουν να επιλύσουν τις πολιτικές διαφορές. Έτσι, αποδυναμώνεται ολέθρια η δημοκρατική δημόσια σφαίρα, αφού το νομικό σύστημα επιφορτίζεται με τη σημαντική ευθύνη να ερμηνεύσει αυθεντικά το πολιτικό «ήθος» μιας κοινότητας. Γιατί το αναφέρω αυτό; Γιατί αυτό, δυστυχώς, κάνουν τον τελευταίο καιρό πολλά στελέχη του πολιτικού κόσμου, τα οποία δεν ανέχονται τις αντίθετες ιδεολογικές «φωνές» και καταφεύγουν – όλο και πιο συχνά – στα αστικά δικαστήρια για να επιδιώξουν εξωφρενικές αποζημιώσεις πολλών εκατομμυρίων ευρώ για προσβολή της προσωπικότητάς τους (από προσβλητικά κατά την άποψή τους δημοσιεύματα).

Όταν, όμως, ένας επαγγελματίας της πολιτικής πιστεύει ακράδαντα ότι πλήττεται το έννομο αγαθό της τιμής του, τότε φυσιολογικά πρέπει να προσφεύγει στα ποινικά δικαστήρια, τα οποία από το Σύνταγμα είναι επιφορτισμένα για να διερευνούν μια συκοφαντική δυσφήμηση (ή οποιοδήποτε άλλο έγκλημα). Γιατί, λοιπόν, οι πολιτικοί προτιμούν ακατανόητα τα αστικά δικαστήρια; Η απάντηση είναι απλή: Γιατί θέλουν να εκφοβίσουν (ή να «καταστρέψουν») τους αντιπάλους τους, που μπορεί να είναι «ενοχλητικοί» δημοσιογράφοι (ή ανεξάρτητοι διανοούμενοι με κριτική φωνή).

Ο σκοπός τούτος επιτυγχάνεται αποτελεσματικά (και εκφοβιστικά) με την απειλή μιας απίθανης χρηματικής αποζημίωσης, που μπορεί να εξοντώσει τον καθένα. Την ανωτέρω φιλοσοφία ακολούθησε δυστυχώς – κατά την άποψή μου – και ο πρώην πρωθυπουργός κ. Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος κατέθεσε αστική αγωγή εναντίον της εφημερίδας «ΤΑ ΝΕΑ» (και ενός δημοσιογράφου της) ζητώντας το εξοντωτικό ποσό του 1.000.000 ευρώ. Γιατί;

Γιατί τον Δεκέμβριο του 2020 ο παραπάνω πολιτικός εμφανιζόταν από ορισμένα δημοσιεύματα να έχει μετακομίσει από μια σχετικά φτωχή περιοχή (όπου κατοικούσε) σε μια μονοκατοικία δίπλα στη θάλασσα, που βρισκόταν σε μια πολύ ακριβή περιοχή της Αθήνας. Το ζήτημα τούτο είχε προκαλέσει το εύλογο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης. Και τούτο γιατί ο ηγέτης ενός (καθ’ υπόθεση) «αριστερού κόμματος», που θεωρητικά αποστρεφόταν τον πλούτο στην ιδιωτική του ζωή, είχε κάνει μια τεράστια αλλαγή στην προσωπική του ζωή.

Δεν είχα παρακολουθήσει περισσότερο τα πραγματικά περιστατικά της επίμαχης υπόθεσης, αλλά επ’ ευκαιρία όλων αυτών στο μυαλό μου «στριφογύριζε» η περίφημη θέση την οποία είχε υποστηρίξει ο Μαχάτμα Γκάντι. Δηλαδή, ότι «όποιος πολιτικός θέλει να αλλάξει τον κόσμο θα πρέπει προηγούμενα ο ίδιος με τον εαυτό του να δώσει το παράδειγμα αυτής της αλλαγής»!

Μέσα στο πλαίσιο τούτο, ήταν απολύτως υγιές σε μια ανοικτή δημοκρατική κοινωνία (για να θυμηθούμε και τον Καρλ Πόπερ) να ενεργοποιηθεί ο ελεγκτικός ρόλος του Τύπου, ώστε να διευκρινιστούν οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες είχε λάβει χώρα η προβαλλόμενη από τα επίμαχα δημοσιεύματα αλλαγή στον ιδιωτικό βίο του εν λόγω πολιτικού αρχηγού. Επιπλέον, τέτοιες αστικές αγωγές που ζητούν εκατομμύρια ευρώ από δημοσιογράφους και εφημερίδες πλήττουν δραστικά την ελευθερία του Τύπου.

Και ας θυμηθούμε ότι τέτοιες αγωγές δεν είχε καταθέσει στην Αμερική ούτε ο υπερσυντηρητικός πρώην αμερικανός πρόεδρος Τζορτζ Μπους, ο οποίος υφίστατο κάθε εβδομάδα – μέσω της εφημερίδας «Νew York Times» – τη λυσσαλέα επίθεση του φημισμένου οικονομολόγου Πολ Κρούγκμαν! Το συμπέρασμα; Οι αγωγές που ζητούν εκατομμύρια ευρώ από δημοσιογράφους και εφημερίδες περιορίζουν ακατανόητα την ελευθερία του Τύπου! Επιπλέον, η τιμή ενός πολιτικού δεν «κοστολογείται» με το χρήμα, δηλαδή με τον «κίτρινο δούλο», όπως έλεγε και ο Σαίξπηρ («Τίμων ο Αθηναίος»)!

ΥΓ. Οι ανωτέρω απόψεις είναι αξιολογικές μου κρίσεις

*καθηγητής της Νομικής Σχολής στο ΑΠΘ