Ο ρόλος της αμερικανικής υπηρεσίας για τη Διεθνή Αναπτυξιακή Χρηματοδότηση
H τελευταία μετενσάρκωση του σχεδίου Μάρσαλ, η υπηρεσία για τη Διεθνή Αναπτυξιακή Χρηματοδότηση (DFC), αποτελεί προσπάθεια της Ουάσιγκτον να ανταγωνιστεί το Πεκίνο που εξαγοράζει φίλους επενδύοντας σε λιμάνια, οδικές αρτηρίες και άλλα έργα υποδομής. Ετσι ερμηνεύει η αμερικανική εφημερίδα Wall Street Journal την εν λόγω υπηρεσία που αναδιάρθρωσε και ενεργοποίησε η Ουάσιγκτον από το 2019 και τη χρησιμοποιεί για να επενδύσει έτσι ώστε να προωθεί όχι μόνο το εμπόριο αλλά και την εθνική ασφάλεια της υπερδύναμης.
Σύμφωνα με τη ναυαρχίδα του αμερικανικού Τύπου, η κυβέρνηση Τραμπ έσπευσε πρώτη να χρησιμοποιήσει την DFC συζητώντας με Έλληνες αξιωματούχους την εξαγορά ελληνικών ναυπηγείων και προσφέροντας στην Αιθιοπία δάνεια για να διασφαλίσει τον εξοπλισμό των δικτύων, αποφεύγοντας, όμως, τα δίκτυα της Huawei. Όπως τονίζει η WSJ, η κυβέρνηση Μπάιντεν επιδιώκει τώρα να αξιοποιήσει περαιτέρω την DFC για να εξουδετερώσει τη διπλωματία των εμβολιασμών και διάφορες άλλες στρατηγικές του Πεκίνου.
Τον περασμένο μήνα, άλλωστε, οι πλούσιες δημοκρατίες του G7 ανακοίνωσαν νέα πρωτοβουλία με τον αρκετά αποκαλυπτικό τίτλο «Χτίζουμε ξανά έναν καλύτερο κόσμο» και υποσχέθηκαν να διαθέσουν εκατοντάδες δισ. δολάρια για επενδύσεις σε χώρες που τις χρειάζονται. Η εν λόγω πρωτοβουλία έχει σχεδιασθεί για να προσφέρει προφανή εναλλακτική στις υποδομές που αναλαμβάνει να κατασκευάσει η Κίνα.
Μιλώντας στην αμερικανική εφημερίδα, αξιωματούχοι της κυβέρνησης Μπάιντεν δήλωσαν πως η DFC αποτελεί το ισχυρότερο εργαλείο αυτής της πρωτοβουλίας, καθώς διαθέτει κεφάλαια ύψους 50 δισ. δολαρίων που υπερβαίνουν το άθροισμα των πόρων των άλλων έξι χωρών. Οι εν λόγω Αμερικανοί αξιωματούχοι υποστηρίζουν πως η DFC προσφέρει χρηματοδότηση με λιγότερους και καλύτερους όρους από το Πεκίνο, του οποίου οι πιστώσεις συνοδεύονται από υψηλούς τόκους, ακριβά ενέχυρα όπως τα λιμάνια μιας χώρας, την οποία δεσμεύουν παράλληλα να χρησιμοποιεί προμηθευτές από την Κίνα. Μιλώντας στη WSJ ο Νταλέεπ Σινγκ, σύμβουλος του Λευκού Οίκου, τόνισε πως η DFC έχει στόχο «να προσφέρει ένα καλύτερο προϊόν από τους εξαναγκαστικούς και σκοτεινούς όρους» που συνοδεύουν τις κινεζικές επενδύσεις.
Όπως τονίζει η αμερικανική εφημερίδα, η διάθεση της Κίνας να ενισχύσει τη διεθνή παρουσία της έχει υπαγορεύσει στην Ουάσιγκτον μια πλήρη αναδιάταξη της πολιτικής εξωτερικής βοήθειας. Και η DFC είναι απότοκος μιας σπάνιας στις ημέρες μας διακομματικής συναίνεσης στο Κογκρέσο τόσο επί κυβέρνησης Τραμπ όσο και επί Μπάιντεν. Η παροχή βοήθειας στις αναπτυσσόμενες χώρες εμπεριέχει εγγενείς κινδύνους και η DFC ενδέχεται να υπαναχωρήσει από τις προσφορές της προς Ελλάδα και Αιθιοπία αν υπάρξουν προβλήματα. Η Ουάσιγκτον έχει την εμπειρία του σχεδίου Μάρσαλ που προσέφερε βοήθεια για την ανοικοδόμηση της Ευρώπης μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με σκοπό να ενισχύσει τους δεσμούς των ΗΠΑ με τους συμμάχους της, να ανακόψει την εξάπλωση του κομμουνισμού και να ανοίξει νέες αγορές για τις αμερικανικές επιχειρήσεις.
Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, η οικονομική ενίσχυση διευρύνθηκε με πρωτοβουλίες όπως εκείνη για την αντιμετώπιση του AIDS το 2003 και τη βελτίωση της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στην υποσαχάρια Αφρική. Ενισχύθηκε περαιτέρω όταν το Πεκίνο εγκαινίασε τον Νέο Δρόμο του Μεταξιού, μια σύγχρονη εκδοχή του αρχαίου Δρόμου του Μεταξιού αποτελούμενη από ένα παγκόσμιο δίκτυο λιμένων, σιδηροδρομικών συνδέσεων και πολλών άλλων υποδομών που θα οικοδομήσουν οι κινεζικές επιχειρήσεις με χρηματοδότηση τουλάχιστον 400 δισ. δολαρίων από κινεζικές κρατικές τράπεζες.
Όπως τονίζει η αμερικανική εφημερίδα, Αμερικανοί πολιτικοί επισκέφθηκαν νοσοκομείο στο Μπενίν που χρηματοδοτούνταν από την Ουάσιγκτον για τα προγράμματα κατάρτισης και την κάλυψη σε φαρμακευτικό υλικό. Διαπίστωσε, όμως, πως έξω από το νοσοκομείο υπήρχε επιγραφή στα κινεζικά που καθιστούσε σαφές ότι η ανακαίνιση του νοσοκομείου ήταν έργο κινεζικής επιχείρησης. Η εμπειρία αυτή σε συνδυασμό με όσα τους είπαν Αφρικανοί πολιτικοί για τις ιδιαιτερότητες των κινεζικών υποδομών τούς έπεισαν πως η Ουάσιγκτον πρέπει να προσφέρει εναλλακτική στον κινεζικό Δρόμο του Μεταξιού. Μία από τις πρώτες πρωτοβουλίες της DFC ήταν στα τέλη του 2019 η απόφαση να χορηγήσει δάνειο ύψους 190 εκατ. δολαρίων σε επιχείρηση της Νεβάδα με στόχο τη δημιουργία της μεγαλύτερης στον κόσμο υποθαλάσσιας καλωδίωσης οπτικών ινών που θα συνδέει τις ΗΠΑ, τη Σιγκαπούρη, την Ινδονησία και το Παλάου, προσφέροντας εναλλακτική έναντι των υποθαλάσσιων δικτύων της Huawei.
To υπουργείο Εξωτερικών της Κίνας απέφυγε να απαντήσει σε ερωτήσεις δημοσιογράφων της WSJ που συνέταξαν το παρόν άρθρο. Ο υφυπουργός Εξωτερικών Λε Γιουτσένγκ αρκέστηκε μόνο να δηλώσει προ ημερών ότι η προσπάθεια της Ουάσιγκτον να χρηματοδοτήσει έργα υποδομής απλώς αποδεικνύει ότι η πρωτοβουλία Νέος Δρόμος του Μεταξιού «είναι ο σωστός δρόμος και ο δρόμος προς το μέλλον».