Μαθαίνοντας από το πρότυπο της Αυστραλίας
Του Γεώργιου Κ. Μπήτρου & Στέργιου Μπακάλη*
Κατά τις προσεχείς δεκαετίες, η Ελλάδα θα βρίσκεται αντιμέτωπη με τις συνέπειες τριών τουλάχιστον εξαιρετικά δυσμενών τάσεων. Αυτές είναι, πρώτον, η γήρανση του πληθυσμού και η επιβράδυνση της αύξησης, αν όχι της μείωσης, του εργατικού δυναμικού θα συμπιέζουν τους μακροχρόνιους ρυθμούς ανάπτυξης σε χαμηλά επίπεδα. Δεύτερον, άμεσα και έμμεσα, λόγω της στρεβλής διάρθρωσης του πολιτικού συστήματος, η απασχόληση στο λιγότερο παραγωγικό δημόσιο τομέα θα αυξάνεται, καθιστώντας την μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης ανέφικτη, με συνέπεια η βέβαιη ισοδύναμη απόδοση του κεφαλαίου να συγκρατείται σε μη διεθνώς ανταγωνιστικά επίπεδα και να αποθαρρύνονται οι επενδύσεις. Και τέλος, τρίτον, λόγω των εξελίξεων κυρίως στο Ανατολικό Αιγαίο, η Ελλάδα θα είναι υποχρεωμένη να επαναφέρει και να διατηρήσει τις ένοπλες δυνάμεις της σε τεχνολογική αιχμή, όπερ σημαίνει ότι θα πρέπει να βρεθούν οι αναγκαίοι πόροι από μη δανειακές πηγές, λόγω του τεράστιου χρέους που έχει ήδη συσσωρευτεί. Υπό την πίεση αυτών των τάσεων, είμαστε βέβαιοι ότι η χρηματοδότηση εκ μέρους του κράτους των συντάξεων θα μειωθεί και οι πολίτες θα κληθούν σταδιακά να αναλάβουν την κύρια ευθύνη των συντάξεων για τα γηρατειά τους. Αυτή η εξέλιξη θα λάβει χώρα αναγκαστικά, ενώ είναι ζήτημα ελευθερίας και δημοκρατίας οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα να έχουν το κυρίαρχο δικαίωμα και την ευθύνη της διαχείρισης των επικουρικών τους εισφορών. Και τούτο γιατί,η πτώχευση του 2009έκανεπασίδηλα φανερό ότι, αν οι ¨Έλληνες πολίτες είχανκαι ασκούσαν αυτό το δικαίωμα, σήμερα ακόμη και οι πλέον αδαείς συνταξιούχοι δεν θα είχαν υποστεί την συμφορά που τους βρήκε.
Εμείς που γράφουμε έχουμε άμεση γνώση και εμπειρία από δύο διαφορετικά συστήματα αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και διαχείρισης των επικουρικών συντάξεων. Ο πρώτος εκ των συγγραφέων, ήδη συνταξιούχος, Ομότιμος Καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, είχε την κακή τύχη να δει την επικουρική του σύνταξη να μειώνεται από περίπου 6.000 Ευρώ ετησίως το 2009, σε περίπου 1.800 Ευρώ σήμερα. Ανάλογες φυσικά ήταν και οι μειώσεις στις επικουρικές συντάξεις άλλων συνταξιούχων που είχαν συνεισφέρει λιγότερο. Αυτό δεν θα είχε συμβεί, αν υπήρχαν στη Ελλάδα ελεύθεροι θεσμοί διαχείρισης των επικουρικών εισφορών, ανεξάρτητοι από τις κυβερνήσεις. Ο δεύτερος εκ των συγγραφέων, ήδη συνταξιούχος, τέως Καθηγητής του Πανεπιστημίου Βικτόρια της Αυστραλίας, φρόντισε ο ίδιος, μέσω της αγοράς διαχείρισης επικουρικών συντάξεων, οι εισφορές του να πολλαπλασιαστούν κατά τα χρόνια του εργασιακού του βίου τόσο πολύ, ώστε σήμερα κατ’ επιλογή του έχει τη δυνατότητα να κάνει χρήση μέρους των αποταμιεύσεών του και να λαμβάνει ετησίως ένααφορολόγητοποσό της τάξης των 41.560 ως επικουρική σύνταξη σε Αυστραλιανά δολάρια. Όπως δε θα τεκμηριώσουμε, η περίπτωσή του στην Αυστραλία είναι ο κανόνας παρά η εξαίρεση.
Εκ της πρόσφατης εμπειρίας είναι προφανές ότι μπορούμε να μάθουμε από τις βέλτιστες πρακτικές δημοκρατίας και οικονομίαςστις χώρες της μεγάλης Ελληνικής διασποράς, όπως είναι η Αυστραλία. Αρκεί να θέλουμεγιατί, ότι απαράδεκτο συνέβη στις επικουρικές συντάξεις στην Ελλάδα από το 2009, δεν ήταν αποτέλεσμα κακών χειρισμών εκ μέρους των δημόσιων διαχειριστών των επικουρικών εισφορών των Ελλήνων εργαζομένων. Ήταν αποτέλεσμα έλλειψης θεσμών για την λειτουργία του μηχανισμού μέσω του οποίου οι επικουρικές εισφορές, στην Αυστραλία αλλά και γενικότερα στα επιτυχημένα κεφαλαιοποιητικά συνταξιοδοτικά συστήματα, συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη, εξασφαλίζουν στους εργαζόμενους ένα αξιοπρεπές μερίδιο στην αύξηση της υλικής ευμάρειας υπό μορφή επικουρικών συντάξεων, και προάγουν την ελευθερία και την δημοκρατία.
Ο σκοπός μας στα επόμενα λίγα άρθρα είναι να εξηγήσουμε με απλό και κατανοητό τρόπο πως οι εισφορές για επικουρικές συντάξεις μπορούν να συμβάλλουν στην ανάπτυξη της Ελλάδος και παράλληλα οι Έλληνες εργαζόμενοι να προσδοκούν με εμπιστοσύνη ότι οι εισφορές τους θα αυγατίσουν, ώστε στην τρίτη ηλικία να τους αποδώσουν συντάξεις ανάλογες των εισφορών τους και του μέσου μακροχρόνιου ρυθμού ανάπτυξης της Ελληνικής οικονομίας.
*Γεώργιος Κ. Μπήτρος είναι Ομότιμος Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, και ο Στέργιος Μπακάλης είναι τ. καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Βικτόρια της Αυστραλίας.