Βασίλης Κουρτάκης – Ο άνθρωπος που δεν έβαλε νερό στο κρασί του

386

Από το 1895, όταν ο Βασίλης Κουρτάκης ίδρυσε στο  κέντρο της  Αθήνας ένα οινολογικό εργαστήριο με αντικείμενο την παραγωγή και τον ποιοτικό έλεγχο οίνων, μέχρι και σήμερα, οι Κουρτάκηδες ασχολούνται με το κρασί.

Η οικογενειακή εταιρεία, «Ελληνικά Κελλάρια Οίνων- Δ. Κουρτάκης Α.Ε.» όπως ονομάζεται σήμερα, έχοντας ξεπεράσει δύο παγκόσμιους πολέμους, έναν εμφύλιο, κάμποσες χούντες και τρεις εθνικές πτωχεύσεις -η τελευταία ημιεπίσημη- συγκαταλέγεται μεταξύ των κορυφαίων οινοβιομηχανιών της χώρας.

Καταλύτης στην επιτυχία της οινοποιίας, με έδρα το Μαρκόπουλο Αττικής, ήταν ο Βασίλης Κουρτάκης, ο οποίος πέθανε την Κυριακή τα ξημερώματα.

Άνθρωπος πρόσχαρος, ευφυής, επικοινωνιακός και ένας από τους λίγους που του αξίζει ο τίτλος του bon viveur, σπούδασε οινολογία στη Ντιζόν της Γαλλίας, όπως ο παππούς και ο πατέρας του. Παρ’ ότι η Γαλλία και ειδικά η περιοχή της Βουργουνδίας ήταν μεγάλος πειρασμός, αποφάσισε να επιστρέψει κατ’ αρχάς για να «υπηρετήσει» την πατρίδα και ακολούθως τη ρετσίνα, αναλαμβάνοντας την επιχείρηση το 1968.

Με τη… ρετσινιά της επιτυχίας

Μέσα σε 4 χρόνια η Ρετσίνα Κουρτάκη, σε μπουκάλι πλέον, αρχίζει να τα… σπάει, υποσκάπτοντας τη θέση της ρετσίνας «Πλάκα», προϊόν της επίσης οικογενειακής επιχείρησης Φιξ.

Για πρώτη φορά η ρετσίνα Κουρτάκη είχε μπει σε μπουκάλι το 1963 και το πρώτο εμφιαλωτήριο δημιουργείται στο οινοποιείο του Μακρόπουλου.

Με τον Βασίλη Κουρτάκη στο τιμόνι της εταιρείας οι εμφιαλώσεις πλέον ξεπερνούν τις 100.000 φιάλες ημερησίως και η ρετσίνα απογειώνεται στην  αγορά.

Από το 1982 αρχίζουν οι πρώτες εξαγωγές και οι πωλήσεις αυξάνουν χρόνο με  τον χρόνο σε τέτοιο βαθμό ώστε η παραγωγή των Μεσογείων δεν επαρκεί με αποτέλεσμα, τη δημιουργία ενός γιγαντιαίου οινοποιείου στη Ριτσώνα Βοιωτίας με στόχο την απορρόφηση των σταφυλιών της περιοχής.

Το 1986 οι πωλήσεις της Ρετσίνας Κουρτάκη στην Ελλάδα και το εξωτερικό ξεπερνούν τα 60.000.000 φιάλες το χρόνο.

Η ρετσίνα ήταν η αρχή

Παρά ταύτα ο εγγονός του πρώτου διπλωματούχου οινολόγου της Ελλάδας δεν εφησυχάζει.

Η εταιρεία μπαίνει στην παραγωγή και νέων τύπων κρασιών εκτός της ρετσίνας με το Apelia να γίνεται η πιο αγαπημένη μάρκα κρασιού για σπιτική κατανάλωση.

H αλματώδης ανάπτυξη των εξαγωγών και η ανάγκη για επέκταση των οινικών της προϊόντων, οδηγεί τον Βασίλη Κουρτάκη σε μια πρωτοποριακή συμφωνία συνεργασίας με την Οινοποιία Καλλιγά το 1992.

Έναν  αιώνα  σχεδόν μετά την ίδρυση της εταιρίας δημιουργούνται περιφεριακά-συνεργαζόμενα  οινοποιεία στην Μαντινεία, στο Ηράκλειο, στη Νεμέα και στην Πάτρα.

Σκοπός η αξιοποίηση της τοπικής σταφυλικής παραγωγής. Το 2000 έχουμε τη μετονομασία της εταιρεία σε Ελληνικά Κελάρια Οίνων, ενώ οι εξαγωγές ξεπερνούν τα 20.000.000  φιάλες ετησίως.

Παράλληλα το πρόγραμμα των προϊόντων της εταιρίας εμπλουτίστηκε με την προσθήκη σημαντικών σημάτων (Παπατζιμόπουλος, Οινοφόρος, τα περίφημα κρασιά του Συνεταιρισμού Σάμου κ.α.) οδηγώντας την παραδοσιακή αυτή ελληνική οινοποιία στον μεγαλύτερο κύκλο εργασιών μεταξύ των 1.600 οινοποιείων της χώρας και στην πρώτη θέση της ελληνικής αγοράς.

Η καρμική σχέση με την οικογένεια Φιξ και η περιπέτεια της μπύρας

Την εποχή που έκανε τη συμφωνία με τον Καλλιγά, το 1992, η Εθνική Τράπεζα «κληρονόμησε» το σήμα Fix, ως κύριος πιστωτής της βιομηχανίας Φιξ. Τρία χρόνια αργότερα το μεταβίβασε στην εταιρεία Δ. Κουρτάκης ΑΕ αντί 353.000 ευρώ (120 εκατ. δραχμές) και πλέον 1,5% επί του τζίρου από την κυκλοφορία της μπίρας.

Με τη μεταβίβαση αυτή ο Βασίλης Κουρτάκης απέκτησε τις εννέα διαφορετικές εκδοχές της φίρμας Fix, ενώ στη συλλογή του προστέθηκε και το σήμα Sun Fix Κάρολος Φιξ SA που ήταν κατατεθειμένο στο Λονδίνο. Ο Κάρολος Φιξ δεν κάθισε όμως με τα χέρια σταυρωμένα προσέφυγε στα δικαστήρια. Μετά από 5 χρόνια και 29 αποφάσεις, που δικαίωσαν εν τέλει την Εθνική Τράπεζα και τον Βασίλη Κουρτάκη, το 2000 διέθεσε στην αγορά την μπίρα Φιξ.

Για να τα βγάλει πέρα όμως, μιας και το εν λόγω εγχείρημα δεν πήγε να το «καπελώσει» στο core business του κρασιού, άρχισε να ξοδεύει από την προσωπική του περιουσία.

Εν ολίγοις μέχρις να πουλήσει την Ολυμπιακή Ζυθοποιία στον Γιάννη Χήτο (νερό Ζαγόρι) λέγεται ότι «έφαγε» τρία σπίτια, αλλά το αποτέλεσμα μηδαμινό. Αφού έπαθε και έμαθε αποφάσισε να επικεντρωθεί σ’ αυτό που ήξερε καλύτερα από κάθε τι, το κρασί.

Προστάτης του ελληνικού κρασιού

Με όπλο την κατάρτιση του ως προς την οινική νομοθεσία, πρωταγωνίστησε στη θεσμική θωράκιση του ελληνικού κρασιού και εξόπλισε τον Σύνδεσμο Ελληνικού Οίνου με οργανωτικές δομές που έφεραν σπουδαία αποτελέσματα και ανέδειξαν νέα στελέχη. Ταυτόχρονα συμμετείχε στο ιδρυτικό Διοικητικό Συμβούλιο της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Αμπέλου και Οίνου (Ε.Δ.Ο.Α.Ο.).

Επιπλέον, η συνεχής παρακολούθηση εκ μέρους του των τεκταινόμενων στο ευρωπαϊκό οινικό γίγνεσθαι τον οδήγησε να συμβάλει αποφασιστικά στην ίδρυση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Επιχειρήσεων του Κρασιού (C.E.E.V.), οργάνωσης με μεγάλο κύρος και, ως εκ τούτου, βασικού συνομιλητή των θεσμών της Ε.Ε. Διετέλεσε μάλιστα πρόεδρος της C.E.E.V. επί οκτώ έτη, πριν ανακηρυχθεί σε επίτιμο πρόεδρο της.

Για πάντα νέος

Ο Βασίλης Κουρτάκης έλεγε αστειευόμενος πως «θέλησα πάντα να μείνω νέο παιδί παρ’ όλο της προϊούσης μου ηλικίας». Βέβαια όσοι τον γνώριζαν είχαν διαπιστώσει ότι το ανατρεπτικό πνεύμα του «Βίλη», όπως τον φώναζαν χαϊδευτικά οι φίλοι και η οικογένειά του, αλλά και η δυναμικότητά του, ταίριαζαν όντως σε νεαρό.

Άλλωστε πέρα από τις επιχειρήσεις, μέχρι και μια δεκαετία πριν δεν είχε εγκαταλείψει τα αγωνιστικά αυτοκίνητα (υπήρξε δεινός οδηγός αγώνων στη Γαλλία), «τρέχοντας» με μια σπορ BMW 4.500 κυβικών.

Η τέταρτη γενιά στο τιμόνι

Από το 2019 έχει αναλάβει και επισήμως η τέταρτη γενιά, ο δισέγγονος του ιδρυτή, Δημήτρης Κουρτάκης, έχοντας ήδη μια επιτυχημένη πορεία στον θεατρικό χώρο αλλά και περίσσεια αγάπη για το κρασί ως οικογενειακή κληρονομιά.

Στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας συμμετέχει και η κόρη του Διώνη ήδη πολύ επιτυχημένη ηθοποιός.

Πηγή: ot.gr