Του Παύλου Ελευθεριάδη*
Ο ανασχηματισμός που έγινε προχθές δεν αλλάζει το βασικό χαρακτηριστικό της σημερινής κυβέρνησης, ότι δηλαδή είναι μια κανονική κυβέρνηση.
Δεν αμφισβητεί τις βασικές ευρώ-ατλαντικές επιλογές της χώρας και την συμμετοχή της στην ΕΕ, όπως έκανε, δυστυχώς, η προηγούμενη κυβερνητική συμμαχία Σύριζα/ΑΝΕΛ.
Δεν παρουσιάζει την Ευρωπαϊκή Ένωση ως δαίμονα, δεν μιλάει περιφρονητικά για τους θεσμούς, δεν θεωρεί εγκληματίες όσους διαφωνούν με αυτήν και μιλάει συγκεκριμένα για τα προβλήματα της καθημερινότητας.
H κανονικότητα αυτή βρίσκει γενικά ανταπόκριση στην κοινή γνώμη. Οι ακραίες λαϊκίστικες φωνές φαίνεται να έχουν πλέον σχετικά μικρή απήχηση στην ελληνική κοινωνία (ακόμα και οι λαϊκιστές που έγιναν υπουργοί σε αυτήν την κυβέρνηση έχουν αναθεωρήσει κάπως τις απόψεις τους). Δεν ήταν προφανές αυτό πριν από μερικά χρόνια.
Παρά τα πολλά θετικά όμως, υπάρχουν όμως και αρκετοί λόγοι για τους οποίους ένας αντικειμενικός παρατηρητής θα πρέπει να νιώθει απογοητευμένος από την κυβερνητική θητεία.
Η αποτυχημένη διαχείριση των πυρκαγιών το καλοκαίρι που πέρασε είναι ενδεικτικό του γεγονότος ότι οι παθογένειες της δημόσιας διοίκησης είναι ακόμα ισχυρότατες. Και αυτή είναι δυστυχώς η πιο επώδυνη διαπίστωση για όσους οραματιστήκαμε δομικές μεταρρυθμίσεις.
Η κυβέρνηση κάνει μεταρρυθμίσεις, αλλά δεν είναι μια μεταρρυθμιστική κυβέρνηση.
Η προτεραιότητα της φαίνεται να είναι η άμεση μεγέθυνση της οικονομίας και η με κάθε τρόπο προσέλκυση ξένων επενδύσεων. H προσπάθεια για επενδύσεις είναι φυσικά χρήσιμη και σωστή. Δεν μπορεί όμως να είναι η πρώτη προτεραιότητα.
Η κυβέρνηση δεν μιλάει για τους λόγους για τους οποίους δεν επενδύουν μεγάλες ευρωπαϊκές εταιρείες στην Ελλάδα, ενώ θα μπορούσαν να το κάνουν στις συνθήκες μιας ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς στην οποία βρισκόμαστε, τουλάχιστον θεωρητικά, εδώ και περίπου τριάντα χρόνια (από το 1992, το νοητό σημείο αρχής της ενιαίας αγοράς, αν και κάποια αναγκαία συγκεκριμένα μέτρα ελήφθησαν αργότερα).
Τι μας κάνει διαφορετικούς από την Ιρλανδία ή την Πορτογαλία, ενώ είμαστε κομμάτι της ίδιας ενιαίας αγοράς αγαθών, εργαζομένων και κεφαλαίων εδώ και τρεις δεκαετίες;
Μια μεταρρυθμιστική κυβέρνηση θα είχε κάνει το «γιατί χρεοκοπήσαμε;» κεντρικό στοιχείο της επικοινωνιακής της εκστρατείας. Η αυτογνωσία θα ήταν το κύριο πολιτικό όπλο της. Θα είχε στην θέση του υπουργού Οικονομικών ένα ανώτατο στέλεχος της κυβέρνησης, που θα παρουσίαζε με απλό και πειστικό τρόπο τα επιχειρήματα που θα πείσουν την κοινή γνώμη για οριζόντιες και μακροχρόνιες αλλαγές. Μεταρρυθμίσεις χωρίς μια εκστρατεία πειθούς που να εξηγεί την ανάγκη των μεταρρυθμίσεων είναι αδύνατες.
Η ηπιότητα και η σοβαρότητα δεν αρκούν από μόνες τους.
Οι λόγοι που η χώρα μας διαφέρει από τα άλλα μέλη της Ευρωζώνης είναι πλέον λίγο ως πολύ γνωστοί στους κοινωνικούς επιστήμονες και τους οικονομολόγους (και ορισμένες απόψεις γι αυτό είχα εκθέσει αναλυτικά στο άρθρο μου ‘Misrule of the Few: How the Oligarchs Ruined Greece’ Foreign Affairs, Δεκέμβριος 2014).
Οι λόγοι είναι ότι η ελληνική οικονομία είναι πελατειακή και αδιαφανής. Ευνοεί άδικα και δυσανάλογα τους μεγάλους εγχώριους παίκτες και εμποδίζει τον ανταγωνισμό από το εξωτερικό, αλλά και το εσωτερικό.
Ποιος αφελής θα επενδύσει σε μια χώρα που δεν έχει κτηματολόγιο και χωροταξία που να ρυθμίζουν την ιδιωτική ιδιοκτησία, που δεν αξιολογεί τους δημοσίους υπαλλήλους, της, που δεν προστατεύει επαρκώς το περιβάλλον και το τοπίο της, που δεν έχει ανώτατη δημοσιοϋπαλληλία που να εξασφαλίζει συνέχεια στο κράτος, όπου η ανώτατη διοίκηση είναι κάθε φορά στα χέρια κομματικών «μετακλητών» υπαλλήλων ώστε κανένας μακροπρόθεσμος προγραμματισμός δεν είναι δυνατός, όπου τα σχολεία δεν εκπαιδεύουν ώριμους πολίτες και εργαζομένους, ενώ τα δικαστήριά της είναι τα χειρότερα της Ευρώπης;
Για αυτούς τους λόγους κεφάλαια και επενδύσεις οδεύουν σε άλλες πιο ευνομούμενες χώρες της ΕΕ.
Αυτές οι δομικές αδυναμίες ήταν εμφανείς στην περιβαλλοντική καταστροφή του καλοκαιριού που πέρασε. Η ανυπαρξία μακροπρόθεσμου σχεδιασμού και η ανεπάρκεια της δημόσιας διοίκησης και της τοπικής αυτοδιοίκησης άφησαν τα δάση απροστάτευτα.
Δεν αμφισβητώ τις καλές προθέσεις των εμπλεκόμενων υπουργών ή στελεχών της πυροσβεστικής.
Έκαναν ό,τι μπορούσαν στις δεδομένες συνθήκες με αυταπάρνηση και ηρωισμό. Αν όμως η κυβέρνηση δεν υιοθετήσει σταθερές διοικητικές μεθόδους, γνωστές από τις πρακτικές ανεπτυγμένων χωρών της Ευρώπης, δεν θα μπορέσει ποτέ να αντιμετωπίσει σύνθετες προκλήσεις, όπως είναι οι δασικές πυρκαγιές ή η μετάβαση σε μια πράσινη οικονομία.
Η κυβέρνηση δυστυχώς δεν έχει δώσει έμφαση στην ενδυνάμωση διοικητικών διαδικασιών που θα επιτρέψουν στην Ελλάδα να προγραμματίζει μακροπρόθεσμα, και όχι μόνο στα πλαίσια του εκλογικού κύκλου.
Η ανεπάρκεια της κυβέρνησης στον τομέα αυτό φάνηκε από το γεγονός ότι δεν αξιοποίησε την αναλυτική έκθεση που ετοίμασε η Ανεξάρτητη Επιτροπή για τις Προοπτικές Διαχείρισης Πυρκαγιών Δασών και Υπαίθρου στην
Ελλάδα, γνωστή ως Έκθεση Goldammer.
Δυστυχώς όμως το πρόβλημα είναι ευρύτερο. Η κυβέρνηση δεν έχει το μεταρρυθμιστικό όραμα να στήσει για το μέλλον σταθερές διοικητικές δομές που θα εξασφαλίζουν συνέχεια και διάρκεια στην διακυβέρνηση της χώρας.
Εφόσον η νέα «Προεδρία της Κυβέρνησης» που σχεδίασε η σημερινή κυβέρνηση αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από μετακλητούς και «αποσπασμένους» υπαλλήλους, που εκτελούν στενά κομματικές (και πελατειακές) εντολές με βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, τότε κάθε μακροπρόθεσμη στόχευση θα ακυρώνεται.
Όταν αλλάξει η κυβέρνηση, θα διακοπεί η συνέχεια του σχεδιασμού.
Ας σημειώσουμε εδώ ότι ολόκληρη η βρετανική κυβέρνηση έχει 100 μετακλητούς υπαλλήλους. Η διοίκηση διεξάγεται κυρίως μέσω μόνιμων και σταθερών ανώτατων υπαλλήλων. Αντίθετα, η ελληνική κυβέρνηση έχει σήμερα 4.000 μετακλητούς υπαλλήλους –και δεν υπολογίζω εδώ τους «αποσπασμένους» που είναι μια ιδιόμορφη κατηγορία κομματικά μετατεθέντων δημοσίων υπαλλήλων.
Σχεδόν όλες οι σημαντικές αποφάσεις στην Ελλάδα λαμβάνονται από κομματικά διορισμένα πρόσωπα.
Όμως, με απόλυτο κομματικό έλεγχο υπουργείων και διοίκησης, δεν μπορεί μια χώρα να προγραμματίζει το μέλλον της μακροπρόθεσμα ούτε να προωθεί την διαφάνεια, την αξιολόγηση και την λογοδοσία.
Η δομική μεταρρύθμιση του κράτους με την ίδρυση αμερόληπτης διοικητικής πυραμίδας και κατάλληλων θεσμών ακεραιότητας της διοίκησης, παραμένει η πιο σημαντική μεταρρύθμιση που χρειάζεται η χώρα. Δυστυχώς η κυβέρνηση δεν συμφωνεί.
Φαίνεται να επαναλαμβάνει το μοντέλο διακυβέρνησης που είδαμε σε παλιότερες συντηρητικές κυβερνήσεις και ιδίως αυτής του Κώστα Καραμανλή, όπως περιγράφεται από τους Φέδερστον και Παπαδημητρίου, στο σχετικά πρόσφατο βιβλίο τους Έλληνες Πρωθυπουργοί:
Το Παράδοξο της Εξουσίας.
Το να επιστρέφουμε όμως στις πρακτικές και την ρητορική της περιόδου 2004-2009, υποσχόμενοι αόριστα την «επανίδρυση του κράτους» ή μιλώντας για μια «θωρακισμένη οικονομία», μπορεί να μας ανακουφίζει σε σχέση με το άμεσο παρελθόν των Σύριζα/ΑΝΕΛ, αλλά δεν είναι πραγματική λύση.
Η Ελλάδα δεν θα βγει από τον φαύλο κύκλο της καθυστέρησης και δεν θα πετύχει τους ευρωπαϊκούς στόχους μιας πράσινης και ψηφιακής μετάβασης, αν δεν βγει από την λογική της πελατειακής κανονικότητας.
*καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Την περίοδο 2014-2016 ήταν ενεργό στέλεχος στο Ποτάμι.