Των Γεώργιου Κ. Μπήτρου και Στέργιου Μπακάλη*
Στο προηγούμενο μέρος του παρόντος άρθρου εξηγήσαμε πώς λειτουργεί ένα τυπικό επικουρικό συνταξιοδοτικό ταμείο στην Αυστραλία.
Αν κάποιος περιοριζόταν στην περιγραφή που παραθέσαμε, σίγουρα θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει τίποτε καινοφανές στην λειτουργία των εν λόγω Ταμείων. Αλλά αυτό θα ήταν αβάσιμο γιατί από την κείμενη νομοθεσία απαιτείται ίση εκπροσώπηση στο Διοικητικό Συμβούλιο της «εργοδοσίας» και των «εργαζόμενων-μεριδιούχων» του ταμείου.
Η αρχή αυτή ισχύει για όλα τα Ταμεία και η Ρυθμιστική Αρχή, με την άδεια λειτουργίας που χορηγεί και επιβεβαιώνει διαρκώς στην πράξη, εγγυάται με ευθύνη της ότι η αρχή αυτή ικανοποιείται στη βάση του 50% εκάστης πλευράς και στα λεπτομερή πλαίσια των όρων που περιγράφονται στην «ιδρυτική πράξη» του ταμείου, η οποία στα Αγγλικά καλείται Trust Deed.
Συνεπώς, δεδομένου ότι ο Εκτελεστικός Διευθυντής του Ταμείου ασκεί τα ανωτέρω καθήκοντα για λογαριασμό του Διοικητικού Συμβουλίου, στο οποίο συμμετέχουν ισομερώς η «εργοδοσία» και οι «εργαζόμενοι-μεριδιούχοι», δεν χρειάζεται έμφαση για να αντιληφθούμε ότι η «συναίνεση» γίνεται ακρογωνιαίος λίθος της διαχείρισης των συνταξιοδοτικών ταμείων, με αποτέλεσμα οι δύο πλευρές, οι οποίες για χρόνια ήταν σε διαρκή αντιπαράθεση, να έχουν πλέον κοινούς στόχους και προσδοκίες. Τόσο δε είναι το βάθος της ωρίμανσης στις σχέσεις «ταξικής συναίνεσης», ώστε αξίζει να πιστοποιηθεί με αναφορά στο επόμενο άρθρο μας σε ένα πρόσφατο περιστατικό.
Η παρούσα κυβέρνηση πρότεινε στο Κοινοβούλιο με επίσημη πρόταση την κατάργηση της αρχής της ίσης εκπροσώπησης και την πλήρη ανεξαρτητοποίηση των διαχειριστών των συνταξιοδοτικών ταμείων, όπως συμβαίνει και σε άλλους χρηματοπιστωτικούς φορείς. Είναι αξιόλογο ότι η πρόταση αυτή απορρίφθηκε μεν από την Ομοσπονδιακή Γερουσία, αλλά αξίζει να αναφερθούμε στο σκεπτικό της απόρριψης. Η αντίθεση στην πρόταση δεν επικεντρώθηκε στην αμφισβήτηση της αξίας που μπορούν να προσθέσουν οι ανεξάρτητοι διευθυντές στα διοικητικά συμβούλια, αλλά στην εκτίμηση ότι η επιτυχημένη διαδρομή του παρόντος συστήματος διαχείρισης έχει ένα υψηλό επίπεδο αποτελεσματικότατος.
Απλά η επιλογή της “ανεξαρτησίας” των διαχειριστών θα μπορούσε να υποσκάψει θεμελιακά της ισότιμης εκπροσώπησης, η οποία δεν έχει μόνο οικονομική, αλλά και δημοκρατική νομιμοποίηση. Οι μεταρρυθμίσεις του επικουρικού συνταξιοδοτικού συστήματος έγιναν με γνώμονα τη να επέλθει συναίνεση. Ήταν αυτή η πολιτική η οποία έφερε ένα κλίμα εμπιστοσύνης, γιατί έκανε την εργατική τάξη ισότιμο συμμέτοχο και συνιδιοκτήτη στις επενδύσεις και στην ανάπτυξη της οικονομίας στην Αυστραλία.
Για του λόγου το ασφαλές υπενθυμίζουμε εδώ όπως προκύπτει από τα προηγούμενα άρθρα μας ότι, σε ένα σύνολο 7,7 τρισεκατομμυρίων κεφαλαίων του χρηματοπιστωτικού συστήματος τα αποθεματικά των συνταξιοδοτικών επικουρικών ταμείων ανέρχονται σε 3,1 τρισεκατομμύρια δολάρια Αυστραλίας. Αυτή η σύγκριση προσδίδει μία εικόνα του τεράστιου όγκου των συνταξιοδοτικών κεφαλαίων και της σπουδαιότητας της εργατικής τάξης στην οικονομία, αφού οι επικουρικές ασφαλιστικές εισφορές γίνονται μοχλός επενδύσεων και έχουν πολλαπλασιαστικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη της οικονομίας. Για αυτούς τους λόγους η διαφορά μεταξύ, αφενός, της δημόσιας προνοιακής σύνταξης, η οποία παρέχει αξιοπρεπή διαβίωση για τους “αδύναμους”, και αφετέρου, της ανώτερης επικουρικής είναι τόσο σημαντική, ώστε η κυρίαρχη τάση σήμερα είναι οι πολίτες να προτιμούν τις επικουρικές συντάξεις.
Κάτω από αυτό το πνεύμα, κλείνουμε το παρόν άρθρο, με την ακόλουθη προτροπή ενός εκ των αρχιτεκτόνων του επικουρικού συνταξιοδοτικού συστήματος της Αυστραλίας, τον πρώην πρωθυπουργό εργατικής κυβέρνησης Paul Keating:
“Αυτό πού είναι καινούργιο είναι η έννοια ότι λόγω της πανδημίας και της ύφεσης, η οικονομία της Αυστραλίας έχει χάσει την ικανότητα ανάκαμψης και ανάπτυξης. Αν κρατήσουμε τα νεύρα μας και εστιάσουμε την προσοχή μας στις δυνάμεις που συμπεριλαμβάνουν μία διευρυνόμενη και δυναμική δεξαμενή συνταξιοδοτικών αποταμιεύσεων, ο κινητήρας της ανάπτυξης θα πυροδοτήσει ξανά. Όπως έχει κάνει πάντα. Δεν είναι τυχαίο ότι οι χρηματαγορές παγκοσμίως έχουν ήδη συμπεριλάβει την ανάκαμψη στις αποτιμήσεις τους”.
Συμπέρασμα
Σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε, η υλοποίηση της σχετικής μεταρρύθμισης στην Ελλάδα προχωρά μέσα από ένα δημόσιο ταμείο το οποίο θα διαχειρίζεται τα επενδυτικά χαρτοφυλάκια των εργαζομένων στα πλαίσια των όρων που θα καθορίζουν μέσω νόμων οι εκάστοτε κυβερνήσεις. Αλλά στην Ελλάδα, οι κυβερνήσεις και οι θεσμοί είναι ασταθείς.
Μπορούν, οι εργαζόμενοι να έχουν εμπιστοσύνη ότι οι αποταμιεύσεις τους δεν θα κάνουν φτερά σε μερικά χρόνια, όπως έκαναν μετά το 2009; Ας μη βαυκαλιζόμαστε και ας μην εθελοτυφλούμε. Καμιά μεταρρύθμιση δεν μπορεί να έχει πιθανότητα επιτυχίας αν δεν εξασφαλίζει την πλήρη ιδιοκτησία και διαχείριση των επικουρικών εισφορών από τους ίδιους τους εργαζόμενους για τον ορίζοντα του εργασιακού τους βίου.
Αυτοί που προώθησαν την μεταρρύθμιση στην Ελλάδα προσέφεραν κακές υπηρεσίες και στους εργαζόμενους και στην χώρα. Αλλά, όπως συμβαίνει, όταν θα προκύψουν τα ανεπιθύμητα αποτελέσματα, δεν θα είναι τριγύρω για να αναλάβουν την ευθύνη.
* Ο Γεώργιος Κ. Μπήτρος είναι Ομότιμος Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ ο Στέργιος Μπακάλης είναι τ. καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Βικτόρια της Αυστραλίας.
Πηγή: euro2day.gr