Η ευελιξία είναι το «κλειδί» για να γίνουν οι τράπεζες σύμμαχοι των ΜμΕ στον αγώνα τους για επιβίωση
Του Γιώργου Καρανίκα*
Οι δύο αλλεπάλληλες τηλεδιασκέψεις που συγκάλεσε το υπουργείο Οικονομικών με θέμα τη συμβολή των τραπεζών στην ενίσχυση της ρευστότητας στην πραγματική οικονομία μπορεί να μην κατέληξαν άμεσα σε αλλαγή της στάσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος, ανέδειξαν όμως δύο κομβικές παραμέτρους του θέματος, με όρους αγοράς και ανάπτυξης της οικονομίας: Αφενός κατέστη απολύτως σαφές από όλους τους επιχειρηματικούς φορείς ότι κανείς δεν επιθυμεί και δεν ζητεί από τις συστημικές τράπεζες να χρηματοδοτούν επιχειρήσεις χωρίς να εξετάζουν τη βιωσιμότητά τους και τη δυνατότητα αποπληρωμής των οφειλών τους. Ταυτόχρονα όμως επισημάνθηκε σε όλους τους τόνους ότι η αποδεκτή από όλους προσπάθεια μείωσης των κόκκινων δανείων για να έχει αποτέλεσμα και διάρκεια θα πρέπει να συμπεριλάβει αφενός τη διαμόρφωση όρων χρηματοδότησης προσαρμοσμένων στην «ανθρωπογεωγραφία» της ελληνικής μικρής επιχείρησης, αφετέρου παροχή προς αυτές ουσιαστικής συμβουλευτικής υποστήριξης. Και αυτά θα πρέπει να τα εξασφαλίσουν οι ίδιες οι τράπεζες.
Είναι θετικό το γεγονός ότι συμφωνήσαμε να συγκροτήσουμε μια κοινή ομάδα που θα χαρτογραφήσει τα εργαλεία χρηματοδότησης των επιχειρήσεων που υπάρχουν σήμερα και θα εξετάσει τους βέλτιστους τρόπους αξιοποίησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης με τη συνδρομή του τραπεζικού συστήματος. Αυτή τη φορά όμως δεν πρέπει να μείνουμε στα λόγια. Στις αρχές του φθινοπώρου πρέπει να έχουμε καταλήξει σε αποφάσεις που θα δίνουν πραγματικές λύσεις στο πρόβλημα. Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο. Οι επιπτώσεις της πανδημίας θα αποβούν καταστροφικές για χιλιάδες επιχειρήσεις αν οι τράπεζες δεν αναλάβουν τον αναπτυξιακό ρόλο για τον οποίο τις χρειάζονται οι πολίτες και οι επιχειρήσεις.
Η λέξη «κλειδί» είναι η ευελιξία. Εφόσον τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν πραγματικά τη βούληση, υπάρχουν τρόποι για να γίνουν αληθινοί σύμμαχοι στον αγώνα των ΜμΕ για επιβίωση και ανάπτυξη. Με τα έμπειρα και εξειδικευμένα στελέχη τους μπορούν να εντοπίσουν ακόμη και τις μικρές ή πολύ μικρές επιχειρήσεις των οποίων η εξωστρέφεια, τα σχέδια ανάπτυξης και οι προοπτικές του κλάδου συγκροτούν ένα πλέγμα κριτηρίων ικανό να θεωρηθεί ότι μειώνει τον πιστωτικό κίνδυνο, ώστε να επιτρέψει την παροχέτευση ρευστότητας με χαμηλά επιτόκια, ισότιμη μεταχείριση των επιχειρήσεων και επίσπευση χρονοβόρων και γραφειοκρατικών διαδικασιών.
Προς το παρόν, όλα τα προαναφερθέντα παραμένουν σε επίπεδο σεναρίων και διαβουλεύσεων. Στην πράξη, δυστυχώς, οι τράπεζες έχουν προχωρήσει τελευταία σε 2 κινήσεις που μόνο φιλικές προς την επιχειρηματικότητα δεν μπορούν να θεωρηθούν. Συγκεκριμένα: Πρώτον, από την 1η Ιουλίου έχει αυξηθεί κατά 40% η χρέωση που επιβάλλουν για την αποστολή εμβάσματος σε άλλη τράπεζα ή στο εξωτερικό, καθώς από το 1 ευρώ που κοστολογούνταν η συγκεκριμένη υπηρεσία έχει πλέον εκτοξευθεί στο 1,40 ευρώ! Αν αναλογιστεί κανείς τη συχνότητα διενέργειας συναλλαγών σε καθημερινή βάση από τους ελεύθερους επαγγελματίες/επιχειρηματίες, προκύπτουν υπέρμετρες και –κυρίως– αδικαιολόγητες επιβαρύνσεις. Δεύτερον, το μαζικό κλείσιμο των τραπεζικών υποκαταστημάτων που λαμβάνει χώρα σε ευρεία κλίμακα σε πολλές περιοχές, θα οδηγήσει νομοτελειακά σε απίστευτη ταλαιπωρία επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Απότοκο της συγκεκριμένης στρατηγικής –βραχυπρόθεσμα– μπορεί να είναι η μείωση του λειτουργικού κόστους, για την οποία έχουν δεσμευτεί οι τράπεζες, αλλά μεσοπρόθεσμα θα καταλήξει σε απώλειες. Οι απώλειες άμεσα θα είναι οικονομικές για τους πελάτες που θα πρέπει να μετακινούνται σε μεγάλες αποστάσεις για να εξυπηρετηθούν, μεσοπρόθεσμα θα είναι απώλειες πελατείας για τις τράπεζες.
Στον εμπορικό κόσμο δεν μπορεί να γίνει κατανοητό, γιατί το πιστωτικό σύστημα, τη στιγμή που εξοικονομεί πόρους με κλείσιμο υποκαταστημάτων, μείωση προσωπικού και φτηνή ρευστότητα από ΕΚΤ, προσπαθεί να αυξήσει την κερδοφορία του από την επιβολή καταχρηστικών προμηθειών και όχι από τη λελογισμένη και υπό προϋποθέσεις χορήγηση δανείων.
Είναι προφανές πως ενέργειες σαν αυτές, που αδιαφορούν για τις ανάγκες και τις αντοχές των επιχειρήσεων, υποσκάπτουν τις προσπάθειες που κάνουμε σε θεσμικό επίπεδο, κυβέρνηση, φορείς της αγοράς και τράπεζες, για να βρούμε κοινό βηματισμό στο μεγάλο θέμα της χρηματοδότησης των ΜμΕ. Προτού να είναι αργά τόσο για χρηματοπιστωτικό σύστημα όσο και για τις επιχειρήσεις, καλούμε τις διοικήσεις των τραπεζών, εάν δεν προτίθενται να βοηθήσουν, τουλάχιστον να σεβαστούν τον αγώνα που δίνει η ελληνική επιχειρηματικότητα να μείνει όρθια εν μέσω της πρωτοφανούς κρίσης.
*πρόεδρος της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας