Του Ευάγγελου Μανωλόπουλου*
Στη χώρα μας υπάρχει εδώ και καιρό μια νέα πραγματικότητα που η κοινωνία φαίνεται να έχει αποδεχθεί αγόγγυστα. Κανένας δεν φαίνεται να συγκινεί πια η θλιβερή στατιστική που μας συνοδεύει σαν καθημερινή συνήθεια τους τελευταίους 20 μήνες… τόσα κρούσματα, τόσοι στη ΜΕΘ, τόσοι θάνατοι (στις 30/9 είχαμε 2.232 κρούσματα, 326 διασωληνωμένους, 33 νεκρούς). Σαν να μη μας αφορά πια. Εκτός βέβαια αν κάποιος από αυτούς τους αριθμούς αντιπροσωπεύει έναν δικό μας άνθρωπο, ή εμάς, οπότε η άχρωμη στατιστική μετατρέπεται αίφνης σε προσωπική τραγωδία.
Αντίθετα, μεγάλη μερίδα της κοινωνίας συζητά με πάθος το θέμα των ατομικών ελευθεριών και προβαίνει σε εμβριθείς αναλύσεις περί του κακού της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού. Πολύτιμος χρόνος αναλώνεται στα επιχειρήματα, τις ιδιαιτερότητες και τα δικαιώματα αυτών που αρνούνται να εμβολιαστούν. Αφήνονται ανενόχλητοι να κάνουν πολύ θόρυβο και να παρασύρουν και πολλούς άλλους. Η σιωπηλή πλειοψηφία των εμβολιασμένων δεν μπορεί να κάνει κάτι, αλλά ακόμα και η κυβέρνηση που μπορεί, φαίνεται να μη θέλει στην ουσία να τους δυσαρεστήσει. Συνεχίζει να μιλάει για πειθώ όταν ο ρυθμός νέων εμβολιασμών είναι σταθερά εδώ και δύο μήνες κάτω από τις 10.000 ημερησίως. Οι «γκουρού» των αντιεμβολιαστών στην Ελλάδα (ένας από τους οποίους δυστυχώς προέρχεται από το δικό μου συνάφι, των πανεπιστημιακών φαρμακολόγων) έχουν παίξει με επιτυχία το χαρτί του φόβου, με αποτέλεσμα περίπου ο ένας στους τρεις ενήλικες να μην έχει εμβολιαστεί. Διαφαίνεται ότι τελικά οι αντιεμβολιαστές καταφέρνουν να κερδίσουν τη μάχη, να επιβάλουν αυτό που από την αρχή ουσιαστικά επιδιώκουν: το δικαίωμά τους στον θάνατο. Η ανεκτική κοινωνία μας δεν μοιάζει να έχει αντίρρηση, δεν προσπαθεί να προβάλει κάποια ουσιαστική αντίδραση.
Υπάρχει όμως μια παράμετρος, αναμφίβολα η πιο σημαντική, που ξεχνάμε σε αυτή τη συζήτηση. Δικαιώματα, εκτός από τους αντιεμβολιαστές, έχουν και οι «εμβολιαστές», η σιωπηλή πλειοψηφία των μελών αυτής της κοινωνίας που αντιλήφθηκαν από την αρχή το μέγεθος της απειλής που συνιστά ο SARS-CoV-2, τήρησαν τα μέτρα όσο καλύτερα μπορούσαν, ακολούθησαν τις οδηγίες, και συνεχίζουν να το κάνουν. Έτρεξαν να εμβολιαστούν όταν το θείο αυτό δώρο της επιστήμης τους προσφέρθηκε απλόχερα. Εξακολουθούν να προσέχουν, να τηρούν μέτρα και κανόνες, εξετάζουν σοβαρά την αναγκαιότητα να κάνουν την τρίτη ενισχυτική δόση, ανησυχούν για τα μικρά παιδιά τους που δεν μπορούν ακόμα να εμβολιαστούν, κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν. Παρ’ όλα αυτά, βλέπουν ότι η χώρα μας εξακολουθεί να πληρώνει ακριβό καθημερινό φόρο αίματος στον κορωνοΐό, ενώ συγκρίσιμες σε μέγεθος και κοινωνικές συνθήκες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες στην πρώτη φάση της πανδημίας τα πήγαν πολύ χειρότερα από εμάς, έχουν τώρα ελάχιστους ή καθόλου θανάτους και σχεδόν κανονικές ζωές, και αναρωτιούνται γιατί.
Η χαλαρότητά μας απέναντι στους αντιεμβολιαστές είναι ένα σοβαρό σφάλμα που έχει συνεχές υγειονομικό, κοινωνικό, εκπαιδευτικό, αλλά και πολιτικό κόστος. Ελπίζω η κυβέρνηση να το αντιληφθεί αυτό έστω και τώρα και να ανεβάσει την πίεση προς τους αντιεμβολιαστές που παίζουν με τη ζωή – όχι μόνο τη δική τους αλλά και τη δική μας – όσο είναι ακόμα είναι καιρός. Οι ανοσοκατεσταλμένοι που δεν κάνουν επαρκή ανοσολογική απόκριση παρά τον εμβολιασμό τους και κινδυνεύουν να μολυνθούν και να πεθάνουν γιατί διατηρείται μεγάλο ιϊκό φορτίο στην κοινωνία μας λόγω των πολλών μη εμβολιασμένων, αλλά και τα μικρά παιδιά που θα νοσήσουν σοβαρά με άγνωστες μακροπρόθεσμες συνέπειες καθώς δεν μπορούν να εμβολιαστούν, είναι τα αθώα θύματα αυτής της ιστορίας. Όλοι μας έχουμε χρέος να τους προστατεύσουμε, να ανασκουμπωθούμε και να αναλάβουμε τις ευθύνες μας απέναντί τους.
*καθηγητής Φαρμακολογίας, Φαρμακογονιδιωματικής και Ιατρικής Ακριβείας Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης