Του Παναγιώτη Καπόπουλου*
Οι πληθωριστικές πιέσεις στις τιμές της ενέργειας, κυρίως σε αυτές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, καθώς και στις τιμές των βασικών εμπορευμάτων και των πρώτων υλών συνιστούν σημαντικό κίνδυνο για την ευρωπαϊκή και την ελληνική οικονομία.
Το βασικό ερώτημα είναι κατά πόσο η επάνοδος του πληθωρισμού συνιστά ένα προσωρινό φαινόμενο ή όχι. Εάν δηλαδή αυτή οφείλεται στην ταχύτερη προσαρμογή της ζήτησης, μετά τη σταδιακή άρση των περιορισμών στο πλαίσιο της μεταπανδημικής κανονικότητας, σε σχέση με την προσφορά, η οποία επηρεάζεται από τα προβλήματα των εφοδιαστικών αλυσίδων, ή εάν αποτελεί μια δομική αλλαγή με 10 νεότερα χαρακτηριστικά που συνδέεται με την ακολουθούμενη διασταλτική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική σε διεθνές επίπεδο. Το πιθανότερο σενάριο επί του παρόντος είναι να επικρατήσει η πρώτη συνθήκη υπό την προϋπόθεση ότι σταδιακά θα προσαρμοστεί και η άσκηση νομισματικής πολιτικής στις μεταπανδημικές συνθήκες.
Εκτός από τα προσωρινά προβλήματα στις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες, η αύξηση του κόστους ενέργειας έχει μία ακόμη συγκυριακή αλλά και μια πιο δομική αιτία. Η συγκυριακή αιτία συνδέεται με την αυξημένη ζήτηση λόγω των συγκριτικά χαμηλών θερμοκρασιών στο βόρειο ημισφαίριο και των προβλέψεων για έναν ιδιαίτερα ψυχρό χειμώνα φέτος, ενώ η δομική αιτία σχετίζεται με την επίδραση του υψηλότερου κόστους εξαγοράς ρύπων άνθρακα στην Ευρώπη.
Επιπλέον, στον βραχύ τουλάχιστον Χρονικό ορίζοντα δεν πρέπει να αγνοούμε τη σημασία των προσδοκιών στην αγορά, καθώς οι ανησυχίες για υψηλότερο πληθωρισμό μπορεί να λάβουν τη μορφή αυτοεκπληρούμενης προφητείας, αν όλες οι οικονομικές μονάδες δράσουν με στόχο να καλυφθούν έναντι ενός επερχόμενου πληθωριστικού κινδύνου. Η αύξηση των τιμών της ενέργειας, ωστόσο, μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την αναπτυξιακή διαδικασία στην Ευρώπη και την Ελλάδα, καθώς ενδέχεται να επηρεάσει σημαντικά το κόστος ορισμένων συντελεστών παραγωγής στη βιομηχανία καθώς και το κόστος μεταφορών.
Στην περίπτωση που ο γενικός δείκτης τιμών καταναλωτή επηρεαστεί από ένα επίπεδο και πάνω, σηματοδοτώντας άνοδο του κόστους ζωής, ενδέχεται να διαμορφωθούν συνθήκες προσαρμογής των ονομαστικών μισθολογικών αποδοχών.
Είναι σημαντικό, σε αυτήν την περίπτωση, η Ελλάδα να αξιοποιήσει άμεσα και αποτελεσματικά τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης και να ενισχύσει την επενδυτική δαπάνη, ώστε να τονωθεί η παραγωγικότητα σε επίπεδα υψηλότερα της ανόδου των ονομαστικών αποδοχών, με επιτρέποντας τη δημιουργία μιας σπειροειδούς εξέλιξης αυξημένου κόστους εργασίας – πληθωρισμού τιμών τελικών προϊόντων. Παράλληλα, θα δώσει τη δυνατότητα κάλυψης του επενδυτικού κενού που διαμορφώθηκε την περασμένη δεκαετία, ως αποτέλεσμα της επενδυτικής άπνοιας.
Η προσπάθεια της κυβέρνησης να συγκρατήσει το κόστος διαβίωσης τον φετινό χειμώνα, είτε μέσω αύξησης των εισοδηματικών κριτηρίων στο επίδομα θέρμανσης είτε μέσω της επιδότησης του φυσικού αερίου, θα είναι πολύ χρήσιμη προς την κατεύθυνση της στήριξης της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών και μπορεί να χρηματοδοτηθεί μέσω του δημοσιονομικού χώρου που δημιουργείται από την κατά πολύ ανώτερη του αναμενομένου οικονομική μεγέθυνση στην τρέχουσα χρονιά.
Το πιο σημαντικό ωστόσο εργαλείο στην προσπάθεια εκτόνωσης της πίεσης στην αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών είναι η συνέχιση της πολιτικής μείωσης των φορολογικών συντελεστών και των ασφαλιστικών εισφορών που έχει ξεκινήσει η κυβέρνηση, καθώς μια τέτοια πολιτική έχει και ισχυρά αναπτυξιακά χαρακτηριστικά.
*Chief Economist της Alpha Bank