Του Κωνσταντίνου Αρβανιτόπουλου*
Η Μέρκελ είναι η μακροβιότερη γερμανίδα καγκελάριος μετά τον Μπίσμαρκ και τον Χέλμουτ Κολ. Η πολιτική κληρονομιά του Μπίσμαρκ ήταν η δημιουργία της μεγάλης Γερμανικής Αυτοκρατορίας (Β’ Ράιχ). Ο Κολ επανένωσε τη Γερμανία και αντικατέστησε το μάρκο με το ευρώ. Η Μέρκελ δεν έχει να επιδείξει ανάλογα επιτεύγματα στη διάρκεια της μακράς θητείας της στην καγκελαρία και στην ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η επιδίωξη μιας τέταρτης θητείας δεν υπήρχε καν στα σχέδιά της. Το σοκ από την εκλογή του Τραμπ στην Αμερική το 2016 και οι παραινέσεις του Ομπάμα στην αποχαιρετιστήρια συνάντησή τους στο Βερολίνο, της άλλαξαν γνώμη. Κάποιος έπρεπε να διαχειριστεί την επερχόμενη λαίλαπα.
Η κόρη του λουθηρανού πάστορα από την Ανατολική Γερμανία, προτεστάντισσα σε ένα κόμμα καθολικών, ενσάρκωσε ένα μετα-ηρωικό πραγματιστικό μοντέλο ηγεσίας στη μεταψυχροπολεμική Γερμανία. Οι επικριτές της την κατηγορούν για οπορτουνισμό. Οτι στερούνταν οράματος και απέφευγε τις προγραμματικές δεσμεύσεις. Οτι μελετούσε την κατεύθυνση των πραγμάτων, προσδιόριζε το σημείο σύγκλισης συμφερόντων και φρόντιζε να τοποθετείται πολιτικά ακριβώς σ᾽ αυτό το σημείο.
Η θητεία της σημαδεύτηκε από κρίσεις που θα μπορούσαν να αποβούν καταστροφικές για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, αλλά και τη Γερμανία την ίδια. Τις διαχειρίστηκε σε ένα επίπεδο διατήρησης ισορροπιών αλλά δεν τις μετέτρεψε σε στρατηγικές ευκαιρίες.
Η διαχείριση της οικονομικής κρίσης του 2009 ήταν αποτυχημένη. Η πολιτική της δημοσιονομικής λιτότητας επέτεινε τις ανισότητες στην Ευρωπαϊκή Ενωση χωρίς να επιλύσει τις διαρθρωτικές αδυναμίες της ευρωζώνης. Επέβαλε την πολιτική της μιας επιλογής, που επικρίθηκε όχι μόνον από τους αποδέκτες αυτής της πολιτικής αλλά και από φίλους και συμμάχους πέραν του Ατλαντικού την εποχή εκείνη.
Στο Προσφυγικό, οι αντιδράσεις από την αρχική πολιτική της αποδοχής ενός εκατομμυρίου προσφύγων στη Γερμανία, την έκαναν να αλλάξει πολιτική. Σκλήρυνε την πολιτική για το άσυλο και τη μετανάστευση και συνέβαλε στη συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας.
Η Μέρκελ, σφοδρή υπέρμαχος του ατλαντισμού, βίωσε την προεδρία και την πολιτική Τραμπ ως ιστορικό ρήγμα. Αυτό την οδήγησε σε δηλώσεις σκεπτικισμού για το μέλλον των ευρωατλαντικών σχέσεων, χωρίς, όμως, να δίνει σάρκα και οστά στην διακηρυγμένη πολιτική της ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας.
Χειρότερο όλων, είναι η στάση της απέναντι στον ακροδεξιό λαϊκισμό και τον ευρωσκεπτικισμό στην Ουγγαρία του Ορμπαν και την Πολωνία. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, τα γερμανικά βιομηχανικά συμφέροντα προκρίθηκαν από τις αρχές και τις αξίες του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
Αλλά και στο ζήτημα της ενέργειας και της κλιματικής αλλαγής είναι πρόδηλη η καθαρή έλλειψη στρατηγικής, τουλάχιστον για τη μεταβατική περίοδο. Μετά το πυρηνικό ατύχημα της Φουκουσίμα, η Μέρκελ «είδε τον δρόμο για τη Δαμασκό». Αφουγκράστηκε την κοινή γνώμη και υπό την πολιτική πίεση των Πρασίνων προχώρησε στην απόφαση για την εξάλειψη των εργοστασίων πυρηνικής ενέργειας στη Γερμανία. Με αποτέλεσμα, η σημερινή ενεργειακή κρίση να βρίσκει τη Γερμανία ευάλωτη. Και να αυξάνει την εξάρτησή της από τη Ρωσία του Πούτιν και τον αμφιλεγόμενο αγωγό φυσικού αερίου Nord Stream 2.
Η Μέρκελ δεν ξέφυγε από τον κανόνα της μεταπολεμικής γερμανικής πολιτικής ελίτ που καθόριζε το γερμανικό εθνικό συμφέρον κυρίως με οικονομικούς όρους. Σε πρόσφατη συνέντευξή της ρωτήθηκε για το πώς σκέφτεται τη Γερμανία. «Σκέφτομαι καλά μονωμένα παράθυρα. Καμιά άλλη χώρα στον κόσμο δεν φτιάχνει τόσο ωραία και καλά μονωμένα παράθυρα» είπε. Αυτό, τελικά, ήταν το πολιτικό διακύβευμα της καγκελαρίας Μέρκελ. Προσπάθησε να μονώσει το οικοδόμημα από τις καταιγίδες της εποχής. Ηταν μια μεταβατική καγκελάριος από μια εποχή που σβήνει σε μια εποχή που ακόμη δεν έχει ξεδιακρίνει.
*Ο Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος είναι καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στην έδρα Κωνσταντίνος Καραμανλής στη σχολή Fletcher, του πανεπιστημίου Tufts, πρώην υπουργός
Πηγή: in.gr