Ο δρόμος προς ένα νέο παραγωγικό μοντέλο… Του Δημήτρη Κουτσόπουλου

376

Του Δημήτρη Κουτσόπουλου*

Ενώ ο κόσμος ανακάμπτει από μία άνευ προηγουμένου κατάσταση που ανέτρεψε όσα είχαμε έως τώρα δεδομένα ως οικονομία και κοινωνία, οι περισσότεροι κλάδοι επιδεικνύουν μια εντυπωσιακή αναπτυξιακή ορμή. Προκειμένου να αξιοποιήσουμε ως χώρα τις προοπτικές που διαβλέπουμε, χρειάζεται να αναλάβουμε ουσιαστικές πρωτοβουλίες και να προχωρήσουμε σε πραγματικές αλλαγές. Χρειάζεται να σχεδιάσουμε και να θέσουμε σε εφαρμογή ένα νέο παραγωγικό μοντέλο.

Το νέο μοντέλο οφείλει να εστιάζει στην εξυπηρέτηση δύο θεμελιωδών στρατηγικών στόχων: Πρώτον την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και δεύτερον τη βιωσιμότητα. Η ανάδειξη και αξιοποίηση των ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων που διαθέτουμε ως χώρα και ως οικονομία είναι αυτονόητη προτεραιότητα, ενώ κι η πρόσφατη κρίση απέδειξε περίτρανα ότι η υιοθέτηση βιώσιμων πρακτικών σε κάθε πτυχή της ανθρώπινης δραστηριότητας αποτελεί πλέον συνθήκη επιβίωσης.

Για την Ελλάδα, η ευκαιρία έρχεται με τη μορφή δύο σημαντικών χρηματοδοτικών εργαλείων, του Next Generation EU και του νέου ΕΣΠΑ. Πρόκειται για κονδύλια που ξεπερνούν τα 50 δισ. ευρώ τα οποία, αν αξιοποιηθούν σωστά, θα αποτελέσουν έναν ισχυρότατο μοχλό ανάπτυξης. Όμως, σωστή αξιοποίηση σημαίνει πρωτίστως δημιουργία μακρόπνοης στρατηγικής και ορθή προτεραιοποίηση.

Πώς θα πετύχουμε λοιπόν τους δύο θεμελιώδεις στρατηγικούς στόχους; Ας δούμε ποιο είναι το σημερινό τοπίο. Η ελληνική οικονομία βγαίνει από μια δεκαετή κρίση και ανακτά την εμπιστοσύνη της διεθνούς επενδυτικής κοινότητας. Επιπλέον, οι κυβερνητικές πρωτοβουλίες για την ανάσχεση των επιπτώσεων της πανδημίας, κράτησαν σε μεγάλο βαθμός όρθιες τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και έσωσαν χιλιάδες θέσεις εργασίας, ενώ η προοπτική ενισχύεται περαιτέρω από το Ταμείο Ανάκαμψης. Στρατηγικοί επενδυτές, όπως οι COSCO, Pfizer, RWE κ.ά., φέρνουν μαζί τους τεχνογνωσία την οποία οφείλουμε να ενσωματώσουμε υιοθετώντας την ίδια στιγμή διεθνείς βέλτιστες πρακτικές. Μάλιστα, από τις επενδύσεις των προαναφερθέντων, αλλά και άλλων επενδυτών, προκύπτει το συμπέρασμα ότι η χώρα διαθέτει αφενός ένα ευνοϊκό πλέον επενδυτικό περιβάλλον, αλλά και ότι έχει τις προοπτικές για να μετατραπεί σε έναν περιφερειακό και διεθνή κόμβο σε κρίσιμους τομείς της οικονομίας, όπως η ενέργεια, οι νέες τεχνολογίες, big data και τεχνητή νοημοσύνη, τα logistics και οι μεταφορές, η υγεία και το real estate.

Οι προοπτικές είναι εδώ, αλλά δεν αρκούν από μόνες τους για να γίνει η μετάβαση σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο. Χρειάζεται ενίσχυση του ψηφιακού μετασχηματισμού τόσο του κράτους όσο και των επιχειρήσεων, με σκοπό να γίνουμε πιο αποδοτικοί, πιο ανταγωνιστικοί και πιο ανθεκτικοί στους νέους κινδύνους και απειλές. Οφείλουμε να συνδέσουμε επιτέλους την εκπαίδευση με την παραγωγή ώστε να δημιουργήσουμε θέσεις εργασίας υψηλής εξειδίκευσης και σύγχρονων δεξιοτήτων προκειμένου να πετύχουμε με το πολυπόθητο brain regain , έναν τομέα όπου η Deloitte επενδύει, με την εκπαίδευση και την πρόσληψη 400 νέων ταλέντων από όλη την Ελλάδα. Επίσης, τώρα είναι η ώρα για μεταρρυθμίσεις και για την υιοθέτηση νέων προτύπων που θα εκσυγχρονίσουν τη σχέση κράτους- επιχειρήσεων- πολιτών και θα δημιουργούν υπεραξία για την κοινωνία και την οικονομία όπως είναι η εφαρμογή νέων μοντέλων εργασίας τύπου remote working.

Χρειάζεται η δημιουργία σύγχρονων υποδομών και υιοθέτηση βιώσιμων λύσεων που θα αφήνουν ένα σαφές θετικό αποτύπωμα στο περιβάλλον και στο σύνολο της κοινωνίας και όχι μόνο σε μικρή μερίδα αυτής. Απαιτείται η ορθή χαρτογράφηση του νέου περιβάλλοντος και στροφή σε νέες, βιώσιμες πρακτικές, όπως εξοικονόμηση ενέργειας και πόρων κι ενίσχυση της ενεργειακής μετάβασης σε μια οικονομία μηδενικού άνθρακα.

Κυρίως όμως προϋποθέτει να υιοθετήσουμε έναν τρόπο σκέψης που στην Deloitte ονομάζουμε “thrive mindset” ή “νοοτροπία ανάπτυξης’, το να εστιάζουμε στις προκλήσεις και να εξελισσόμαστε μέσα από την καινοτομία. Αυτό χρειάζεται η Ελλάδα για να χτίσει σήμερα ένα βιώσιμο αναπτυξιακό μέλλον.

*CEO της Deloitte Ελλάδος