Της Σώτη Τρυανταφύλλου
Σχόλιο για την εκστρατεία «Η ελευθερία στη χιτζάμπ» του Συμβουλίου της Ευρώπης και τη διαφήμιση της μαντίλας ως ενδυματολογικής επιλογής και χειραφέτησης.
Το Συμβούλιο της Ευρώπης, ένα παρα-ευρωπαϊκό όργανο, υποτίθεται ότι προάγει τις ευρωπαϊκές αξίες: αυτός ήταν ο αρχικός του στόχος. Στη συνέχεια, όπως συμβαίνει συνήθως με τους αόριστους αρχικούς στόχους, το πράγμα μπερδεύτηκε: το Συμβούλιο αφαίρεσε από το λεξιλόγιό του την αφομοίωση των εξω-ευρωπαϊκών πληθυσμών και ταυτίστηκε με τις πολυπολιτισμικές και δικαιωματικές μόδες. Την περασμένη εβδομάδα ξεπέρασε τον εαυτό του με μια εκστρατεία καλών αισθημάτων και σύνθημα «Η ελευθερία στη χιτζάμπ» ―τι σήμαινε αυτό; Σήμαινε κάτι αυτονόητο: ότι οι γυναίκες στην Ευρώπη έχουν το δικαίωμα να φοράνε ό,τι θέλουν― και κάτι παράδοξο: ότι η μαντίλα είναι κατά πρώτον σύμβολο ελευθερίας, κατά δεύτερον σύμβολο πολυμορφίας και κατά τρίτον αξεσουάρ ομορφιάς.
Την πρωτοβουλία του Συμβουλίου της Ευρώπης χειροκρότησαν μόνο οι ισλαμιστικές οργανώσεις· όλοι οι άλλοι είτε βρέθηκαν σε αμηχανία, είτε έγιναν, δικαίως, έξαλλοι, μπροστά σε μια ακόμα χαζοχαρούμενη κίνηση απέραντης καλοσύνης και γενναιοδωρίας. Οι ευρωπαϊκές αρχές αποδεικνύουν ξανά και ξανά ότι δεν καταλαβαίνουν γρυ από τη διεθνή και ευρωπαϊκή πολιτική κι ότι δεν έχουν ιδέα για την κατάσταση των γυναικών στις μουσουλμανικές μεταναστευτικές κοινότητες. Αν και το Συμβούλιο απέσυρε την εκστρατεία η οποία στοίχισε κάμποσα εκατομμύρια στους Ευρωπαίους φορολογουμένους ―σε δουλειά να βρισκόμαστε― παραμένει το πρόβλημα του σύγχρονου ορισμού της ατομικής ελευθερίας, του πλουραλισμού και της αρμονικής συμβίωσης ατόμων με διαφορετική θρησκεία και ήθη.
Η πρόθεση του Συμβουλίου ήταν να απαλλάξει τις γυναίκες που φορούν μαντίλα από τον δήθεν στιγματισμό· από τις λοξές ματιές στον δρόμο που εξάλλου είναι σπάνιες. Κανείς δεν δίνει σημασία στις μαντίλες· το πολύ-πολύ να εντυπωσιάσει ο ολικός φερετζές. Η προπαγανδιστική καμπάνια έμοιαζε να απευθύνεται σε νήπια: ούτε λίγο, ούτε πολύ προσπαθούσε να μας πείσει πόσο ωραίο και ενδιαφέρον είναι να ντύνονται οι γυναίκες σύμφωνα με τις επιταγές των ιμάμηδων, των αυστηρών πατέρων και των αρσενικών αδερφών. Αναμφισβήτητα, πάρα πολλές μουσουλμάνες φοράνε χιτζάμπ, ακόμα και νιχάμπ, επειδή το έχουν επιλέξει ―πιθανότατα δεν τις υποχρεώνει κανείς εκτός από τη θρησκευτική τους πίστη στην οποία αποδίδουν τέτοιου είδους εντολές. Οι περισσότερες μουσουλμάνες είναι φυσικά σεμνότυφες, δεν νιώθουν άνετα στο περιβάλλον του δυτικού βλέμματος και πιστεύουν ότι η κάλυψη του κεφαλιού και του προσώπου προστατεύει το σώμα τους και την προσωπικότητά τους. Εντάξει ως εδώ: όμως, στις ευρωπαϊκές δημοκρατίες υπάρχουν, και πρέπει να υπάρχουν, νόμοι που να εφαρμόζονται ―προς το παρόν οι νόμοι σχετικά με το πολιτικό Ισλάμ δεν εφαρμόζονται από φόβο μήπως το εξερεθίσουμε― και οι οποίοι να καθοδηγούν τους πολίτες στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής νομιμότητας. Οι μουσουλμάνοι της Ευρώπης έχουν την υποχρέωση να σέβονται αυτή τη νομιμότητα η οποία τούς προσφέρει θρησκευτική ελευθερία αλλά όχι εξαίρεση από τους νόμους που εξισώνουν τις γυναίκες με τους άνδρες στην οικογένεια, στην εργασία και στον δημόσιο χώρο. Με το να παρουσιάζουμε τη χιτζάμπ σαν τοπική ενδυμασία, σαν μόδα και σαν φορέα «χαράς», είτε δεν καταλαβαίνουμε την εθνικο-θρησκευτική κουλτούρα που αντιπροσωπεύει, είτε προσπαθούμε να αφαιρέσουμε μηχανικά τις αιχμές από το ολοένα και πιο οξύ πρόβλημα του εξισλαμισμού.
Με λίγα λόγια, ενώ πλήθος μουσουλμάνων γυναικών στην Ευρώπη πασχίζουν να απαλλαγούν από τη δυναστευτική ισλαμιστική πατριαρχία, το Συμβούλιο της Ευρώπης συμπεριφέρεται ως βασιλικότερο του βασιλέως και τις διαβεβαιώνει ότι η χιτζάμπ είναι ένα χαριτωμένο κεφαλομάντιλο. Καθώς από το Συμβούλιο διαφεύγει οποιαδήποτε συμβολικότητα, αντί να προασπίζει τις μουσουλμάνες από την ενδεχόμενη εχθροπάθεια που μπορεί να προκύψει σε περιβάλλον κοινοτισμού και απόσχισης από τη δημοκρατία, τις διαχωρίζει ακόμα περισσότερο. Ο στόχος της Ευρώπης έχει γίνει μια πολυμορφία αμερικανικού τύπου, η οποία, θα συμφωνήσουμε όλοι σ’ αυτό, δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως υπόδειγμα· είναι δυσλειτουργική. Οι κοινωνίες δεν προχωρούν στη βάση της διαφοράς· προχωρούν στη βάση της ενότητας.
Ο στόχος της διαφοράς ταυτίζεται με μια ασυνάρτητη προώθηση δικαιωμάτων: με ποια λογική η χιτζάμπ μπορεί να θεωρηθεί «δικαίωμα» και ατομική ελευθερία; Όπως υπαινίχθηκα, δεν μπορούμε να τραβάμε μαντίλες από κεφάλια ―είναι απαράδεκτο― υπάρχει όμως μεγάλη απόσταση από μια τέτοια χειρονομία και το εγκώμιο της μαντίλας. Το Συμβούλιο του Στρασβούργου έχει γίνει το ευρωπαϊκό wokistan: το πρόβλημα δεν είναι ποτέ οι «καλές» προθέσεις· είναι η κόλαση στην οποία μπορούν να οδηγήσουν.
Πηγή: athensvoice.gr