Του Δημήτρη Κούρκουλα*
Είναι σχεδόν αδύνατον να διακρίνει κανείς κάποια λογική συνοχή στις καθημερινές εκπλήξεις που μας επιφυλάσσει ο ηγέτης της γειτονικής Τουρκίας. Οι έμμονες ιδέες στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής και η συστηματική επίδειξη μεγαλομανίας στις διεθνείς σχέσεις έχουν οδηγήσει ακόμα και τους πιο αισιόδοξους αναλυτές της τουρκικής πολιτικής σε απελπισία. Όλες οι ελπίδες για επαναφορά των σχέσεων της Τουρκίας με τη Δύση σε κάποιο «κανονικό» επίπεδο φαίνεται να έχουν εξανεμιστεί.
Η στάση αναμονής που υιοθετούν τόσο η Ουάσιγκτον όσο και πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες στοχεύει στην όσο το δυνατόν ανώδυνη μετάβαση στη μετά Ερντογάν εποχή, με την ελπίδα ότι τότε οι συνθήκες θα είναι προσφορότερες.
Αυτό που κατεξοχήν ενδιαφέρει τη χώρα μας είναι η μελλοντική συμπεριφορά της Άγκυρας στα ελληνοτουρκικά. Θα συνεχιστεί η αδιάλλακτη πολιτική ή θα θελήσει η τουρκική ηγεσία της επόμενης φάσης να ακολουθήσει τον δρόμο του διαλόγου και της ειρηνικής επίλυσης; Η δικαιολογημένη προσήλωσή μας στα ελληνοτουρκικά ζητήματα δεν πρέπει να μας οδηγήσει σε υποτίμηση άλλων σημαντικών παραμέτρων, εξαιρετικά σημαντικών για τις διμερείς σχέσεις και τελικά για τη διατήρηση της ειρήνης.
Η πορεία της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι ζητήματα που θα επηρεάσουν καθοριστικά την εξέλιξη των σχέσεών μας με την Τουρκία. Δεν υποστηρίζω ότι κάθε δημοκρατική χώρα είναι κατ’ ανάγκη και φιλειρηνική. Έχει όμως αποδειχθεί ότι μια δημοκρατική κοινωνία που σέβεται το κράτος δικαίου και την ελευθερία του Τύπου, μια ανοικτή και ζωντανή κοινωνία των πολιτών, έχει περισσότερες πιθανότητες να λειτουργήσει φιλειρηνικά απ’ ό,τι ένα καθεστώς όπου ελέγχεται η πληροφόρηση και καταδιώκεται η ελεύθερη έκφραση γνώμης.
Η πρόσφατη ετήσια έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την πορεία της Τουρκίας που δημοσιεύθηκε στις 19 Οκτωβρίου περιγράφει με μελανά χρώματα τη συνεχιζόμενη υποβάθμιση όλων των δημοκρατικών θεσμών, τη δυσλειτουργία του προεδρικού συστήματος, την παραβίαση του διαχωρισμού ανάμεσα στη νομοθετική, την εκτελεστική και τη δικαστική εξουσία, την καταδίωξη πολιτικών κομμάτων της αντιπολίτευσης και τη συνεχιζόμενη προσπάθεια καταστρατήγησης της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης.
Πρέπει να μας ανησυχεί ο αυταρχικός κατήφορος της Τουρκίας, όχι μόνο γιατί είναι αντίθετος στις θεμελιώδεις αξίες που εμείς και η Ευρώπη πιστεύουμε, αλλά και γιατί αυξάνει τον κίνδυνο διατάραξης της ειρήνης. Τα τελευταία χρόνια της διακυβέρνησης Ερντογάν έχουν σωρεύσει πολλά προβλήματα που θα κληθεί να αντιμετωπίσει ο διάδοχός του, από την επαναφορά της οικονομίας σε τροχιά σταθερότητας μέχρι την επούλωση των πληγών που έχουν ανοίξει στις σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση. Το πιο δύσκολο και το πιο επικίνδυνο πρόβλημα που θα κληθεί να αντιμετωπίσει είναι η αναστήλωση των δημοκρατικών θεσμών που έχουν σε μεγάλο βαθμό καταρρεύσει. Και κατά το παρελθόν οι δημοκρατικοί θεσμοί της γειτονικής χώρας παρουσιάζονταν ελλειμματικοί σε σχέση με τις υψηλές απαιτήσεις της Ευρώπης. Σήμερα όμως βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την πλήρη κατάρρευση σημαντικών θεσμών, γεγονός που υποθηκεύει όχι μόνο τη δημοκρατική της πορεία αλλά και την ειρήνη στην περιοχή μας. Θα άξιζε ίσως τον κόπο η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Τουρκία που έχει κυκλοφορήσει μόνο στα αγγλικά να μεταφραστεί στα ισπανικά και να αποσταλεί στους κυβερνητικούς αρμόδιους της Μαδρίτης.
*Πρώην υφυπουργός Εξωτερικών και πρέσβης της ΕΕ στον Λίβανο, στη Βουλγαρία και στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη.
Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Μην πυροβολείτε την Ευρώπη» (εκδ. Επίμετρο)