Ελληνική οικονομία και επιχειρήσεις: η επόμενη ημέρα… Του Παναγιώτη Ι. Ξυδώνα

267

Του Παναγιώτη Ι. Ξυδώνα*

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι παρά τη συνεπή συμμετοχή της χώρας στους ευρωπαϊκούς οικονομικούς θεσμούς, η ελληνική οικονομία προσδιοριζόταν παγίως από σημαντική υστέρηση παραγωγικότητας. Απώτερη συνέπεια αυτού υπήρξε η μη διατηρησιμότητα των εκάστοτε περιόδων υψηλής ανάπτυξης, καθώς ανέκαθεν αυτές εδράστηκαν σε μεγάλο εξωτερικό δανεισμό. Παράλληλα, με τη χαμηλή παραγωγικότητα, ένας προβληματικός θεσμικός μετασχηματισμός έθρεψε για χρόνια την αδιαφάνεια, και αμφοτέρως συνέβαλαν πολλαπλασιαστικά στην εσωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας. Αναφορικά στο οικοσύστημα των επιχειρήσεων, δεν θα ήταν δυνατόν να μην επισημανθεί ότι η πλειοψηφία αυτών στην Ελλάδα, μικρών σε μέγεθος συντριπτικά, συνέχεται με την αγορά των μη διεθνώς εμπορεύσιμων υπηρεσιών και προϊόντων. Στη βάση αυτή, η αύξηση του αριθμού των μεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων συνιστά βασική προϋπόθεση για την αύξηση της παραγωγικότητας και την ενίσχυση των εξαγωγών. Αναγκαία είναι επίσης και η ενδυνάμωση των μικρών επιχειρήσεων, μέσω μιας πιο πρόσφορης αλληλεπίδρασής τους με τις μεγάλες, προκειμένου να ενισχυθεί η συνολική εξωστρέφεια της οικονομίας. Την ίδια στιγμή, τα ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά της αυτοαπασχόλησης και της άτυπης οικονομίας στη χώρα συνιστούν ένα μόνιμο ιδιοσυγκρατικό μειονέκτημα.

Ένα πλέγμα 6 κεντρικών πολιτικών για τη βελτίωση τόσο της παραγωγικής δραστηριότητας των επιχειρήσεων, όσο και του θεσμικού πλαισίου που προσδιορίζει τις υποκείμενες οικονομικές λειτουργίες, θα μπορούσε να έχει ως εξής:

Μείωση των τριβών από φόρους και εισφορές στην εργασία, ήτοι επί παραδείγματι μείωση ασφαλιστικών εισφορών, εισφορών αλληλεγγύης, ενσωμάτωση εισοδημάτων σε ενιαία φορολογική κλίμακα κ.λπ.

Υλοποίηση προγραμμάτων ενίσχυσης μικρομεσαίων επιχειρήσεων για την πρόσβασή τους σε χρηματοδότηση επενδύσεων που αφορούν σε ψηφιακή αναβάθμιση, νέες τεχνολογίες και νέες μεθόδους παραγωγής. Αύξηση δημοσιονομικών δαπανών για έρευνα – ανάπτυξη και μείωση του κόστους παραγωγής μέσω ευνοϊκότερης φορολογικής μεταχείρισης αποσβέσεων για επενδύσεις, κυρίως σε πάγιο εξοπλισμό και καινοτομία. Απλοποίηση του πολύπλοκου φορολογικού κώδικα, με ελαχιστοποίηση των εξαιρέσεων, ώστε να αποκλείεται κάθε μηχανισμός φοροδιαφυγής και σκιώδους οικονομικής δραστηριότητας.

Ανάπτυξη καθολικού πλαισίου εφαρμογής ηλεκτρονικών πληρωμών σε πραγματικό χρόνο, στο σύνολο των κλάδων της οικονομίας.

Ενίσχυση των ειδικών τμημάτων στα δικαστήρια για οικονομικές υποθέσεις υψηλής εξειδίκευσης, με ταυτόχρονη διεύρυνση των μηχανισμών εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών. Σε επίπεδο παρούσας κατάστασης, οι φθινοπωρινές προβλέψεις της Ε.Ε. για την περίοδο 2021-23 επιβεβαιώνουν μια δυναμική ανάκαμψης για την ελληνική οικονομία. Ετσι, για το 2021, προβλέπεται για τη χώρα ρυθμός ανάπτυξης 7,1%, ήτοι ο δεύτερος μεγαλύτερος στην Ευρωζώνη (Μ.Ο. 5%) και σημαντικά αυξημένος συγκριτικά με τις εαρινές προβλέψεις. Επίσης, με βάση τις εκτιμήσεις, παρά το γεγονός ότι ο πληθωρισμός στην Ελλάδα αναμένεται να κινηθεί στα επίπεδα του 2010, προς το τέλος του 2022 οι τιμές θα εξομαλυνθούν σε τιμές προ κρίσης. Περαιτέρω, ο αριθμός των επιχειρήσεων που έχουν δανειοδοτηθεί μέσω ΤΕΠΙΧ και εγγυοδοτικών προγραμμάτων, προσεγγίζει τις 40.000, με συνέπεια ένας ευρύτερος νέος στόχος χρηματοδότησης 100.000 επιχειρήσεων από τράπεζες και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς να είναι ρεαλιστικός. Η συνδρομή της πολιτείας στην κατεύθυνση αυτή είναι κρίσιμη, ως εκφράζεται για παράδειγμα με το νομοσχέδιο κινήτρων συγχώνευσης μικρομεσαίων επιχειρήσεων, προκειμένου να διευρύνεται το πιθανοτικό φάσμα ικανότητας χρηματοδότησής τους. Τέλος, στη σωστή κατεύθυνση βρίσκονται οι ρυθμίσεις δανείων ύψους 32 δισ. ευρώ που διενήργησαν οι ελληνικές τράπεζες, από τον Ιούλιο του 2019 μέχρι σήμερα. Επιπλέον, η στρατηγική πρόωρης αποπληρωμής δανείων ύψους 6,8 δισ. ευρώ προς ΔΝΤ και χώρες της Ευρωζώνης, είναι επίσης ορθή, καθώς θα βελτιώσει το προφίλ βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους και θα αποφέρει ένα όφελος άνω των 200 εκατ. ευρώ για το ελληνικό Δημόσιο. Στο μέλλον, κεντρικός στόχος και τελικός παρονομαστής για τη χώρα προσήκει να είναι η συστηματική αύξηση του πραγματικού κατά κεφαλήν εισοδήματος, ώστε στη μακρά προθεσμία αυτό να συγκλίνει με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Μια στοχοθεσία που για δεκαετίες έχει εγκατασταθεί ως ανέφικτη και μη ρεαλιστική.

*καθηγητής στην ESSCA Grande École