Του Κωνσταντίνου Τσουκαλά*
Από 1.1.2022 τίθεται σε ισχύ το νέο σύστημα επικουρικής ασφάλισης για τους νεοεισερχόμενους στην κοινωνική ασφάλιση, όπως διαμορφώθηκε με τη ψήφιση του Ν. 4826/2021. Το βασικό χαρακτηριστικό του είναι η μετατροπή του από διανεμητικό σε κεφαλαιοποητικό.
Μέχρι σήμερα το επικουρικό σύστημα της χώρας είναι σύστημα νοητής κεφαλαιοποίησης, δηλαδή οι τρέχουσες εισφορές των εργαζομένων κατευθύνονται, στο πλαίσιο της αλληλεγγύης γενεών, στη χρηματοδοτική κάλυψη των υφιστάμενων και καταβαλλόμενων συντάξεων, όπως ακριβώς και οι εισφορές των σημερινών συνταξιούχων κάλυψαν σε μεγάλο βαθμό τις επικουρικές της προηγούμενης γενιάς συνταξιούχων. Με τη μετατροπή του συστήματος επικουρικής ασφάλισης σε κεφαλαιοποιητικό, οι εισφορές των εργαζομένων που θα προχωρήσουν στο νέο σύστημα δεν θα χρηματοδοτούν τις επικουρικές συντάξεις αλλά θα παραμένουν δεσμευμένες με το σύστημα του «ατομικού κουμπαρά» και θα επενδύονται σε συνεργασία με διαχειριστές κεφαλαίων προκειμένου να επιτευχθεί η υψηλότερη απόδοση του ασφαλιστικού προϊόντος. Στο νέο σύστημα θα μετέχουν υποχρεωτικά οι νέοι ασφαλισμένοι και προαιρετικά οι ασφαλισμένοι (μισθωτοί και αυτοαπασχολούμενοι) ηλικίας έως 35 ετών. Οι εισφορές τους θα επενδύονται σε μετοχές και ομόλογα. Το ύψος παραμένει στο 6% (3% για τον εργοδότη και 3% για τον εργαζόμενο), θα εισπράττονται από τον ΕΦΚΑ μαζί με τις εισφορές κύριας σύνταξης και θα αποδίδονται στο ΤΕΚΑ (Ταμείο Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης) το οποίο θα συσταθεί, θα είναι δημόσιο, αλλά οι τοποθετήσεις θα γίνονται σε συνεργασία με ιδιώτες διαχειριστές κεφαλαίων. Σύμφωνα με το άρθρο 60 του νόμου, το κράτος εγγυάται την καταβολή των συντάξεων του νέου συστήματος, στο επίπεδο τουλάχιστον των εισφορών που θα έχουν καταβληθεί. Αυτό που δεν γνωρίζουμε είναι αν θα εγγυηθεί μακροπρόθεσμα και το ύψος των σημερινών επικουρικών συντάξεων ή και των μελλοντικών.
Ο υφυπουργός Κοινωνικών Ασφαλίσεων αποδέχθηκε ότι το ακαθάριστο κόστος μετάβασης «την περίοδο 2022-2070 θα είναι σημαντικό, αλλά εκτιμώ ότι αυτό θα καλυφθεί από το δημοσιονομικό “μέρισμα ανάπτυξης “που θα προκόψει από την επιτάχυνση της ανάπτυξης» ενώ το ίδιο ευχολόγιο αναπαράγεται και στην περίφημη Έκθεση Πισσαρίδη.
Η πραγματικότητα είναι ότι το κόστος μετάβασης θα δημιουργείται από το κενό που θα υπάρχει, αφού οι εισφορές θα συσσωρεύονται στον ατομικό κουμπαρά και όσο οι σημερινοί εργαζόμενοι από 35 ετών και άνω θα συνταξιοδοτούνται τόσο θα αυξάνονται οι συνταξιούχοι και θα μειώνεται ο πληθυσμός των ενεργών που θα καταβάλλουν εισφορές. Προκειμένου να διατηρηθεί το μέσο μηνιαίο ύψος των επικουρικών συντάξεων στο σημερινό επίπεδο (195 ευρώ μεικτά), θα πρέπει με κάποιον τρόπο να χρηματοδοτείται το ετήσιο έλλειμμα που θα δημιουργείται. Βάσει προβολών το κόστος μετάβασης σε παρούσες αξίες υπολογίζεται σε 75 δισ. ευρώ, ενώ τα ετήσια αναμενόμενα έσοδα υστερούν.
Σε ποσοτικούς όρους, το νέο σύστημα επικουρικής ασφάλισης είναι δύσκολο να επιφέρει αύξηση εσόδων του προϋπολογισμού, ειδικά λόγο) της επιλογής της κυβέρνησης να μη συνδυαστεί με τη λειτουργία των επαγγελματικών Ταμείων. Μόνο η λειτουργία των επαγγελματικών Ταμείων με τη δυνατότητα υπαγωγής στο νέο καθεστώς και άλλων ασφαλισμένων θα μπορούσε να προσδώσει σημαντική δυναμική στην εισαγωγή κεφαλαιοποιητικών στοιχείων στην ασφάλιση, απορροφώντας παράλληλα δημοσιονομικούς κραδασμούς στις αντοχές του υφιστάμενου επικουρικού συστήματος.
Βάσιμα λοιπόν οι σημερινοί συνταξιούχοι ανησυχούν για το μέλλον των συντάξεών τους, όσο η κυβέρνηση δεν απαντά πειστικά στο ερώτημα του τρόπου κάλυψης του κόστους μετάβασης στο νέο κεφαλαιοποιητικό σύστημα.
*δικηγόρος