Τα δύο μεγάλα γεωπολιτικά «αγκάθια» του 2022… Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

402

Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

Το 2022, πέρα από την πανδημία και τις εκπλήξεις που μας επιφυλάσσει, από γεωπολιτικής πλευράς, δεν θα είναι μια εύκολη χρονιά.

Η πανδημία μπορεί να υπήρξε δώρο εξ ουρανού για τα όπου γης αυταρχικά καθεστώτα, τα οποία βρήκαν την ευκαιρία να γίνουν ακόμα πιο βίαια, πλην όμως οι ηγέτες τους γνωρίζουν ότι κάθε νόμισμα έχει δύο όψεις. Κατά συνέπεια, είναι πολύ πιθανόν οι απόηχοι της πανδημίας να εμπεριέχουν κινδύνους.

Έτσι, οι κ.κ. Σι Τζινπίνγκ και Βλαδίμηρος Πούτιν έχουν στην τράπουλά τους δύο καλά χαρτιά για την άσκηση γεωπολιτικών εκβιασμών, που είναι οι περιπτώσεις της Ταϊβάν και της Ουκρανίας. Στη σημερινή γεωπολιτική συγκυρία και τις οικονομικές της προεκτάσεις, πρόκειται όντως για δύο επικίνδυνα αγκάθια.

Για περισσότερα από 70 χρόνια, η Κίνα και η σημερινή Ταϊβάν έχουν αποφύγει να έλθουν σε σύγκρουση για ποικίλους λόγους. Από το 1949 που ο κινεζικός εμφύλιος πόλεμος έληξε με νίκη των κομμουνιστών και υποχώρηση των εθνικιστών του Τσιανγκ Κάι-Σεκ στην τότε Φορμόζα, οι δύο πλευρές έδειξαν σώφρονα αυτοσυγκράτηση. Η κατάσταση όμως άρχισε να αλλάζει από τότε που η κομμουνιστική Κίνα διεκδικεί πρωτεία παγκόσμιου παίκτη, ενώ η δημοκρατική σήμερα και πλούσια Ταϊβάν είναι σημαντικός παραγωγός υψηλής τεχνολογίας. Στο νησί αυτό, που απέχει 81 μίλια από την Κίνα, παράγεται το 80% της παγκόσμιας κατανάλωσης ημιαγωγών, κορυφαίο καύσιμο της ψηφιακής εποχής μας.

Από μόνο του το γεγονός αυτό αποτελεί πρόκληση για την Κίνα, η οποία επί σειρά ετών ακολούθησε πολιτική ειρηνικής συμβίωσης με το ταϊβανέζικο καθεστώς, προωθώντας την αντίληψη της «ήπιας επανένωσης».

Την ίδια περίοδο όμως, για να βοηθήσει τον λαό της Ταϊβάν «να δει το φως», το Πεκίνο επιδίωξε να απομονώσει διεθνώς την [πρωτεύουσα] Ταϊπέι, προσφέροντας οικονομικά κίνητρα στους συμμάχους του νησιού, εάν συμφωνούσαν να εγκαταλείψουν την Ταϊπέι υπέρ του Πεκίνου.

Χρησιμοποίησε επίσης την αυξανόμενη οικονομική της μόχλευση για να αποδυναμώσει την θέση της Ταϊπέι στους διεθνείς οργανισμούς και να διασφαλίσει ότι οι χώρες, οι εταιρείες, τα πανεπιστήμια και τα άτομα -πραγματικά όλοι, παντού- ακολουθούν την αντίληψή της για την πολιτική της «μιας Κίνας». Όσο αιχμηρές κι αν ήταν αυτές οι τακτικές, σταματούσαν πολύ πριν τη στρατιωτική δράση. Και παρόλο που οι Κινέζοι αξιωματούχοι υποστήριζαν πάντα ότι είχαν δικαίωμα να χρησιμοποιήσουν βία, αυτή η επιλογή φαινόταν ότι δεν υπήρχε στο τραπέζι.

Τους τελευταίους μήνες, ωστόσο, υπήρξαν ανησυχητικά μηνύματα ότι το Πεκίνο επανεξετάζει την ειρηνική προσέγγισή του και σκέφτεται τη βίαιη ενοποίηση. Ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ κατέστησε σαφή τη φιλοδοξία του να επιλύσει το ζήτημα της Ταϊβάν, έγινε αισθητά πιο επιθετικός σε ζητήματα κυριαρχίας και διέταξε τον κινεζικό στρατό να αυξήσει τη δραστηριότητά του κοντά στο νησί. Ενίσχυσε επίσης τον κινεζικό εθνικισμό και επέτρεψε να εισχωρήσει η συζήτηση για μια βίαιη κατάληψη της Ταϊβάν στο κυρίαρχο ρεύμα του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΚ).

Η απτή μετατόπιση της σκέψης του Πεκίνου κατέστη δυνατή χάρη σε μια προσπάθεια δεκαετιών για στρατιωτικό εκσυγχρονισμό, που επιταχύνθηκε από τον Σι, με στόχο να επιτρέψει στην Κίνα να αναγκάσει την Ταϊβάν να επιστρέψει στο «μαντρί». Οι κινεζικές δυνάμεις σχεδιάζουν να επικρατήσουν ακόμη και αν παρέμβουν στρατιωτικά οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες έχουν εξοπλίσει την Ταϊβάν, αλλά άφησαν ανοιχτό το ερώτημα εάν θα την υπερασπίζονταν σε μια επίθεση. Ενώ οι Κινέζοι ηγέτες συνήθιζαν να θεωρούν φαντασία μια στρατιωτική εκστρατεία για να πάρουν το νησί, τώρα το θεωρούν μια πραγματική πιθανότητα», υποστηρίζει με εντυπωσιακό άρθρο-μελέτη στην επιθεώρηση «Φόρεϊν Αφέαρς» (ελληνική έκδοση) η πολιτική επιστήμονας Οριάνα Σκίλαρ Μαστρό, συνεργάτιδα στο Αμερικανικό Ινστιτούτο της Επιχείρησης.

Υποστηρίζει δε ότι «οι υπεύθυνοι χάραξης της πολιτικής των ΗΠΑ μπορεί να ελπίζουν ότι το Πεκίνο θα διστάσει μπροστά στο πιθανό κόστος μιας τέτοιας επιθετικότητας, αλλά υπάρχουν πολλοί λόγοι να πιστεύουμε ότι ίσως να μη διστάσει. Η υποστήριξη για τη βίαιη ενοποίηση μεταξύ του κινεζικού κοινού και του στρατιωτικού κατεστημένου αυξάνεται. Η ανησυχία για τους διεθνείς άγραφους κανόνες υποχωρεί. Πολλοί στο Πεκίνο αμφιβάλλουν επίσης ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν τη στρατιωτική ισχύ για να εμποδίσουν την Κίνα να καταλάβει την Ταϊβάν, ώστε να ενισχύσουν και τη διεθνή επιρροή τους.

Υπό αυτές τις συνθήκες, αν και μια κινεζική εισβολή στην Ταϊβάν μπορεί να μην είναι επικείμενη, για πρώτη φορά μετά από τρεις δεκαετίες, είναι καιρός να λάβουμε σοβαρά υπόψη την πιθανότητα η Κίνα να χρησιμοποιήσει σύντομα βία για να τερματίσει τον σχεδόν ενός αιώνα εμφύλιο πόλεμό της (ξεκίνησε το 1927).

Στο πλαίσιο αυτό, Κινέζοι μελετητές και αναλυτές στρατηγικής με τους οποίους είχαμε επαφές τονίζουν με έμφαση ότι αν και δεν υπάρχει σαφές χρονοδιάγραμμα, ο Σι θέλει η ενοποίηση με την Ταϊβάν να είναι μέρος της προσωπικής του κληρονομιάς. Όταν ρωτήθηκε για ένα πιθανό χρονοδιάγραμμα από έναν δημοσιογράφο του Associated Press τον Απρίλιο, ο Le Yucheng, υφυπουργός Εξωτερικών της Κίνας, δεν επιχείρησε να κατευνάσει τις ανησυχίες για μια επικείμενη εισβολή ή να αρνηθεί την αλλαγή του κλίματος στο Πεκίνο.

Αντίθετα, βρήκε την ευκαιρία να επαναλάβει ότι η εθνική ενοποίηση «δεν θα σταματήσει από κανέναν και καμία δύναμη» και ότι ενώ η Κίνα θα αγωνιστεί για ειρηνική ενοποίηση, δεν «δεσμεύεται να εγκαταλείψει άλλες επιλογές. Καμία επιλογή δεν αποκλείεται».

Όλα τα παραπάνω, όπως εύκολα καταλαβαίνει κανείς, δεν είναι πολύ αισιόδοξα και προκαλεί αρνητική εντύπωση η πεισματική αδυναμία της Ευρώπης να μη θέλει να δει το πρόβλημα.

Η Ουκρανία

Μια ρωσική επίθεση κατά της Ουκρανίας κάθε άλλο παρά κινδυνολογική εικασία είναι. Το αυταρχικό καθεστώς Πούτιν παίζει φουλ το παιχνίδι του ρωσικού εθνικισμού, που είναι και η πρώτη ύλη της διαιώνισής του. Είναι προφανές έτσι ότι η σημερινή ρωσική εξουσία χρησιμοποιεί ως βασικό εργαλείο της πολιτικής της επιβίωσης τα οράματα της επέκτασης «αυτοκρατορικών ζωνών επιρροής».

Από την άποψη αυτή, είναι εξόχως ενδιαφέρον να διαβάσει και να αναλύσει κανείς τις προσωπικές θέσεις και απόψεις του Πούτιν απέναντι στο θέμα. Ο Ρώσος πρόεδρος έχει εκθέσει τη σκέψη του για την Ουκρανία με δύο μορφές: πρώτον, έχει ζητήσει εγγύηση από τη Δύση ότι δεν θα επιτραπεί στην Ουκρανία να ενταχθεί στο NATO. Και δεύτερον, έχει γράψει ένα μακροσκελές δοκίμιο σχετικά με το ιστορικό των ρωσο-ουκρανικών σχέσεων, στο οποίο φέρεται να υποστηρίζει την πεποίθησή του ότι οι δύο οντότητες είναι, στην πραγματικότητα, μία χώρα.

Με αναφορές στη θεωρία του Σάμουελ Χάντινγκτον και το περίφημο έργο του περί «Σύγκρουσης των Πολιτισμών», ο Βλαντιμίρ Πούτιν ξεκινά με τον ισχυρισμό ότι για αιώνες «οι Ρώσοι και οι Ουκρανοί ήταν ένας λαός -ενιαίος και ολόκληρος». Ρώσοι, Ουκρανοί και Λευκορώσοι είναι «όλοι απόγονοι του Αρχαίου Ρας… και συνδέονται μεταξύ τους με μια γλώσσα (την Παλαιά Ρωσική), οικονομικούς δεσμούς, την κυριαρχία των πριγκίπων της δυναστείας των Ρουρίκ και -μετά το βάπτισμα του Ρας- την ορθόδοξη πίστη».

Η γλώσσα, η οικονομία, οι κοινοί κυβερνήτες και η κοινή θρησκεία, υποστηρίζει, παραμένουν οι κυρίαρχες δυνάμεις που καθορίζουν την ομοιότητα τριών λαών χωρισμένων σε τρία εθνικά κράτη (Ρωσία, Ουκρανία και Λευκορωσία), που περιλαμβάνουν αυτό που ο Huntington αποκαλούσε ενιαίο πολιτισμό.

Μέσα σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο, η Ουκρανία, υποστηρίζει ο Πούτιν, απομακρύνεται από τη Ρωσία και προσπαθεί να ενισχύσει την ανεξαρτησία της, επειδή είναι «υπό αποικιοκρατική δυτική επιρροή, με απόλυτο τεχνητό χαρακτήρα».

Βέβαια, ο Ρώσος πρόεδρος παραλείπει την όποια αναφορά στα οκτώ εκατομμύρια Ουκρανούς νεκρούς από πείνα την εποχή του σταλινικού «θαύματος» και ξεχνά την ιστορία του δυτικού τμήματος της πολύπαθης αυτής χώρας.

Στόχος του είναι η ένταξη της Ουκρανίας στους ευρασιατικούς σχεδιασμούς του, με τους οποίους εσχάτως «παίζει» και ο πρόεδρος Ερντογάν. Και αυτή είναι μια άλλη διάσταση της υπό εκκόλαψη κρίσης.

Πηγή: euro2day.gr