Του Παναγιώτη Λιαργκόβα*
Το 2021 ήταν μια δύσκολη χρονιά. Στο ξεκίνημά της, βρέθηκε αντιμέτωπη με το τρίτο κύμα της πανδημίας. Οι εμβολιασμοί ήταν αρκετά χαμηλοί και η οικονομία ήταν αναγκασμένη να λειτουργεί με περιοριστικά μέτρα. Ομως, σταδιακά η κανονικότητα άρχισε να επιστρέφει. Το ξεκίνημα του 2022 θα είναι εντελώς διαφορετικό από το αντίστοιχο ξεκίνημα του 2021. Υπάρχουν πλέον πολλά υγειονομικά όπλα για την αναχαίτιση του κορωνοϊού και έχει συσσωρευτεί μια αξιόλογη εμπειρία. Το σημαντικότερο όμως όλων είναι το γεγονός ότι, όπως δείχνουν τα στοιχεία, η οικονομία όχι μόνο άντεξε την κρίση αυτή, αλλά εμφανίζει εντυπωσιακή δυναμική.
Tα πρόσφατα δημοσιευμένα στοιχεία της Eurostat δίνουν την πρώτη θέση στην ελληνική οικονομία όσον αφορά τον ρυθμό ανάπτυξης στο τρίτο τρίμηνο του 2021: 13,4% στην Ελλάδα, δεύτερη καλύτερη η Ρουμανία με 8%, τρίτη η Ουγγαρία με 6,1%, ενώ οι ισχυροί της ευρωζώνης σημείωσαν ανάπτυξη από 2,5% (Γερμανία) έως 3,8% (Ιταλία), με τη Γαλλία στο 3,3% και την Ισπανία στο 2,7%.
Σε απόλυτο μέγεθος, το ΑΕΠ της χώρας μας, το 3ο τρίμηνο, διαμορφώθηκε στα 46,4 δισ. ευρώ, που αποτελεί την υψηλότερη εγχώρια επίδοση την τελευταία δεκαετία. Αρκεί μια επέκταση 6% το τέταρτο τρίμηνο του έτους για να προκύψει ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης 8,5%. Δεδομένου ότι πέρυσι την εορταστική περίοδο η αγορά προσπαθούσε να ισορροπήσει ανάμεσα σε lockdown, click away και ψώνια με ραντεβού, με την εστίαση ερμητικά κλειστή, επέκταση 6% το τελευταίο τρίμηνο θεωρείται απολύτως εφικτή. Επιπλέον, εάν δούμε τα ποιοτικά στοιχεία της ανάπτυξης, θα διαπιστώσουμε ότι αυτή στηρίζεται στην αύξηση των εξαγωγών κατά 48,6% (υψηλότερο ποσοστό αύξησης των εξαγωγών πανευρωπαϊκά) και των επενδύσεων κατά 18,1% (δεύτερο υψηλότερο ποσοστό αύξησης πανευρωπαϊκά).
Δηλαδή το μείγμα ανάπτυξης περιέχει «αντισώματα» έναντι των αβεβαιοτήτων οι οποίες εξακολουθούν να υπάρχουν και επικεντρώνονται κυρίως σε δύο στοιχεία: στην πορεία της πανδημίας και τον πληθωρισμό. Ενας μεγαλύτερος του επίσημα εκτιμώμενου (6,9%) ρυθμός ανάπτυξης σημαίνει τρεις μονάδες χαμηλότερο χρέος προς ΑΕΠ φέτος και ουσιαστικό carry over το 2022 και το 2023 και συναφώς δημιουργία πρόσθετου δημοσιονομικού χώρου με δυνατότητα νέων φορολογικών μειώσεων το 2022. Ενα δεύτερο στοιχείο που δημιουργεί αισιοδοξία για το 2022, είναι οι πολυάριθμες – πλέον – επιχειρηματικές συμφωνίες όπως αυτή της Digital Realty, της Pfizer, της Microsoft, της CISCO, της Oracle, της Team Viewer και της Amazon Web Services.
Τέλος, το 2021 ήταν μια χρονιά νέων ρεκόρ για την ολοένα αναπτυσσόμενη ελληνική startup σκηνή, ενώ φαίνεται ότι δημιουργείται ένα νέο κύμα νεοφυών επιχειρήσεων που θα ξεχωρίσουν και θα αφήσουν το στίγμα τους το 2022. Η πανδημία δημιούργησε αναταράξεις αλλά και ευκαιρίες. Το ελληνικό οικοσύστημα των startups, που φαίνεται να εκμεταλλεύτηκε αυτές τις ευκαιρίες, αποκτά στοιχεία ωριμότητας, ενώ εκτιμάται ότι η αξία τους από τα 6 δισ. ευρώ θα τριπλασιαστεί στα 15 δισ. ευρώ εντός της προσεχούς πενταετίας.
Τα παραπάνω καλά νέα δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν ρίσκα και αβεβαιότητες. Μία από αυτές είναι η νέα μετάλλαξη Ομικρον η οποία θολώνει το τοπίο, αφού μπορεί να εκτινάξει το συνολικό κόστος της πανδημίας, το οποίο βάσει των κυβερνητικών παρεμβάσεων εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στα 43,5 δισ. ευρώ έως το 2022. Τα νεότερα στοιχεία ωστόσο, δείχνουν ότι η μετάλλαξη Ομικρον δεν είναι θανατηφόρα παρά το γεγονός της αυξημένης μεταδοτικότητάς της. Αρα θα υπάρξουν μικρές αλλαγές στη σοβαρότητα της νόσου και ήπια μείωση στην αποτελεσματικότητα των εμβολίων, κάτι που θα οδηγήσει σε οριακή (και στοχευμένη) αυστηροποίηση των περιοριστικών μέτρων, με ανάλογες επιπτώσεις στην οικονομία. Σε ένα άλλο πιο θετικό σενάριο, θα επιταχύνει την ανοσία της αγέλης, με προφανείς επιπτώσεις στις οικονομίες και στις αγορές. Σε κάθε περίπτωση δεν φαίνεται να κινδυνεύει η ανάκαμψη της οικονομίας μας από τη νέα μετάλλαξη. Ενας δεύτερος παράγοντας αβεβαιότητας είναι ο πληθωρισμός.
Μια προσεκτική ανάλυση των δεδομένων σε παγκόσμιο επίπεδο οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι πληθωριστικές πιέσεις που παρατηρούνται διεθνώς, οφείλονται σε πολλούς και διαφορετικούς συγκυριακούς παράγοντες, π.χ. ανισορροπίες μεταξύ προσφοράς και ζήτησης που όλοι όμως εμφανίστηκαν στην τρέχουσα συγκυρία, οι οποίοι σταδιακά θα φθίνουν μέχρι το καλοκαίρι του 2022. Πέρα από τις δύο αυτές αβεβαιότητες, πολλά θα εξαρτηθούν από τις εξελίξεις αναφορικά με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Διακυβέρνηση.
Θα συνεχίσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να συμπεριλαμβάνει τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης; Θα αλλάξει το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης σε μια κατεύθυνση με μεγαλύτερη ευελιξία και αντι-κυκλικότητα; Η ευελιξία πρέπει να παραμείνει βασικό συστατικό του δημοσιονομικού πλαισίου, ενώ σε ένα αναθεωρημένο δημοσιονομικό πλαίσιο επιβάλλεται να προστατεύονται οι παραγωγικές επενδύσεις, όπως οι επενδύσεις στην εκπαίδευση, στην Ε&Α, στις δημόσιες υποδομές και στις μεταφορές, καθώς και οι πράσινες επενδύσεις.
Αυτό, ωστόσο, συνεπάγεται ότι είναι αναγκαίο να ληφθούν υπόψη και να αναλυθούν ορισμένα κρίσιμα ζητήματα που σχετίζονται με την κατηγοριοποίηση των δημοσίων δαπανών (π.χ. διάκριση μεταξύ παραγωγικών και μη παραγωγικών δαπανών), καθώς και τη χρηματοδότηση των δημοσίων επενδύσεων. Η αναγκαιότητα προστασίας των δημοσίων επενδύσεων π.χ. στον τομέα της υγείας, κατέστη εμφανής, ίσως περισσότερο από ποτέ, εξαιτίας της πανδημίας COVID-19.
*Ο κ. Παναγιώτης Λιαργκόβας είναι πρόεδρος του ΚΕΠΕ και του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας, καθηγητής Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.
Πηγή: tovima.gr