Του Μιχαήλ Αργυρού*
Τα τελευταία δύο χρόνια η ελληνική οικονομία αντιμετώπισε σημαντικές προκλήσεις εξαιτίας του πρωτοφανούς σοκ της πανδημίας. Τα έγκαιρα, στοχευμένα και προσωρινά μέτρα υποστήριξης που έλαβε η ελληνική κυβέρνηση περιόρισαν σημαντικά το οικονομικό και κοινωνικό αποτύπωμα της κρίσης, προστατεύοντας αποτελεσματικά τον παραγωγικό ιστό της οικονομίας, τις θέσεις εργασίας και την κοινωνική συνοχή.
Ως αποτέλεσμα, και το 2021, η ελληνική οικονομία ανακάμπτει εντυπωσιακά: Το τρίτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους ο ρυθμός ανάπτυξης σε ετήσια βάση ανήλθε σε 13,4%, ποσοστό που αποτελεί την καλύτερη επίδοση στην ευρωζώνη.
Το ίδιο τρίμηνο και σε απόλυτα μεγέθη, το πραγματικό ΑΕΠ κατέγραψε τη μεγαλύτερη τιμή του μετά το τρίτο τρίμηνο του 2011. Παράλληλα, η σύνθεση της ελληνικής οικονομικής δραστηριότητας βελτιώνεται, αφού η ανάκαμψη οδηγείται σε μεγάλο βαθμό από αύξηση επενδύσεων, βιομηχανικής παραγωγής και εξαγωγών.
Επίσης, το πρώτο εννεάμηνο του 2019 οι άμεσες επενδύσεις σχεδόν διπλασιάστηκαν ενώ το ποσοστό ανεργίας υποχώρησε σημαντικό, σε 133% “τον Οκτώβριο του 2021 από 15,6% τον Δεκέμβριο 2020, λόγω αύξησης των απασχολούμενων και μείωσης των οικονομικά ανενεργών.
Ταυτόχρονα, η Ελλάδα σημειώνει απτή πρόοδο στην ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων υψηλής προστιθέμενης αξίας. Παίρνοντας ώθηση από τα σημαντικά φορολογικά κίνητρα που δόθηκαν το 2020, το ποσοστό δαπανών για έρευνα και ανάπτυξη (R&D) έχει αυξηθεί στο 13% του ΑΕΠ, ποσοστό υπερδιπλάσιο σε σχέση με το 2012 (0,7%).
Αυτό συμπίπτει με άνοδο του ποσοστού προϊόντων υψηλής τεχνολογίας στις μεταποιητικές εξαγωγές (που και οι ίδιες αυξάνονται σε όγκο), από 8,5% το 2012 σε 13,5% το 2020. Τέλος, τα τελευταία δύο χρόνια συντελούνται άλματα στην ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης, με μεγάλα άμεσα και έμμεσα οφέλη για την παραγωγικότητα, τις συνθήκες κόστους των επιχειρήσεων και την καθημερινότητα των πολιτών.
Συνολικά, η δυναμική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας σε μεγάλο βαθμό στηρίζεται σε ποιοτική διαφοροποίηση και αναβάθμιση της ελληνικής παραγωγικής βάσης. Αυτό αυξάνει το φυσικό προϊόν της χώρας και την ανθεκτικότητά της σε μελλοντικές κρίσεις.
Επίσης, με δεδομένο ότι απασχόληση αποτελεί το βασικό προσδιοριστικό παράγοντα διαμόρφωσης των ποσοστών φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού, η παρατηρούμενη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας μειώνει σημαντικά τις εισοδηματικές ανισότητες.
Σε ό,τι αφορά το2022 οι πρόδρομοι δείκτες, πχ. δείκτες οικονομικής εμπιστοσύνης, τραπεζικές καταθέσεις, όγκος βιομηχανικής παραγωγής, τιμές ακινήτων, αγορές ομολόγων, δείχνουν συνέχεια της ισχυρής ανάκαμψης.
Σε συνδυασμό με τους πολύ σημαντικούς σε μέγεθος ευρωπαϊκούς πόρους που είναι διαθέσιμοι για τη χώρα τα επόμενα χρόνια, το εθνικό Πρόγραμμα Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας Ελλάδα 2.0, και την αύξηση ανταγωνιστικότητας που ήδη καταγράφεται εξαιτίας της μείωσης φόρων και των σημαντικών μεταρρυθμίσεων που εφαρμόζει η κυβέρνηση, τα παραπάνω μας επιτρέπουν να είμαστε ρεαλιστικά αισιόδοξοι για τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Παρά τις αναταράξεις που προκαλεί η παράταση της υγειονομικής κρίσης και η διεθνής αύξηση των τιμών ενέργειας, οι οποίες ασφαλώς αποτελούν νέες προκλήσεις, η Ελλάδα έχει εισέλθει σε ενάρετο κύκλο επιταχυνόμενης εμπιστοσύνης και διατηρήσιμης, συμπεριληπτικής ανάπτυξης, προς όφελος όλων των Ελληνίδων και Ελλήνων, ιδιαίτερα των πιο ευάλωτων.
*Πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, καθηγητής Οικονομικών Πανεπιστημίου Πειραιώς