Ανατομία της ακρίβειας στην πραγματική Οικονομία… Του Αντώνη Ζαΐρη

241

Του Αντώνη Ζαΐρη*

Παρά το γεγονός ότι το 2021 η λιανική αγορά έκλεισε με θετικό πρόσημο σε σχέση με το 2020 που είχαμε τα επαναλαμβανόμενα lockdown, σε σχέση με το 2019 η μεσοσταθμική μείωση αναμένεται να αγγίξει το -15%. Επιπρόσθετα από τα τέλη Οκτωβρίου 2021 μέχρι και τον Δεκέμβριο η ραγδαία καθίζηση πωλήσεων ήταν μη αναμενόμενη. Αλλά και οι προβλέψεις του πρώτου εξαμήνου 2022 για την αγοραστική ζήτηση είναι αποθαρρυντικές, αφού με βάση πρόσφατη έρευνα των ΣΕΛΠΕ-ELTRUN (ΟΠΑ) το 50% των καταναλωτών θεωρεί ότι οι δαπάνες ηλεκτρικής ενέργειας αλλά και λογαριασμών κοινωνικής ωφέλειας θα κινηθούν ανοδικά με επιπτώσεις βεβαίως στη ζήτηση προϊόντων και στην αναθέρμανση της πραγματικής οικονομίας.

Όσον αφορά τώρα τις ανατιμήσεις προϊόντων, είτε λόγω αύξησης κόστους πρώτων υλών είτε λόγω ενεργειακού κόστους, προοιωνίζεται πληθωρισμός κόστους που ήδη καλπάζει στο 5% τον μήνα Δεκέμβριο του 2021, ενώ ο εθνικός δείκτης τιμών καταναλωτή 4,8% τον μήνα Νοέμβριο (στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ), ο δε εναρμονισμένος δείκτης στο 4,4% (στοιχεία Eurostat), για δε το σύνολο της ευρωζώνης ο δείκτης κινήθηκε πάνω από 5%. Στο πλαίσιο αυτής της προσέγγισης θα πρέπει να συνεκτιμηθούν δύο σοβαρές παράμετροι που συνιστούν ταυτόχρονα και σενάρια της επόμενης μέρας:

Πρώτον, όσον αφορά τις ανατιμήσεις προϊόντων αυτές θα κυμανθούν μεταξύ 5% και 12%, πρόκειται δε μάλλον περί παροδικού φαινομένου, καθώς αφορά εισαγόμενα είδη από Ασία και ιδιαίτερα από Κίνα. Η αδυναμία λοιπόν ικανοποίησης της ζήτησης από την προσφορά οφείλεται σε καθυστερήσεις παραδόσεων – μεταφορών λόγω κορωνοϊού, μειωμένη παραγωγή λόγω έλλειψης εργατικών χεριών κ.ά.

Ως εκ τούτου η σταδιακή ομαλοποίηση της εφοδιαστικής αλυσίδας σε όλο το εύρος της θα επανέλθει όταν εκλείψουν και οι λόγοι ανησυχίας που την προκαλούν δηλαδή ελεγχθεί ως ένα βαθμό ο έλεγχος πανδημικού κύματος που υπολογίζεται την άνοιξη του 2022.

Δεύτερον, όσον αφορά όμως τις ανατιμήσεις που προέρχονται από την αύξηση του ενεργειακού κόστους τα πράγματα είναι διαφορετικά καθώς η χώρα μας είναι απόλυτα, κατά 100%, εξαρτημένη από εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου δαπανώντας ετησίως γύρω στα 5,5 δισ. ευρώ και ως εκ τούτου πολλαπλά εκτεθειμένη στις διεθνείς διακυμάνσεις των τιμών ενέργειας και στα γεωπολιτικά «παίγνια» γύρω από την ενέργεια.

Με βάση συγκεκριμένο παράδειγμα στον χώρο του food retail, αύξηση της μεγαβατώρας από 60 ευρώ σε 210 ευρώ τον μήνα Οκτώβριο 2021 επέφερε κοστολογική επιβάρυνση της τάξης του 70% – 80% στο σύνολο των εξόδων, πράγμα που σημαίνει δυσεπίλυτο πρόβλημα για τις επιχειρήσεις με συνοδές επιπτώσεις στις επενδύσεις, στην εξωστρέφεια και στην ανταγωνιστικότητά τους.

Χρειάζεται λοιπόν από την κυβέρνηση η εκπόνηση ενός εθνικού σχεδίου διαχείρισης της επερχόμενης μονιμότερης κρίσης λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι οι συνεχόμενες ανατιμήσεις προϊόντων και ο πληθωρισμός υπονομεύουν σε έναν βαθμό και το αναγκαίο εργαλείο νομισματικής χαλάρωσης των Κεντρικών τραπεζών που έχει ήδη αποδειχθεί ιδιαίτερα ωφέλιμο για ευάλωτες οικονομίες όπως η ελληνική.

*επίκ. καθηγητής Διοίκησης Επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο Νεάπολις Κύπρου και μέλος της American Economic Association