Μπορεί η Αμερική να προστατεύσει τους συμμάχους της;… Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

190

Το νέο γεωπολιτικό τοπίο και με δεδομένη την εσωτερική διαίρεσή μας, πόσο μπορεί να λειτουργήσει η γνωστή στρατηγική της αποτροπής;

Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

Το ερώτημα που θέτει ο τίτλος του άρθρου μας, δεν είναι μόνο δικό μας. Απ’ ό,τι γνωρίζουμε απασχολεί σοβαρότατα τόσο τις κινεζικές και ρωσικές ηγεσίες όσο και την Ευρωπαϊκή Ένωση, δια της Γαλλίας, που ασκεί και την εξάμηνη προεδρεία της ΕΕ. Όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο αναλυτής Michael O’ Hanlon, στην επιθεώρηση «Foreign Affairs», από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η στρατηγική σκέψη των ΗΠΑ κυριαρχείται από το δόγμα της αποτροπής (detterence). Στην απλούστερη μορφή της, η αποτροπή αναφέρεται στην ικανότητα ενός κράτους να χρησιμοποιεί απειλές για να πείσει ένα άλλο ότι το κόστος κάποιας δράσης για παράδειγμα, η εισβολή ενός από τους γείτονές του- θα αντισταθμίσει τα οφέλη. Αυτή ήταν η λογική πίσω από την ψυχροπολεμική έννοια της αμοιβαίας ασφαλούς καταστροφής (mutual assured destruction). Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες ή η Σοβιετική Ένωση χρησιμοποιούσαν πυρηνικά όπλα, ο άλλος θα ανταποκρινόταν με τα δικά του πυρηνικά χτυπήματα, με αποτέλεσμα την ολική καταστροφή και των δύο. Κάνοντας το κόστος του Πολέμου ανεπίδεκτα υψηλό, και οι δύο πλευρές ήλπιζαν να διατηρήσουν την ειρήνη.

Ωστόσο, για την Ουάσινγκτον, η αποτροπή δεν ήταν ποτέ μόνο η προστασία του εδάφους των ΗΠΑ. Καθώς δημιούργησε το μεταπολεμικό σύστημα συμμαχιών που σήμερα αποτελεί ένα ουσιαστικό τμήμα της παγκόσμιας τάξης, Οι Ηνωμένες Πολιτείες ανέπτυξαν μια στρατηγική «εκτεταμένης αποτροπής». Σύμφωνα με αυτή την στρατηγική, οι Ηνωμένες Πολιτείες – θα χρησιμοποιήσουν την στρατιωτική τους ισχύ, συμπεριλαμβανομένου του πυρηνικού τους οπλοστασίου, για να υπερασπιστούν – τους συμβατικούς συμμάχους τους -την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα και τα κράτη του ΝΑΤΟ. Το ζήτημα δεν ήταν μόνο [η αποτροπή]. Τα αποθαρρύνει τον σοβιετικό τυχοδιωκτισμό στην Ασία και την Ευρώπη, αλλά και να καθησυχάσει τους συμμάχους των ΗΠΑ. Εάν η Γερμανία και η Ιαπωνία για – τα πάρουμε μόνο δύο παραδείγματα) γνωρίζουν ότι η Ουάσιγκτον, θα εγγυηθεί την ασφάλειά τους, δεν θα χρειαστεί να αναλάβουν δράσεις -όπως η κατασκευή πυρηνικής βόμβας- που θα μπορούσαν να αποσταθεροποιήσουν το διεθνές σύστημα.

Σήμερα, η σοβιετική απειλή έχει εξαφανιστεί, αλλά η στρατηγική της εκτεταμένης αποτροπής παραμένει κεντρική στην παγκόσμια 1σχύ των Ηνωμένων Πολιτειών, Η Ουάσιγκτον εξακολουθεί, τουλάχιστον στα χαρτιά, να είναι δεσμευμένη να χρησιμοποιήσει στρατιωτική (και, αν χρειαστεί, ακόμη και πυρηνική) βία για να προστατέψει τους συμμάχους της από την επιθετικότητα των αντιπάλων. Η τοποθέτηση των στρατιωτικών δυνάμεων των ΗΠΑ στο εξωτερικό προσδίδει πρόσθετη αξιοπιστία στην δέσμευση αυτή, καθώς το οποιαδήποτε επίθεση σε έναν σημαντικό σύμμαχο θα μπορούσε να προκαλέσει θύματα των ΗΠΑ, διασφαλίζοντας παράλληλα μια στρατιωτική αντίδραση των ΗΠΑ. Σήμερα, οι δύο κύριοι γεωπολιτικοί αντίπαλοι της Ουάσιγκτον είναι η Κίνα και η Ρωσία. Η Κίνα είναι μια αναδυόμενη δύναμη [5] που αρχίζει να αμφισβητεί την οικονομική και τεχνολογική υπεροχή των Ηνωμένων Πολιτειών, και η Ρωσία υπό τον πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν, έχει όλο και περισσότερο αφιερωθεί στην υπονόμευση και της υπό την ηγεσία των ΗΠΑ τάξης, Αναγνωρίζοντας την απειλή Που θέτουν το Πεκίνο και η Μόσχα, κορυφαίοι αξιωματούχοι της άμυνας σε αμφότερες τις διοικήσεις του Ομπάμα και του Trump τόνισαν την ανάγκη η Ουάσινγκτον να διατηρήσει και να ενισχύσει τις παραδοσιακές αποτρεπτικές στρατηγικές της.

Όμως, από το 2016 και μετά ο Τραμπ, αυτή την εκδοχή δεν την συμμεριζόταν. Και αυτό το έδειχνε με διάφορους τρόπους. Έτσι, στο επίπεδο των συμμαχιών, οι αμφιβολίες μεγάλωναν. Ο Τραμπ αμφισβήτησε ανοιχτά την αξία των συμμαχιών των ΗΠΑ και υποτίμησε βασικούς συμμάχους τους. Με τον Τζο Μπάιντεν ναι μεν η ρητορική έχει αλλάξει, όχι όμως και οι πραγματικές προθέσεις. Μετά το Αφγανιστάν και σήμερα το ουκρανικό, είναι ξεκάθαρο πως τα σύγχρονα προβλήματα ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών δεν μπορούν να επιλυθούν μόνο με την παραδοσιακή στρατιωτική αποτροπή. Η Ουάσιγκτον πρέπει να δεσμεύσει τον εαυτό της στο να διαβεβαιώσει τους συμμάχους της ότι είναι πρόθυμη και ικανή να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από τις Συνθήκες. Αλλά ακόμα πιο σημαντικό, πρέπει να αρχίσει να διευρύνει την προσέγγισή της στην αποτροπή, υπό το πρίσμα της μεταβαλλόμενης φύσης της απειλής που θέτουν ανταγωνιστές όπως η Κίνα και η Ρωσία. Πάνω απ’ όλα, οι φορείς χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ πρέπει να αναπτύξουν στρατηγικές που να συνδυάζουν στρατιωτικά στοιχεία με οικονομικές κυρώσεις και άλλες μορφές μη στρατιωτικής τιμωρίας. Μια τέτοια στρατηγική θα μείωνε τον κίνδυνο ενός καταστρεπτικού πολέμου, πείθοντας τους αντιπάλους ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι πρόθυμες να πραγματοποιήσουν τις απειλές τους, ακόμα και σε μια εποχή κατά την οποία η Κίνα και η Ρωσία όχι μόνο κραδαίνουν ισχυρότερα όπλα αλλά και δείχνουν αυξημένη προθυμία να τα χρησιμοποιήσουν.