Η νίκη του Κόστα και η αυτοχειρία της Αριστεράς… Του Γιάννη Μπουρνούς

259

Του Γιάννη Μπουρνούς*

Στις πρόωρες εκλογές του Νοεμβρίου 2015, οι Πορτογάλοι Σοσιαλιστές κατετάγησαν δεύτεροι πίσω από τον συνασπισμό της Δεξιάς. Κατάφεραν, όμως, ελέω απλής αναλογικής, να σχηματίσουν κυβέρνηση μειοψηφίας με τη στήριξη του Αριστερού Μπλοκ και του Ενωτικού Δημοκρατικού Συνασπισμού (Κομμουνιστικό Κόμμα και Πράσινοι), την κυβέρνηση «Μαραφέτι» (Geringonça), όπως την αποκάλεσε περιφρονητικά η Δεξιά. Η συνεργασία επισφραγίστηκε με τετραετή προγραμματική συμφωνία των τριών κομμάτων, με κεντρικό στόχο να τελειώσει η λιτότητα και να αποκατασταθούν τα λαϊκά εισοδήματα.

Στις εκλογές του 2019, οι Σοσιαλιστές νίκησαν μεν, αλλά χωρίς απόλυτη πλειοψηφία. Στις νέες διαπραγματεύσεις, οι προοδευτικές δυνάμεις αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το μοντέλο της τετραετούς προγραμματικής συμφωνίας και να βασίσουν τη συνεργασία τους σε διαπραγματεύσεις επί του προϋπολογισμού κάθε έτους. Τα κόμματα της Αριστεράς, με 31 καθοριστικές έδρες αθροιστικά, κατάφεραν να διαπραγματεύονται τα νομοσχέδια με την κυβέρνηση μειοψηφίας των Σοσιαλιστών από σχετική θέση ισχύος, με αποτέλεσμα να συνεχιστούν ακόμη και στην πανδημία οι φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις.

Μολαταύτα, τον Οκτώβριο του 2021 τα κόμματα της Αριστεράς επέλεξαν ουσιαστικά να οδηγήσουν τη χώρα σε πρόωρες εκλογές, υποκαθιστώντας τη στρατηγική με τον βολονταρισμό και καταψηφίζοντας έναν από τους πλέον προοδευτικούς προϋπολογισμούς της τελευταίας 20ετίας, όπως έγραψαν αναλυτές.

Η Αριστερά αυτοκτόνησε, όπως αποτυπώθηκε στο εκλογικό αποτέλεσμα της 30ης Ιανουαρίου: Οι μεν Σοσιαλιστές επικράτησαν ξανά της νεοφιλελεύθερης Δεξιάς, κατακτώντας την πολυπόθητη αυτοδυναμία (117/230 έδρες), ενώ το Αριστερό Μπλοκ και ο συνασπισμός ΚΚ-Πρασίνων καταβαραθρώθηκαν, χάνοντας αθροιστικά τις 20 από τις 31 έδρες που είχαν το 2019. Για το Αριστερό Μπλοκ, αυτό ήταν το χαμηλότερο εκλογικό αποτέλεσμα από το 2002, ενώ το ΚΚ κατέγραψε τη χειρότερη εκλογική επίδοση στην ιστορία του.

Η άλλη είδηση των εκλογών είναι ότι, για πρώτη φορά μετά την Επανάσταση των Γαριφάλων, η Ακροδεξιά αναδείχθηκε τρίτη δύναμη, με το ξενοφοβικό, λαϊκιστικό κόμμα Chega («Αρκετά!»), που ιδρύθηκε μόλις το 2019, να καταγράφει 7,15% με βασικό προεκλογικό σύνθημα “Να κάνουμε το σύστημα να τρέμει”.

Γιατί υποχώρησε τόσο η Αριστερά; Γιατί οδήγησε de facto τη χώρα σε εκλογές που την έθεταν εκτός παιχνιδιού, αφού το συντριπτικό δίλημμα που επικράτησε, ήταν αυτό της αυτοδυναμίας των Σοσιαλιστών, μετά από έξι χρόνια φιλολαϊκής διακυβέρνησης: Το Αριστερό Μπλοκ και το ΚΚ απέσυραν τη στήριξή τους σε μια κυβέρνηση, που, παρόλες τις αντιφάσεις της και τα στενά όρια ελιγμών ελέω του ευρωπαϊκού παράγοντα και της πανδημίας, υπό την δική τους καθοριστική πίεση κατάφερε να αποκαταστήσει κοινωνικά δικαιώματα, ξεκινώντας από τον κατώτατο μισθό: Το 2015 ήταν 589 ευρώ, ενώ το 2022 διαμορφώνεται στα 822 ευρώ, καταγράφοντας συνολική αύξηση 39,5%. Υπήρξαν αυξήσεις και στις συντάξεις, ενώ η ανεργία μειώθηκε σχεδόν στο μισό την τετραετία 2015-2019 (από το 12,4% στο 6,6%).

Την ίδια περίοδο, η οικονομία κατέγραψε επίσης θετικά αποτελέσματα: Η κυβέρνηση Κόστα πήρε το ΑΕΠ της χώρας στα 179 δις (2015) και το 2019, πριν την πανδημία, το έφτασε στα 214 δις, εκμηδενίζοντας ταυτόχρονα το έλλειμμα προ πανδημίας στο 0,1% (από 4,4% το 2015). Ένα επιτυχημένο, δηλαδή, μείγμα ενίσχυσης μισθών και συντάξεων, κοινωνικής πολιτικής για τους πολλούς και ταυτόχρονα τακτοποίησης των δημοσιονομικών της χώρας.

Η παραπέρα πορεία των δυνάμεων της πορτογαλικής Αριστεράς θα κριθεί εν πολλοίς από το πώς θα ερμηνεύσουν τις αυτοκαταστροφικές συνέπειες των επιλογών τους και από την τακτική τους έναντι της νέας κυβέρνησης πλειοψηφίας των Σοσιαλιστών. Και οι Σοσιαλιστές, όμως, οφείλουν πλέον να αποδείξουν, ότι ήταν συνειδητή επιλογή η φιλολαϊκή τους στροφή και όχι μια φωτεινή παρένθεση που κλείνει τώρα που δεν χρειάζονται την κοινοβουλευτική στήριξη της Αριστεράς.

*βουλευτής Νομού Λέσβου, αναπληρωτής τομεάρχης Εξωτερικών ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία