Του Άριστου Μιχαηλίδη
Στην Τουρκία, λέει, λόγω φτώχειας, πουλούν πλέον μπακλαβάδες χωρίς φυστίκια και τοστ χωρίς τυρί για να είναι πιο φτηνά και να μπορεί ο κόσμος να τα αγοράζει. Ο Ερντογάν, όμως, ανακοινώνει χειροκροτούμενος από τον φανατισμένο όχλο, τα δισεκατομμύρια που «επενδύει» στα γεωτρύπανα, στους πυραύλους, στα ντρόουνς, στις ναυτικές βάσεις, ακόμα και στην Καρπασία… Εντάξει, άλλη κουλτούρα, που λέει ο λόγος –διότι είναι σχήμα οξύμωρο να μιλάς για κουλτούρα δικτατόρων– που δεν έχει καμιά σχέση με την ευρωπαϊκή κουλτούρα. Όπως και όταν δείχνει ευαισθησία για τους μετανάστες λέγοντας ότι «ο θάνατος 19 ανθρώπων στα ελληνικά σύνορα από το κρύο δεν είναι κάτι που χωνεύεται εύκολα».
Ενώ, άμα τους στέλνει να πνίγονται στη Μεσόγειο προσπαθώντας να φτάσουν στην Κύπρο ή στην Ελλάδα, μπορεί να χωνευτεί εύκολα. Ή, όταν φυλακίζει και υποβάλλει σε απάνθρωπα βασανιστήρια όλους τους πολιτικούς του αντιπάλους είναι κάτι που χωνεύεται εύκολα. Μπορεί και οι Ευρωπαίοι συνεργάτες του να το χωνεύουν. Το ότι, ας πούμε, έριξε στη φυλακή για δυόμισι χρόνια τη σύζυγο τού επίσης φυλακισμένου Κούρδου βουλευτή, Σελαχατίν Ντεμιρτάς, την Μπασάκ Ντεμιρτάς, είναι πράξη μεγαλοψυχίας και δημοκρατικότητας. Γιατί την φυλάκισε; Διότι, ως εκπαιδευτικός η Μπασάκ, πήρε αναρρωτική άδεια αλλά η σύσταση για την άδεια που έγραψε ο γιατρός της εκδόθηκε στη διάρκεια ιατρικού ραντεβού στις 11 Δεκεμβρίου, και εκ παραδρομής γράφτηκε η ημερομηνία 14 Δεκεμβρίου. Δυόμισι χρόνια φυλακή για απάτη!
Πού το πάω; Θα σας πω, όταν το γράψω κι αυτό:
Στα κατεχόμενα, ο Ερσίν Τατάρ, πήρε τηλέφωνο τον δημοσιογράφο και διευθυντή της «Γιενί Ντουζέν», Τζενκ Μουτλούγιακαλι, και εξέφρασε την ενόχλησή του με όσα είπε ο δημοσιογράφος όταν φιλοξενήθηκε σε τουρκικό κανάλι. Ύψωσε τον τόνο της φωνής του και στη συνέχεια του έκλεισε το τηλέφωνο, όπως κατάγγειλε δημοσίως ο Μουτλούγιακαλι, φωνάζοντάς του: «με ταπείνωσες στην Τουρκία».
Εδώ το πάω, λοιπόν: Οι Τουρκοκύπριοι δημοσιογράφοι έχουν ακόμα την ευχέρεια να κρίνουν και να ενοχλούν τον Τατάρ και να τους παίρνει τηλέφωνο να φωνάζει εκνευρισμένος και να τους κλείνει το τηλέφωνο. Αυτό είναι ενοχλητικό για έναν δημοσιογράφο, αλλά όσο συμβαίνει αυτό θα πρέπει να σκέφτονται το επόμενο που θα συμβεί. Όταν παραδώσουν τα κατεχόμενα στην απόλυτη κυριαρχία της Άγκυρας, δεν θα τους παίρνει κανένας τηλέφωνο όταν κάνουν τη δουλειά τους, αλλά θα είναι στη φυλακή μαζί με τον Σελαχατίν Ντεμιρτάς, την Μπασάκ Ντεμιρτάς, τον δημοσιογράφο Μουράτ Αγκιρέλ και τους άλλους τέσσερις που φυλακίστηκαν τις προάλλες γιατί τόλμησαν να γράψουν για πράκτορες της Τουρκίας στη Λιβύη ή τους άλλους, πάνω από 120 δημοσιογράφους, που μέχρι πρόσφατα παρέμεναν έγκλειστοι σε τουρκικές φυλακές, από τότε που ο Ερντογάν ξεκίνησε το πογκρόμ κατά των «ενοχλητικών».
Ήδη πολλοί Τουρκοκύπριοι αισθάνονται την ανάσα του Ερντογάν και του διοικητή των κατεχομένων, του αντιπροέδρου Οτάι, όχι μόνο στο κυπριακό έδαφος αλλά και στις ζωές τους. Όμως, ακόμα μπορούν να σκέφτονται χωρίς να καταλήγουν στις τουρκικές φυλακές. Ακόμα. Αλλά, δεν θα αργήσει κι αυτό, είναι φως φανάρι. Ακόμα βάζουν φυστίκια στον μπακλαβά τους, παρά τις δυσκολίες, αλλά ούτε κι αυτό θα αργήσει.
Η κατάσταση είναι όπως την περιέγραφε στις 9 Φεβρουαρίου ο Σενέρ Λεβέντ. «Μήπως η Τουρκία θέλει να ανοίξει το Ερτζιάν και το λιμάνι Αμμοχώστου στον έξω κόσμο; Δεν θέλει. Θέλει να μείνουμε πάντα σε αυτή τη μάντρα, πάντα όμηροί της, πάντα αιχμάλωτοί της. Πάντα να είμαστε εξαρτώμενοί της. Να πηγαινοερχόμαστε στο εξωτερικό πάντα μέσω Τουρκίας. Να κάνουμε τις εισαγωγές μας από άλλες χώρες πάντα μέσω αυτής. Ενόσω εμείς ζούμε σε αυτή τη μάντρα, εκείνη είναι πιο ήσυχη. Αν ενεργήσουμε μόνοι μας, θα χάσει τον έλεγχο που έχει πάνω μας».
Δεν τα λέω για να κάνω τον δάσκαλο ή τον σύμβουλο των Τουρκοκυπρίων δημοσιογράφων. Ξέρουν καλύτερα από μένα τι συμβαίνει. Τα λέω γιατί ελπίζω ακόμα. Ελπίζω να αντιδράσουν στα χειρότερα που έρχονται και για τους ίδιους και για την Κύπρο.