Του Ηρακλή Ρούπα*
Εντελώς ξαφνικά, ενώ περιμέναμε να λήξει η κρίση της πανδημίας, βρεθήκαμε μπροστά στην εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία αντιμετωπίζοντας μία νέα κρίση με απρόβλεπτες συνέπειες και αβέβαιη έκβαση.
Εντελώς ξαφνικά συνειδητοποιήσαμε πως το κακό σενάριο που ακόμα επεξεργαζόμαστε μπορεί να προκαλέσει κοσμογονικές αλλαγές που θα διαμορφώσουν μία νέα οικονομική αρχιτεκτονική για το μέλλον.
Εντελώς ξαφνικά, όμως, βρεθήκαμε εν μέσω μίας πραγματικότητας στην οποία άμεσα δεν προκύπτει κάτι καλό ως προοπτική. Η ανακοίνωση του εμπάργκο ρωσικού φυσικού αερίου και πετρελαίου από τις ΗΠΑ απλά συνέδεσε μία πλειάδα παραμέτρων και συνισταμένων κρίσεων σε τέτοιο βαθμό που παρόμοια σύνθεση αρνητικών δεδομένων δεν έχει υπάρξει μετά τον τέλος του Β Παγκοσμίου Πολέμου.
Διαδραματίζεται ένα σενάριο το οποίο πιθανώς να μπορούν να παρακολουθούν οι μεγάλες δυνάμεις. Για τις μικρές χώρες οι εξελίξεις είναι αδύνατο να μην αφήσουν το αρνητικό τους αποτύπωμα για πολλά χρόνια. Όταν όμως η χώρα έχει περάσει από μία δεκαετία κρίσης και κοινωνικού μαρασμού, τότε σίγουρα, αν οι λύσεις δεν αναδειχθούν άμεσα για όλες τις χώρες και χωρίς διακρίσεις από συντονισμένες ενέργειες της ΕΕ, τότε οι αντιδράσεις και οι κοινωνικές αναταράξεις κάποια στιγμή θα λάβουν εξαιρετικά προβληματική τροπή. Το δε μέλλον της χώρας είναι δυνατόν να υποθηκευθεί για πολλές δεκαετίες ακόμα. Δυστυχώς, η ξαφνική μεταστροφή της ΕΚΤ αναφορικά με την διατήρηση της ποσοτικής χαλάρωσης για μεγαλύτερο διάστημα, σε συνδυασμό με την άρνηση της Γερμανίας κυρίως να συζητήσει την έκδοση Ευρωομολόγου ως ενέργειες, μόνον κοινή πορεία στήριξης δεν προδιαγράφουν.
Κάθε κρίση αναδεικνύει νέες στρατηγικές αντιμετώπισης, καθώς και λύσεις για την επόμενη ημέρα. Στην παρούσα φάση όμως, η κρίση μετά από δεκαετίες αναμένεται να αναδιατάξει τις γεωπολιτικές ισορροπίες, με συνέπειες που είναι δύσκολο να χαρτογραφηθούν σήμερα. Σε κάθε περίπτωση θα αναδειχθούν νέα πεδία οικονομικής πολιτικής που θα τα εκμεταλλευθούν οι οικονομίες εκείνες που θα έχουν δυνατότητα ευέλικτης προσαρμογής.
Οι πλέον αδύναμες χώρες- όπως η Ελλάδα- χωρίς ουσιαστικά εργαλεία μετασχηματισμού, παρά μόνον τα κονδύλια του Ταμείου ανάπτυξης και ίσως του συζητούμενου ταμείου ενεργειακής στήριξης- θα βρεθούν σε βαθιά προβληματική περίοδο. Χωρίς δυνατότητα αντίδρασης ως προς έναν μακροπρόθεσμο προγραμματισμό βιωσιμότητας. Ο λόγος είναι πως παρά τις διαχρονικές στρεβλότητες της οικονομίας, τα τελευταία χρόνια αντί για έναν σχεδιασμό καινοτόμου αναδιάταξης της αναπτυξιακής δομής, επιλέχθηκε η οδός της ανάπτυξης μέσω μεγάλων σχημάτων και αποχή από στην στήριξη των μικρών παραγωγικών δομών των Περιφερειών.
Επιλέχθηκε αναπτυξιακή οδός χωρίς ευελιξίες και δυνατότητα προσαρμογής σε περιόδους κρίσεων όπως αυτή που βιώνουμε σήμερα. Επιλέχθηκαν μεγάλα έργα για το Ταμείο Ανάκαμψης το κόστος των οποίων με τα μέχρι σήμερα δεδομένα ανατιμήσεων τιμών ενέργειας και μετάλλων έχει ήδη εκτοξευθεί άνω του 30%. Το ίδιο συμβαίνει και με το κόστος κατασκευής φωτοβολταικών και αιολικών πάρκων. Για δε τον πρωτογενή τομέα η καθυστέρηση δημιουργίας νέων δομών τον οδηγεί στην επώδυνη αντιμετώπιση εκτίναξης κόστους ενέργειας, φαρμάκων, λιπασμάτων αλλά και πρώτων υλών όπως δημητριακά για τις μεταποιητικές βιομηχανίες.
Αυτό που δεν γίνεται αντιληπτό είναι πως η σχεδιαστική αδράνεια, ή η μη πρόβλεψη εξελίξεων από πλευράς της Κυβέρνησης, νομοτελειακά οδηγεί σε σταδιακή εξαΰλωση την κάθε δομή παραγωγικής δραστηριότητας -εκτός δημοσίων έργων- καθώς η επερχόμενη κρίση δε θα επιτρέψει σε αδύναμες οικονομίες να κερδίσουν χρόνο για τον αναγκαίο εκσυγχρονισμό και επακόλουθο μετασχηματισμό τους. Οι όποιες κοινές λύσεις, όπως για παράδειγμα το συζητούμενο Ευρωομόλογο για την κάλυψη αμυντικών επενδύσεων και ζημιών εξαιτίας της κρίσης, θα επιφέρουν μόνον βραχυπρόθεσμη στήριξη χωρίς δομικές αλλαγές. Σε αντίθεση με τις αναπτυγμένες οικονομίες που θα «κερδίσουν» χρόνο μέσω των νέων «εργαλείων» στήριξης για την επίτευξη του μετασχηματισμού της αναπτυξιακής στόχευσης των χωρών τους.
Επί της ουσίας οι όποιες ελπίδες ανάδειξης ενός σύγχρονου παραγωγικού τομέα μετατίθενται. Ίσως ακυρώνονται εξαιτίας της εκτίναξης του ενεργειακού κόστους, καθώς και των επακόλουθων πληθωριστικών πιέσεων. Με ανύπαρκτο τραπεζικό σύστημα και εν αναμονή νέων πιέσεων από νέα προβλήματα στις επιχειρήσεις εξαιτίας τόσο της αύξησης του ενεργειακού κόστους, όσο και των επιτοκίων, ακόμα δεν αναλαμβάνεται καμία πρωτοβουλία από την Κυβέρνηση για την ανάδειξη νέων δομών χρηματοδοτήσεων με νέα στρατηγική ανάπτυξης ως προληπτικό σχεδιασμό. Σε αυτή την παράμετρο της πρόληψης και της δημιουργίας εγχώριας καινοτόμου βάσης χρηματοδοτικών εργαλείων, η Κυβέρνηση απέτυχε.
Οι επακόλουθες επιπτώσεις της κρίσης της Ουκρανίας μας υποχρεώνει να αναδείξουμε γρήγορα αντανακλαστικά και άμεση αναμόρφωση επιμέρους σημείων της αναπτυξιακής πολιτικής. Σε αντίθετη περίπτωση η πραγματικότητα δυστυχώς θα αναδείξει νέα σημεία προσπάθειας κυριαρχίας των ισχυρότερων οικονομικά χωρών. Ποιο συγκεκριμένα εκείνων που έχουν την δομική ισχύ να αναπροσαρμόζουν την παραγωγική τους ικανότητα και στόχευση. Άλλωστε μόνον τυχαίο γεγονός δεν αποτελεί η ανακοίνωση της Γερμανίας για δαπάνες ύψους 100δις στην πολεμική βιομηχανία. Μία μεταβατική φάση που όμως σχεδιάστηκε κατά πάσα πιθανότητα πριν χρόνια ως προληπτική στρατηγική και ανακοινώθηκε σε χρόνο που επελέγη.
Η εγχώρια οικονομία δεν έχει τέτοια δυνατότητα. Ούτε δόθηκε η δυνατότητα ανάδειξης αντίστοιχων προληπτικών πολιτικών. Η έξοδος από τη δεκαετή κρίση χρέους δεν είναι δυνατόν να αποτελεί τη μόνιμη επωδό. Κατά συνέπεια, ίσως μετά από μία περίοδο όπου τα κονδύλια του Ταμείου Ανάπτυξης θα δώσουν κάποια ώθηση, οδεύουμε προς νέο σπιράλ στρεβλότητας αν δεν επιλεγούν άμεσα εναλλακτικές στρατηγικές εκτός της πεπατημένης.
Ας μην προσπαθούμε να κρύβουμε την πραγματικότητα κάτω από το «χαλί». Μπαίνουμε σε μία νέα «πολεμική» φάση του οικονομικού κύκλου της Ευρώπης χωρίς να υπάρχει εναλλακτικό σχέδιο. Την ίδια περίοδο που η πολιτική που θα ασκηθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή μας επαναφέρει -λανθασμένα -εν μέσω κρίσης σε καθεστώς δημοσιονομικής «προσαρμογής». Εάν δεν υπάρξει ένα «restart» της αναπτυξιακής σκέψης στη χώρα, τότε είναι πολύ πιθανό να οδεύουμε προς μία νέα κρίση χρέους εντός της επόμενης πενταετίας.
*Οικονομολόγος
Πηγή: mononews.gr