Του Πλάμεν Τόντσεφ*
Το Πέκινο θα συνεχίσει να βοηθάει τη Μόσχα, έστω και διακριτικά. Η Ρωσία, του είναι απαραίτητη με τους φυσικούς της πόρους και το οπλοστάσιό της, στον γεωπολιτικό ανταγωνισμό με τις ΗΠΑ και τη Δύση γενικότερα. Στα σχέδια μάλιστα της κινεζικής ηγεσίας να καταστήσει τη χώρα παγκόσμια ηγέτιδα δύναμη ως το 2050, ταιριάζει απόλυτα μια αποδυναμωμενη Ρωσία, εξαρτημένη σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό από την Κίνα, σημειώνει στο Liberal o επικεφαλής στο τμήμα ασιατικών σπουδών του Ινστιτούτου Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων, Πλαμεν Τόντσεφ στον απόηχο της συνάντησης Μπαίντεν- Σι Τζιπινγκ.
Και εξηγεί ότι για όλους αυτούς τους λόγους, το Πεκίνο θα επιμείνει στην επιτήδεια «ουδετερότητά» του και στις λεκτικές ακροβασίες, υποστηρίζοντας τον Πούτιν και αρνούμενο πεισματικά να καταδικάσει τη ρωσική εισβολή, με το όποιο τίμημα αυτό έχει σε διπλωματικούς και πολιτικούς όρους. Προσδοκά πάρα πολλά από τη μακρόπνοη οικονομική συνεργασία με τη Μόσχα, μέσα από συμφωνίες όχι μόνο για φυσικό αέριο, αλλά και για πολύτιμα μέταλλα, όπως νικέλιο και αλουμίνιο, φυσικοί πόροι στρατηγικής σημασίας για τη κινεζική βιομηχανία.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
Ποια η στάση της Κίνας στον πόλεμο και πως εκλαμβάνετε τις δηλώσεις Μπάιντεν – Σι μετά τη χθεσινή τους επικοινωνία;
Οπως γνωρίζετε, η Κίνα τηρεί επαμφοτερίζουσα στάση, η οποία κατ’ουσίαν είναι υποστηρικτική προς τον Πούτιν. Η επίσημη θέση του Πεκίνου είναι πως οι εχθροπραξίες πρέπει να σταματήσουν και οι εμπόλεμες πλευρές οφείλουν να καταλήξουν σε συμφωνία μέσω διαλόγου. Ταυτόχρονα, όμως, η κινεζική ηγεσία αποφεύγει επιμελώς να μιλήσει για “εισβολή” και αναφέρεται σε “κρίση”, ενώ επιρρίπτει ευθύνες στο ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ ως υπαίτιους για τη σύρραξη στην Ουκρανία – άρα, δεν καταδικάζει τη Μόσχα. Προφανώς, αυτή η στάση είναι εκ διαμέτρου διαφορετική από τις θέσεις των ΗΠΑ και ολόκληρης της Δύσης.
Εν όψει των σαρωτικών κυρώσεων που έχουν επιβληθεί στη Ρωσία, υπάρχουν πολλές ενδείξεις πως η Μόσχα προσβλέπει σε βοήθεια από το Πεκίνο. Τις τελευταίες μέρες οι ΗΠΑ ανακοινώνουν πως έχουν πληροφορίες περί αιτήματος της Ρωσίας προς την Κίνα για την παροχή οπλικών συστημάτων. Αυτό ήταν ένα από τα κύρια ζητήματα κατά τη χθεσινή επικοινωνία μεταξύ του Τζο Μπάιντεν και του Σι Τζινπίνγκ. Η αμερικανική πλευρά έχει καταστήσει σαφές ότι στρατιωτική βοήθεια του Πεκίνου προς τον Πούτιν δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή και θα επισύρει νέες κυρώσεις, αυτή τη φορά επί της Κίνας.
Χρειάζεται προσεκτική ανάγνωση των ανακοινωθέντων, γιατί έχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ τους, π.χ. το αγγλικό κείμενο που εξέδωσε το Πεκίνο και το κινεζικό. Μια πρώτη εντύπωση είναι οι δύο ηγέτες δεν κατέληξαν σε κάποιον συμβιβασμό, αλλά είναι κατ’αρχήν θετικό το γεγονός ότι υπάρχει επικοινωνία μεταξύ των δύο πλευρών. Σημειώνεται, επίσης, η αποστροφή του Σι Τζινπίνγκ πως η Κίνα θα ήθελε να είχε αποφευχθεί η “ουκρανική κρίση”.
Τελικά, υπήρχε συντονισμός ή κάποια συνεννόηση μεταξύ Μόσχας και Πεκίνου για τον πόλεμο στην Ουκρανία;
Κοιτάξτε, θα έχετε υπόψη σας το πρόσφατο άρθρο του Κινέζου πρέσβη στις ΗΠΑ, το οποίο δημοσίευε η Washington Post. Ο Τσιν Γανγκ δηλώνει ότι το Πεκίνο δεν γνώριζε τα σχέδια του Πούτιν για τον πόλεμο στην Ουκρανία και, αν τα ήξερε, θα πίεζε να αποτρέψει την εισβολή. Είναι, όμως, δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι η Κίνα δεν γνώριζε τίποτα και δεν υπήρχε συντονισμός ανάμεσα στις δύο χώρες. Σκεφθείτε ότι ο Πούτιν περίμενε να τελειώσουν οι χειμερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες του Πεκίνου στις 20 Φεβρουαρίου, την επομένη αναγνώρισε τις δύο αποσχισθείσες επαρχίες του Ντονμπάς και τρεις μέρες αργότερα ξεκίνησε η ρωσική εισβολή.
Εικάζω ότι ο Πούτιν είχε διαβεβαιώσει τον Σι Τζινπίνγκ πως θα έκανε έναν υγιεινό περίπατο ολίγων ημερών, θα τον υποδέχονταν οι Ουκρανοί με ανοιχτάς αγκάλας και θα εγκαθιστούσε μια κυβέρνηση-μαριονέτα στο Κίεβο. Αλλωστε, είναι πολλές οι ενδείξεις ότι η Ρωσία υπερεκτίμησε τις στρατιωτικές ικανότητές της, ενώ υποτίμησε την προετοιμασία και το σθένος των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων. Είναι, λοιπόν, πολύ πιθανό η κινεζική ηγεσία να ήξερε για την επικείμενη εισβολή, αλλά να μην περίμενε την τροπή που πήρε ο πόλεμος και να βρέθηκε εκτεθειμένη με την καταστροφή που βλέπουμε στις τηλεοράσεις μας. Τρόπον τινά, η Ουκρανία έγινε τοξικό θέμα για την Κίνα, εξ ου και οι δηλώσεις πως το Πεκίνο δεν γνώριζε τίποτα για τις προθέσεις του Πούτιν.
Τί κόστος έχει μέχρι σήμερα ο πόλεμος για τη Κίνα, τόσο σε οικονομικό, όσο και πολιτικό, διπλωματικό επίπεδο;
Ας δούμε κατ’αρχάς το οικονομικό κόστος. Μετά την εισδοχή της στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου το 2001, η Κίνα έγινε ο “σημαιοφόρος” της παγκοσμιοποίησης και, παρά τις προσπάθειες των αρχών τα τελευταία χρόνια να επιτευχθεί κάποιο είδος αυτάρκειας, η χώρα είναι πλήρως ενσωματωμένη στην παγκόσμια οικονομία. Σήμερα η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας στον κόσμο και χρειάζεται τις ξένες αγορές, ώστε να διατηρήσει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Πέρυσι οι εξαγωγές της προς την ΕΕ ανήλθαν στα 472 δισ. ευρω και προς τις ΗΠΑ στα 456 δισ. ευρώ. Αντίθετα, η αξία των κινεζικών εξαγωγών προς τη Ρωσία το 2021 ήταν μόλις 61 δις. ευρώ.
Ταυτόχρονα, όμως, η Κίνα είναι εξαρτημένη σε πολύ μεγάλο βαθμό από εισαγωγές για την ενεργοβόρα και “αδηφάγο” οικονομία της. Μόνο το πετρέλαιο αποτελεί το 10% όλων των εισαγωγών της Κίνας. Αυτήν την περίοδο οι διεθνείς τιμές των υδρογονανθράκων σημειώνουν τη μεγαλύτερη αύξηση μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Εκτινάσσονται και οι τιμές βασικών μετάλλων που είναι απαραίτητα για την κινεζική βιομηχανία. Αλλά εκτός από πρώτες ύλες, η Κίνα χρειάζεται και προηγμένες δυτικές τεχνολογίες, όπως είναι λόγου χάρη οι ημιαγωγοί, για τους οποίους ξόδεψε πέρυσι 430 δισ. δολάρια. Τα τρόφιμα επίσης ενδέχεται να ακριβύνουν κατά 20% περίπου σε παγκόσμια κλίμακα και η επισιτιστική ασφάλεια απασχολεί έντονα τις αρχές της Κίνας, όπου η φτώχεια δεν έχει ακόμη εξαλειφθεί, παρά τις περί του αντιθέτου κυβερνητικές ανακοινώσεις.
Προς το παρόν, πολλές κινεζικές επιχειρήσεις και τράπεζες δείχνουν να λαμβάνουν υπόψη τους τις δυτικές κυρώσεις, κάτι που υποδηλώνει την απροθυμία της Κίνας να βρεθεί στο στόχαστρο της Δύσης και να υποστεί η ίδια κυρώσεις. Αλλωστε, η κινεζική οικονομία αντιμετωπίζει σοβαρές δομικές προκλήσεις στην επίπονη μετάβαση προς ένα νέο αναπτυξιακό μοντέλο. Για όλους αυτούς τους λόγους, λοιπόν, η ηγεσία της Κίνας καλείται να κινηθεί πολύ προσεκτικά, αποφεύγοντας την κατά μέτωπο σύγκρουση με τη Δύση και επιδιώκοντας την μέγιστη δυνατή οικονομική σταθερότητα – σε μια χρονιά, μάλιστα, κατά την οποία ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ θα διεκδικήσει την τρίτη συνεχόμενη θητεία του.
Τι συνέπειες έχει για τη Κίνα ο ρόλος του «επιτήδειου ουδέτερου» που συνεχίζει να τηρεί;
Σε πολιτικούς και διπλωματικούς όρους, η επιτήδεια “ουδετερότητα” του Πεκίνου – που αρνείται πεισματικά να καταδικάσει την ρωσική εισβολή – αμαυρώνει την εικόνα της ήπιας και φιλειρηνικής δύναμης που πασχίζει να φιλοτεχνήσει η κινεζική ηγεσία. Ξέρετε ότι οι Κινέζοι αξιωματούχοι αναφέρονται με κάθε ευκαιρία στην “εδαφική ακεραιότητα” και την “μη ανάμειξη σε υποθέσεις άλλων χωρών” ως ακρογωνιαίους λίθους της κινεζικής εξωτερικής πολιτικής. Είναι ολοφάνερη η ασυνέπεια της Κίνας, η οποία εκτίθεται με τις λεκτικές ακροβασίες της και την κατ’ουσίαν υποστήριξή της στον διεθνώς απομονωμένο Πούτιν. Κάθε μέρα που περνάει και αυξάνονται οι απώλειες στην Ουκρανία, σε ανθρώπινες ζωές και υποδομές, ανεβαίνει το κόστος της “ουδετερότητας” της Κίνας.
Στο πολιτικό κόστος που επωμίζεται το Πεκίνο προσθέστε και το εξής – η Κίνα προτιμά να έχει τους Ευρωπαίους στο πλευρό της παρά στο στρατόπεδο των ΗΠΑ, που αποτελούν τον υπ’αριθμόν ένα αντίπαλο της. Αλλά αυτή τη στιγμή όλη η ΕΕ είναι ενωμένη κατά της Ρωσίας και σχολιάζει αρνητικά την επαμφοτερίζουσα στάση του Πεκίνου. Αξίζει, επίσης, να συνυπολογιστεί και η απαξίωση του οργανισμού 17+1.
Είναι μια πλατφόρμα συνεργασίας μεταξύ της Κίνας και χωρών της Κεντρικής/Ανατολικής Ευρώπης, στην οποία συμμετέχει και η Ελλάδα από το 2019. Από τις βαλτικές δημοκρατίες μέχρι την Ρουμανία και την Βουλγαρία υπάρχουν βάσιμες ανησυχίες για την ασφάλειά τους δίπλα στην απειλητική Ρωσία και ειδικά μετά την εισβολή στην Ουκρανία. Οι ανατολικοευρωπαίοι λαμβάνουν υπόψη τους την άρνηση του Πεκίνου να καταδικάσει τη Μόσχα και, ως εκ τούτου, η ψύχρανση που σημειώνεται χρόνια τώρα στις σχέσεις τους με την Κίνα αναμένεται να ενταθεί έτι περισσότερο στο προσεχές μέλλον.
Τέλος, χωρίς να είναι ήσσονος σημασίας, οι αμερικανικές πιέσεις στην Κίνα να μην παράσχει στρατιωτική ή οικονομική βοήθεια στη Ρωσία επίσης ανεβάζουν το κόστος για το Πεκίνο.
Πως βλέπετε να διαμορφώνονται οι σχέσεις Πεκίνου-Μόσχας; Ενδέχεται να δούμε κάποια αποστασιοποίηση του Πεκίνου;
Οπως το λέτε, κάποια αποστασιοποίηση – έστω σε λεκτικό επίπεδο – δεν αποκλείεται να δούμε τις επόμενες μέρες και εβδομάδες, αλλά δεν περιμένω να διασπαστεί το σινο-ρωσικό δίδυμο. Κι αυτό διότι είναι πολύ περισσότερα αυτά που ενώνουν την Κίνα και τη Ρωσία από τα θέματα που τις χωρίζουν. Στις 4 Φεβρουαρίου, κατά την επίσκεψη του Πούτιν στο Πεκίνο, οι δύο χώρες υπέγραψαν βαρυσήμαντη κοινή δήλωση-μανιφέστο που κωδικοποιεί τους στόχους τους για μια νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων. Είναι σαφές ότι ο Σι Τζινπίνγκ και ο Πούτιν γίνονται συνοδοιπόροι σε μια σταυροφορία κατά της Δύσης και μοιράζονται παρόμοιες αντιλήψεις για το σύστημα διακυβέρνησης του μέλλοντος. Οραματίζονται ένα σύστημα προσωποπαγές και στραμμένο στην σταθερότητα (stabilitocracy) παρά στο δημοκρατικό πολίτευμα (democracy), το οποίο θεωρούν ξεπερασμένο και ακατάλληλο για τις χώρες τους.
Γι’αυτό νομίζω ότι το πιθανότερο είναι το Πεκίνο να μην εγκαταλείψει τον εταίρο του και να συνεχίσει να διευκολύνει την Ρωσία εν μέσω πολέμου, έστω και διακριτικά. Προς το παρόν, ενδέχεται η Κίνα να μην παράσχει στρατιωτική βοήθεια, αλλά μπορεί να βοηθήσει μέσω του διμερούς εμπορίου και στον βαθμό που δεν παραβαίνει τις δυτικές κυρώσεις. Τώρα που η Ρωσία είναι αποκλεισμένη από το SWIFT, γίνονται συζητήσεις για χρήση του κινεζικού συστήματος διατραπεζικών πληρωμών CIPS, παρά τη σχετικά περιορισμένη γκάμα εφαρμογών του στην παρούσα φάση. Είναι εξίσου πιθανό να αυξηθούν οι συναλλαγές μεταξύ των δύο χωρών στα νομίσματά τους, το ρενμιμπί και το ρούβλι, αν και η πλήρης “αποδολαριοποίηση” θεωρείται ανέφικτη, ενώ και η ελεύθερη πτώση του ρουβλιού δημιουργεί πρόσθετες δυσκολίες.
Πιστεύετε ότι σε βάθος χρόνου, ο μεγάλος κερδισμένος από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία θα είναι η Κίνα ;
Ενώ στην παρούσα φάση το Πεκίνο είναι σε δύσκολη θέση, μεσομακροπρόθεσμα προσδοκά να αποκομίσει σημαντικά οφέλη από την στρατηγική σύμπλευσή του με τη Μόσχα. Κατ’αρχάς, η Κίνα περιμένει πολλά από την μακρόπνοη οικονομική συνεργασία του με τη Μόσχα, όπως πιστοποιείται από τις πρόσφατες συμφωνίες για την παροχή φυσικού αερίου σε βάθος τριακονταετίας. Η Ρωσία έχει κι άλλους φυσικούς πόρους, όπως είναι π.χ. το νικέλιο ή το αλουμίνιο, πολύτιμα μέταλλα στρατηγικής σημασίας για την κινεζική βιομηχανία. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί η συμπαραγωγή οπλικών συστημάτων ή η σύμπραξη των δύο χωρών στο διάστημα. Είναι πραγματικά εντυπωσιακός ο κατάλογος των τομέων, στους οποίους σχεδιάζουν να συνεργαστούν η Μόσχα και το Πεκίνο.
Θα προσέθετα και το εξής – ότι μια αποδυναμωμένη Ρωσία θα είναι εξαρτημένη σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό από την Κίνα και αυτό ταιριάζει στα σχέδια της κινεζικής ηγεσίας που δεν κρύβει τις φιλοδοξίες της να καταστήσει την χώρα ηγέτιδα δύναμη σε παγκόσμια κλίμακα ώς τα μέσα του αιώνα. Και είναι αλήθεια ότι το Πεκίνο χρειάζεται τη Ρωσία, με τους φυσικούς πόρους της και το οπλοστάσιό της, στον γεωπολιτικό ανταγωνισμό με τις ΗΠΑ και τη Δύση γενικότερα.
Σπεύδω, όμως, να διευκρινίσω ότι όλα αυτά αφορούν προσδοκίες των Κινέζων και προβολές σ’ένα αβέβαιο μέλλον. Θα έχετε ακούσει τη ρήση ότι οι προβλέψεις είναι δύσκολο άθλημα και ιδίως όταν αφορούν το μέλλον. Με την κοσμογονία που συντελείται αυτήν την περίοδο, είναι παρακινδυνευμένες όλες οι μεσομακροπρόθεσμες εκτιμήσεις. Θα σάς πρότεινα να ξανακάνουμε αυτήν την κουβέντα του χρόνου – αν μη τι άλλο, θα έχει ενδιαφέρον μια τέτοια άσκηση.
* Επικεφαλής του Τμήματος Ασιατικών Σπουδών, Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (ΙΔΟΣ)
Πηγή: liberal.gr