Η ευρασιατική πρόκληση… Του Hal Brands

304

Η κινεζο-ρωσική σύγκλιση και το μέλλον της διεθνούς φιλελεύθερης τάξης

Του Hal Brands*

Το μεγαλύτερο στρατηγικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι η σύγκλιση των δύο κύριων αντιπάλων τους, της Κίνας και της Ρωσίας –χωρών που δεν συμπαθούν ή εμπιστεύονται πάντα η μια την άλλη, αλλά παρόλα αυτά αντλούν μεγάλα οφέλη από τις ταυτόχρονες επιθέσεις τους στην υπάρχουσα διεθνή τάξη. Και καθώς η Μόσχα και το Πεκίνο αμφισβητούν την ισορροπία δυνάμεων στα δύο άκρα της Ευρασίας, ενώνονται με δυσοίωνους τρόπους.

Η Κίνα αρνήθηκε να καταδικάσει την θρασεία εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Αντίθετα, την ημέρα της επίθεσης της Ρωσίας, κατηγόρησε τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους ότι «τροφοδοτούν τις φλόγες». Η μη καταγγελία της Κίνας αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου μοτίβου σινο-ρωσικής σύγκλισης, καθώς τόσο το Πεκίνο όσο και η Μόσχα χρησιμοποιούν παλιές και νέες μεθόδους για να ανατρέψουν το παγκόσμιο status quo. Τον Ιανουάριο του 2022, η Κίνα υποστήριξε δημόσια την επέμβαση της Ρωσίας στο Καζακστάν για να αποτρέψει μια «έγχρωμη επανάσταση» στην κοινή αυλή των δύο χωρών. Στις αρχές Φεβρουαρίου, ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, και ο Κινέζος πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ, εξέδωσαν μια μακρά κοινή δήλωση υποστηρίζοντας τις προσπάθειες να κρατήσουν την επιρροή των ΗΠΑ μακριά από το εγγύς εξωτερικό τους, επιτιθέμενοι στις συμμαχίες των Ηνωμένων Πολιτειών ως λείψανα του Ψυχρού Πολέμου, υπερασπιζόμενοι τα δικά τους αυταρχικά μοντέλα διακυβέρνησης, και δηλώνοντας ότι η σινο-ρωσική φιλία «δεν έχει όρια». Όλα αυτά ακολουθούν σημαντικές, συνεχείς ενισχύσεις της στρατιωτικής, οικονομικής, διπλωματικής και τεχνολογικής συνεργασίας. Να περιμένετε περισσότερα στο μέλλον: καθώς η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία αποκρυσταλλώνει τις εντάσεις μεταξύ Πούτιν και Δύσης, υπογραμμίζει επίσης την ανάγκη του για υποστήριξη από το Πεκίνο.

Η σινο-ρωσική σύγκλιση δίνει και στις δύο δυνάμεις περισσότερο χώρο για ελιγμούς μεγεθύνοντας το πρόβλημα των δύο μετώπων της Ουάσιγκτον: οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν τώρα ολοένα και πιο επιθετικούς σχεδόν ομοτίμους αντιπάλους σε δύο ξεχωριστά θέατρα -την Ανατολική Ευρώπη και τον Δυτικό Ειρηνικό- που απέχουν χιλιάδες μίλια μεταξύ τους. Η σινο-ρωσική συνεργασία, αν και έμφορτη και αμφίθυμη, εγείρει την προοπτική ότι οι δύο αντίπαλες μεγάλες δυνάμεις της Αμερικής θα μπορούσαν να συγχωνευθούν σε έναν ενιαίο ανταγωνισμό ενάντια σε έναν αυταρχικό άξονα. Έστω και χωρίς αυτό, η τρέχουσα κατάσταση έχει αναζωπυρώσει τον μεγάλο γεωπολιτικό εφιάλτη της σύγχρονης εποχής: μια αυταρχική δύναμη ή μια συμμαχία που αγωνίζεται για κυριαρχία στην Ευρασία, [η οποία είναι] το κεντρικό στρατηγικό θέατρο του κόσμου.

Αυτός ο εφιάλτης ανάγεται στα γραπτά του πολιτικού γεωγράφου Halford Mackinder, ο οποίος προειδοποίησε το 1904 ότι η επερχόμενη εποχή θα περιλάμβανε αγώνες υψηλού διακυβεύματος για την κυριαρχία στην Ευρασία και τους γύρω ωκεανούς της. Αυτή η προφητεία διαδραματίστηκε στους δύο κατακλυσμικούς θερμούς πολέμους και στον παγκόσμιο ψυχρό πόλεμο που ακολούθησε. Το όραμα του Mackinder έγινε πρόσφατα επίκαιρο στον εικοστό πρώτο αιώνα: οι αντίπαλοι των Ηνωμένων Πολιτειών εργάζονται για να δημιουργήσουν μια ριζικά αναθεωρημένη παγκόσμια τάξη με μια αυταρχική Ευρασία στον πυρήνα της.

Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Ο Mackinder θεωρείται από πολλούς ως ο πατέρας της γεωπολιτικής και υποστήριξε στην διάσημη θεωρία του περί «heartland» [«καρδιά της γης»] στην πολιτική γεωγραφία (καθώς και σε επόμενες δημοσιεύσεις) ότι τρεις επαναστάσεις έθεταν την Ευρασία στο επίκεντρο των παγκόσμιων υποθέσεων. Πρώτον, ο αποικισμός της Αφρικής και μεγάλου μέρους της Ασίας σήμαινε ότι οι δυνατότητες για εύκολη ιμπεριαλιστική επέκταση εξασθενούσαν, προμηνύοντας πιο σκληρές μάχες μεταξύ μεγάλων δυνάμεων στην Ευρασία, τον γεωπολιτικό πυρήνα του κόσμου. Δεύτερον, ο πολλαπλασιασμός των σιδηροδρόμων κατέστησε δυνατή την προβολή ισχύος σε τεράστιες περιοχές και δημιουργούσε νέες ευκαιρίες για κατακτήσεις στην ευρασιατική ξηρά. Τρίτον, τα ανελεύθερα κράτη εκμεταλλεύονταν τις ταχέως εκβιομηχανιζόμενες οικονομίες για να διασφαλίσουν φρικτή καταστολή στο εσωτερικό και δραματική επέκταση στο εξωτερικό. Εάν τέτοια κράτη ήταν σε θέση να κυριαρχήσουν στην Ευρασία, η παγκόσμια υπεροχή θα ήταν εφικτή για αυτά.

Η Ευρασία, τόνισε ο Mackinder, έλεγχε το μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού και του βιομηχανικού δυναμικού. Μια δύναμη ή ένας συνασπισμός που θα αποκτούσε τον έλεγχο των πόρων της Ευρασίας θα μπορούσε στην συνέχεια να δημιουργήσει ασυναγώνιστο ναυτικό και να επεκτείνει την αυτοκρατορία της στις θάλασσες. Τα επερχόμενα γεωπολιτικά δράματα θα διαδραματίζονται έτσι πάνω και γύρω από αυτή την ζωτική γη. Οι προσπάθειες των αυταρχικών για επέκταση θα πυροδοτούσαν μάχες με συνασπισμούς που συνδέουν υπεράκτιες δυνάμεις -το Ηνωμένο Βασίλειο και αργότερα τις Ηνωμένες Πολιτείες- με συμμάχους στην ξηρά των οποίων η ύπαρξη θα απειλείτο από έναν Ευρασιάτη ηγεμόνα.

Ο Mackinder έκανε πολλά λάθη: οι μεγάλες προκλήσεις για την ευρασιατική ισορροπία δεν προέρχονταν αρχικά από την Ρωσία, όπως περίμενε, αλλά από την Γερμανία και την Ιαπωνία. Αυτό οδήγησε τον στρατηγό Nicholas Spykman να υποστηρίξει ότι τα κρίσιμα θέατρα της υπερηπείρου ήταν οι ευρωπαϊκές και ανατολικές ασιατικές «περιφέρειες» (“rimlands”) και όχι η ρωσική «καρδιά» της (“heartland”). Αλλά ο Mackinder κατάλαβε το βασικό μοτίβο. Οι τρεις μεγάλες αναμετρήσεις του εικοστού αιώνα -Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, και Ψυχρός Πόλεμος- ήταν καυγάδες μεταξύ αυταρχικών κρατών που προσπαθούσαν να κυριαρχήσουν σε τεράστιες εκτάσεις της Ευρασίας και των παρακείμενων ωκεανών της, και των αμφίβιων συμμαχιών, αγκυρωμένων στο Λονδίνο και μετά στην Ουάσιγκτον, οι οποίες προσπάθησαν να τα περιορίσουν.

Το περίγραμμα αυτών των ανταγωνισμών άλλαξε με την πάροδο του χρόνου. Η Γερμανία και η Ιαπωνία επιδίωξαν την απόλυτη κατάκτηση, συχνά αξιοποιώντας νέες τεχνολογίες -τανκς και τακτική αεροπορική ισχύ, υποβρύχια και αεροπλανοφόρα- για να προβάλουν ισχύ σε άνευ προηγουμένου κλίμακα. Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, το πυρηνικό αδιέξοδο οδήγησε την Σοβιετική Ένωση να βασίζεται κυρίως στον στρατιωτικό εκφοβισμό, στην πολιτική υπονόμευση, και στις δυνάμεις πληρεξουσίων. Ωστόσο, το διακύβευμα παρέμεινε το ίδιο: οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ, από τον Γούντροου Γουίλσον έως τον Τζορτζ Κένναν, κατάλαβαν ότι μια εχθρική, αυταρχική Ευρασία θα αναδιαμόρφωνε θεμελιωδώς τον κόσμο. Και μετά από μια σύντομη, μεταψυχροπολεμική ανάπαυλα, οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν μια νέα εκδοχή του παλιού εφιάλτη σήμερα.

ΗΓΕΜΟΝΙΚΑ ΠΑΙΓΝΙΑ

Η παρούσα σινο-ρωσική εταιρική σχέση προκαλεί φυσικά σύγκριση με την σινο-σοβιετική συμμαχία κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Αλλά μια καλύτερη αναλογία θα μπορούσε να είναι η Γερμανία και η Ιαπωνία πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αν και επίσημα σύμμαχοι, το Τόκιο και το Βερολίνο ήταν αμφίθυμοι, δύσπιστοι εταίροι με θεμελιωδώς διαφορετικά μακροπρόθεσμα οράματα. Ωστόσο, ο καθένας δεσμεύτηκε να ανατρέψει την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων και ο καθένας επωφελήθηκε από το χάος που δημιουργήθηκε από τις προόδους του άλλου.

Επί του παρόντος, ούτε η Κίνα ούτε η Ρωσία έχουν εμπλακεί σε κάτι που να πλησιάζει την κλιμακούμενη επιθετικότητα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αλλά και οι δύο χώρες αγανακτούν ουσιαστικά για την υπό την ηγεσία των ΗΠΑ διεθνή τάξη επειδή η αμερικανική επιρροή εμποδίζει την πορεία τους για κυριαρχία στις παγκόσμιες υποθέσεις και επειδή οι φιλελεύθερες αρχές που κατοχυρώνονται στο διεθνές σύστημα έρχονται σε αντίθεση με την ανελεύθερη τάξη που οι ηγέτες τους έχουν οικοδομήσει στο εσωτερικό. Η Κίνα και η Ρωσία ίσως να επιδιώκουν ξεχωριστές ατζέντες, αλλά μαζί αποτελούν μια συνολική πρόκληση για την γεωπολιτική ισορροπία στην Ευρασία και πέρα από αυτήν.

Οι δυνατότητες της Κίνας είναι μεγαλύτερες από αυτές της Ρωσίας, γεγονός που κάνει τις προσπάθειές της πιο τολμηρές. Το Πεκίνο στοχεύει να αφαιρέσει την ισχύ των ΗΠΑ από την θαλάσσια Ασία προκειμένου να εδραιώσει μια κινεζική σφαίρα επιρροής που να καλύπτει μεγάλο μέρος του Δυτικού Ειρηνικού. Η Κίνα φθάνει ταυτόχρονα στην Ευρασία μέσω επενδυτικών προγραμμάτων και προγραμμάτων υποδομών, όπως η Πρωτοβουλία Ζώνη και Οδός (Belt and Road Initiative) και ο Digital Silk Road (Ψηφιακός Δρόμος του Μεταξιού), που εκτοξεύουν την οικονομική, πολιτική, και στρατιωτική της επιρροή στη Νοτιοανατολική Ασία, την Κεντρική Ασία, και περιοχές πέρα από αυτές. Με λίγα λόγια, το Πεκίνο αναζητά υβριδική ηγεμονία σε ξηρά και θάλασσα.

Το παίγνιο της Κίνας διασταυρώνεται με τις προσπάθειες της Ρωσίας να αναθεωρήσει το status quo. Για χρόνια, ο Πούτιν αγωνίζεται για να αποκαταστήσει την ρωσική πρωτοκαθεδρία από την Κεντρική Ασία ως την Ανατολική Ευρώπη. Ο Πούτιν φαίνεται να οραματίζεται μια Ευρώπη στην οποία το ΝΑΤΟ ουσιαστικά θα επιστρέψει στα ψυχροπολεμικά σύνορά του και η σχέση του με την Ουάσιγκτον έχει εξασθενήσει άσχημα. Καθώς η Ρωσία έχει ανακτήσει την δύναμή της μετά την αρχική μεταψυχροπολεμική εποχή, η Μόσχα προβάλλει επίσης ισχύ στην Αρκτική, στον Βόρειο Ατλαντικό, στη Μέση Ανατολή, και σε άλλα παράπλευρα θέατρα. Η Μόσχα δεν έχει καμία ελπίδα να οικοδομήσει μια ρωσοκεντρική παγκόσμια τάξη, αλλά μπορεί να αποδυναμώσει το υπάρχον σύστημα από μια κατεύθυνση καθώς η Κίνα τής επιτίθεται από άλλες.

Όπως και τον περασμένο αιώνα, οι προσπάθειες για την ευρασιατική επέκταση αντικατοπτρίζουν τη μεταβαλλόμενη φύση της παγκόσμιας ισχύος. Η ναυτική συσσώρευση του Πεκίνου που σπάει τα ρεκόρ, η κατά συρροήν επιθετικότητα της Μόσχας εναντίον ανυπάκουων γειτόνων, και οι προσπάθειες των δύο χωρών να ανατρέψουν ριζικά την στρατιωτική ισορροπία σε περιοχές-κλειδιά όπως η Ανατολική Ευρώπη και η Ανατολική Ασία δείχνουν ότι η σκληρή ισχύς δεν έχει φύγει από τη μόδα. Και οι δύο χώρες χρησιμοποιούν επίσης πιο καινοτόμες μεθόδους για να αποδυναμώσουν τους αντιπάλους τους και να εξαπλώσουν την επιρροή τους: οι ρωσικές κυβερνοεπιθέσεις και οι εκστρατείες ψηφιακής παραπληροφόρησης είναι το αντίστοιχο των κινεζικών έργων υποδομών, των προσπαθειών ελέγχου των παγκόσμιων δικτύων 5G, και άλλων μη στρατιωτικών μέτρων που επεκτείνουν την παγκόσμια επιρροή της.

ΜΑΖΙ, ΚΑΙ ΧΩΡΙΑ

Επειδή τόσο η Κίνα όσο και η Ρωσία επιδιώκουν να σπάσουν την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η σύγκλιση γέννησε συνεργασία. Οι δύο χώρες φέρεται να έχουν ανταλλάξει συμβουλές σχετικά με τον τρόπο διαχείρισης του Διαδικτύου και τον έλεγχο των διαφωνιών εγχωρίως˙ έχουν επίσης εργαστεί, μέσω του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης, για να οχυρώσουν φιλικούς δικτάτορες στην Κεντρική Ασία. Οι διμερείς εμπορικές, χρηματοοικονομικές, και ενεργειακές σχέσεις μεταξύ Κίνας και Ρωσίας έχουν διευρυνθεί, και το Πεκίνο και η Μόσχα έχουν παραχωρήσει το ένα στο άλλο σημαντική, αν και μερικές φορές σιωπηρή, διπλωματική υποστήριξη στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Εξίσου σημαντικό, μια διευρυνόμενη στρατιωτική σχέση περιλαμβάνει κοινές ασκήσεις στην Κεντρική Ασία και την Βαλτική και την Θάλασσα της Νότιας Κίνας, μεταβιβάσεις όπλων, και αναπτυσσόμενη αμυντική τεχνολογική συνεργασία, κάποια από τα οποία πιθανότατα γίνονται κρυφά.

Ωστόσο, η επίσημη συνεργασία μεταξύ του Πεκίνου και της Μόσχας είναι ένα ανεπαρκές μέτρο της εταιρικής τους σχέσης, επειδή οι δύο τους βοηθούν ο ένας τον άλλον απλώς επιδιώκοντας τους ατομικούς τους στόχους. Όταν η Κίνα και η Ρωσία χρησιμοποιούν παραπληροφόρηση και στρατηγική διαφθορά για να επέμβουν στις φιλελεύθερες κοινωνίες, ή εργάζονται για να κάνουν τους διεθνείς οργανισμούς πιο φιλικούς προς την ανελεύθερη διακυβέρνηση, συμβάλλουν σε μια παγκόσμια αυταρχική αναζωπύρωση που ωφελεί και τα δύο κράτη. Και είναι στο στρατηγικό επίπεδο όπου οι αποδόσεις της σύγκλισης είναι πιο έντονες.

Τόσο το Πεκίνο όσο και η Μόσχα φαίνεται ότι έχουν μάθει ένα ζωτικό μάθημα από την σοβιετική ήττα στον Ψυχρό Πόλεμο: ότι είναι κακή στρατηγική να ανταγωνίζεται την Ουάσιγκτον σε ένα μέτωπο ενώ ανταγωνίζεται έναν δεύτερο εχθρό στο άλλο. Έτσι, η Κίνα και η Ρωσία αποφάσισαν να σταθούν «πλάτη με πλάτη» κατά μήκος των κοινών ευρασιατικών συνόρων τους, κάτι που τις αφήνει να επικεντρωθούν στην διάβρωση της υπό την ηγεσία των ΗΠΑ τάξης.

Η ρωσική Άπω Ανατολή, για παράδειγμα, φιλοξενεί επί του παρόντος λιγότερα στρατιωτικά μέσα από οποιαδήποτε άλλη στιγμή από τότε που οι ναζιστικές δυνάμεις βρίσκονταν στις πύλες της Μόσχας το 1941, απόδειξη του τρόπου που η μείωση των εντάσεων με την Κίνα επέτρεψε στην Ρωσία να επικεντρωθεί στον εκφοβισμό της Δύσης. Με την ίδια λογική, η ύπαρξη ταυτόχρονων απειλών από την Κίνα και την Ρωσία εμποδίζει την Ουάσιγκτον να συγκεντρώσει την δύναμή της εναντίον οποιουδήποτε αντιπάλου και την αφήνει ευάλωτη στο να χτυπηθεί από δύο διαφορετικούς ανταγωνιστές. Η σινο-ρωσική σχέση δεν είναι συμμαχία, αλλά δεν χρειάζεται να είναι συμμαχία για να προκαλέσει στρατηγικές ημικρανίες στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Σίγουρα, η εταιρική σχέση υποφέρει από πραγματικούς περιορισμούς. Η Κίνα και η Ρωσία είναι απίθανο να υπερασπιστούν η μια την άλλη σε μια σύγκρουση με την Ουάσιγκτον, αν και μπορεί να αναζητήσουν λεπτούς τρόπους -όπως η ανταλλαγή πληροφοριών ή η απειλητική τοποθέτηση στρατευμάτων- για να αποτρέψουν τις Ηνωμένες Πολιτείες από το να νικήσουν αποφασιστικά τον έναν αντίπαλό τους και μετά να στραφούν στον άλλο . Η Ρωσία, έχοντας εισβάλει στην Ουκρανία και αντιμετωπίζοντας ολοκληρωμένες κυρώσεις από την Δύση, δεν θα βρει ισοδύναμη οικονομική ανακούφιση από το Πεκίνο, εν μέρει επειδή η Κίνα δεν επιθυμεί να θυμώσει οικονομικά τον ηγεμόνα με το να εμπλακεί σε μαζικό σπάσιμο των κυρώσεων. Οι εντάσεις παραμονεύουν στην Κεντρική Ασία, όπου και οι δύο χώρες δεν μπορούν να κατέχουν εξέχουσα θέση ταυτόχρονα˙ στην Αρκτική, όπου η Ρωσία είναι μια ντόπια δύναμη και η Κίνα είναι παρεισδύουσα˙ και στην Αφρική, όπου η Μόσχα δημιουργεί αστάθεια που ελάχιστα βελτιώνει τις προοπτικές αποπληρωμής των κινεζικών δανείων. Τελικά, η συνολική σύγκρουση συμφερόντων θα μπορούσε να είναι σοβαρή, επειδή η Ρωσία δεν θα απολάμβανε ιδιαίτερα την ζωή στον σινοκεντρικό κόσμο που οραματίζεται ο Xi.

Προς το παρόν, ωστόσο, η ευρασιατική δυσχέρεια της Ουάσιγκτον θα επιδεινωθεί: οι απειλές για την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων εντείνονται και η πολεμική των αντιπάλων της αυξάνεται ταυτόχρονα και στις δύο πλευρές αυτής της χερσαίας μάζας. Αν και οι απώτεροι στόχοι του Xi και του Πούτιν διαφέρουν, οι ενδιάμεσοι στόχοι τους μπορούν να τους κρατήσουν στενά ευθυγραμμισμένους για τα επόμενα χρόνια.

ΣΠΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΤΡΙΓΩΝΟ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ

Η ιστορία προτείνει μια λύση σε αυτή την δυσχέρεια, αλλά η προφανής απάντηση –η χρήση παραχωρήσεων και διπλωματίας για να στραφεί η Μόσχα εναντίον του Πεκίνου- είναι η λάθος. Αν και η ιδέα μπορεί να δελεάσει τους παρατηρητές στην Ουάσιγκτον και στην Ευρώπη που ελπίζουν να βελτιώσουν την στρατηγική γεωμετρία του τριγώνου των μεγάλων δυνάμεων, οι σινο-ρωσικές εντάσεις δεν είναι ακόμη αρκετά υψηλές ώστε να προκαλέσουν το είδος της διάσπασης που συνέβη στα τέλη της δεκαετίας του 1960, και οποιεσδήποτε προσπάθειες να εξαγοραστεί η συνεργασία της Μόσχας σίγουρα θα γύριζε σαν μπούμερανγκ.

Ο Πούτιν έχει καταστήσει σαφές ότι το τίμημα μιας διαρκούς αποκλιμάκωσης με την Δύση είναι η ανατροπή της μεταψυχροπολεμικής διευθέτησης στην Ευρώπη -και αν προσφερόταν στον Πούτιν μια τέτοια συμφωνία, θα μπορούσε κάλλιστα να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η στρατηγική του της πίεσης λειτουργεί και να πιέσει ακόμη περισσότερο. Δεν υπάρχει διπλωματική λύση στην σινο-ρωσική ευθυγράμμιση που να μην συνεπάγεται σοβαρή αποδυνάμωση της θέσης των Ηνωμένων Πολιτειών στο ένα άκρο της ευρασιατικής ξηράς. Και είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι μια αποτελεσματική παγκόσμια στρατηγική των ΗΠΑ μπορεί να αντέξει ένα τέτοιο πλήγμα.

Ένα πιο χρήσιμο μάθημα από την ιστορία είναι ότι μπορεί να μην υπάρχει καλή εναλλακτική για να αντιμετωπιστούν ταυτόχρονα οι προκλήσεις και στις δύο πλευρές της Ευρασίας. Το 1940 και το 1941, ο πρόεδρος Φράνκλιν Ρούσβελτ αρνήθηκε την συμβουλή όσων υποστήριζαν ότι πρέπει να κατευνάσει την Ιαπωνία για να επικεντρωθεί στη Ναζιστική Γερμανία, επειδή αναγνώρισε ότι και οι δύο χώρες αποτελούσαν θανάσιμες απειλές για το όραμα των Ηνωμένων Πολιτειών για την διεθνή τάξη. Και αργότερα, κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του Ψυχρού Πολέμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπάθησαν να συγκρατήσουν τόσο την Κίνα όσο και την Σοβιετική Ένωση αφού κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε προς το παρόν αποδεκτός τρόπος διαχωρισμού τους.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους έχουν την ωμή δύναμη να ακολουθήσουν μια παρόμοια στρατηγική διπλού περιορισμού σήμερα. Όπως σημείωσε ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας, Τζέικ Σάλιβαν, ακόμη και ένας πιο ενωμένος σινο-ρωσικός άξονας θα ήταν νάνος σε οικονομικές, διπλωματικές, και στρατιωτικές δυνατότητες συγκριτικά με την Ουάσιγκτον και τους συμμάχους της στην Ευρώπη και την Ασία-Ειρηνικό.

Ομολογουμένως, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι φίλοι τους δεν μπορούν να το κάνουν αυτό φτηνά. Ο έλεγχος των διπλών προκλήσεων πιθανότατα θα απαιτούσε μεγάλα προγράμματα επανεξοπλισμού και βαθύτερη συνεργασία κατά του πολιτικού και οικονομικού εξαναγκασμού, όλα στηριζόμενα σε μια πιο έντονη συνειδητοποίηση της απειλής που θέτει η αυταρχική σύγκλιση Κίνας και Ρωσίας. Με άλλα λόγια, δεν θα λειτουργήσει η επιδίωξη μιας στρατηγικής τύπου Ψυχρού Πολέμου με μεταψυχροπολεμικά επίπεδα επείγοντος και επενδύσεων. Αλλά ο καλύτερος τρόπος για να αντισταθείς σε μια γνωστή πρόκληση -ένα μπλοκ απολυταρχιών στην καρδιά της Ευρασίας- είναι μέσω μιας οικείας θεραπείας: ενισχύοντας την συλλογική ανθεκτικότητα των χωρών που κρατούν την ισορροπία στην περιφέρειά της.

Αυτή η στρατηγική μπορεί αρχικά να ενθαρρύνει την σινο-ρωσική συνεργασία. Ωστόσο, η ιστορία δείχνει επίσης ότι ο διαχωρισμός διφορούμενων εταίρων μπορεί να απαιτεί πρώτα να τους ωθήσει κάποιος να είναι μαζί. Κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1950, η κυβέρνηση του Αϊζενχάουερ στοιχημάτισε ότι μια πολιτική πίεσης ήταν πιο πιθανό να σπάσει το Σινο-σοβιετικό σύμφωνο παρά μια παρακίνηση, επειδή θα ανάγκαζε το ασθενέστερο μέρος -το Πεκίνο- σε μια θέση εξάρτησης από το ισχυρότερο -τη Μόσχα— κάτι που θα έκανε τελικά και τις δύο χώρες να νιώθουν αρκετά άβολα. Ο Αϊζενχάουερ σκέφτηκε, ορθώς, ότι η Ουάσιγκτον θα μπορούσε κάποια μέρα να βρει την ευκαιρία να εκμεταλλευτεί τις εντάσεις μεταξύ των δύο εχθρών της, αλλά μόνο αφού είχε δείξει ότι η συνεργασία τους θα παρήγαγε περισσότερη δυστυχία παρά κέρδος.

Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλουν να προωθήσουν έναν ενδεχόμενο στρατηγικό αναπροσανατολισμό στη Μόσχα, πρέπει πρώτα να αποδείξουν ότι η πολιτική του αναθεωρητισμού (ρεβιζιονισμού) και της ευθυγράμμισης του Πούτιν με το Πεκίνο δεν λειτουργεί -και ότι η εναλλακτική λύση στις αξιοπρεπείς σχέσεις με την Δύση είναι μια ολοένα μεγαλύτερη εξάρτηση από μια Κίνα της οποίας η τραχύτητα φαίνεται να μεγαλώνει μαζί με την δύναμή της. Εάν αυτό το μήνυμα μπορεί να μεταδοθεί εγχωρίως για μια περίοδο ετών, θα μπορούσε να έχει εποικοδομητική επίδραση στην ρωσική σκέψη, αν όχι υπό τον Πούτιν τότε υπό τον διάδοχό του. Ένα τέτοιο αποτέλεσμα μπορεί να φαίνεται σαν μια μακρινή φιλοδοξία, η οποία συνεπάγεται την διεξαγωγή όχι ενός αλλά δύο ψυχρών πολέμων στην πορεία. Αν μη τι άλλο, λοιπόν, η σινο-ρωσική σύγκλιση έχει ξεκαθαρίσει πόσο σοβαρή είναι η νέα ευρασιατική πρόκληση —και τι θα απαιτηθεί για την αντιμετώπισή της.

*καθηγητής Παγκόσμιων Υποθέσεων, Yale University