Του Αντώνη Μεταξά*
Το όντως υφιστάμενο και σημαντικότατο πρόβλημα της ταχύτητας της απονομής δικαιοσύνης στη χώρα μας επανέρχεται εκ νέου για πολλοστή φορά στη δημόσια συζήτηση με αφορμή το νομοσχέδιο για τον νέο Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών που παρουσίασε στο υπουργικό συμβούλιο ο υπουργός Δικαιοσύνης. Το εν λόγω υπαρκτό ζήτημα δεν προσφέρεται για ωραιοποιήσεις – η χώρα μας έχει κατ΄ επανάληψη καταδικασθεί από το ΕΔΔΑ για παραβιάσεις σχετιζόμενες με την υπέρβαση κάθε έννοιας ευλόγου διάρκειας δικαστικών διαδικασιών. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι συχνά η προσωρινή δικαστική προστασία συνιστά την μόνη κατ’ ουσίαν αποτελεσματική μορφή δικαστικής προστασίας, η οποία τρόπον τινά προσαρμόζεται στο πεπερασμένο του ανθρώπινου βίου και την ανάγκη έγκαιρης δικαιοδοτικής ρύθμισης καταστάσεων. Από την άλλη πλευρά, το μείζον αυτό πρόβλημα δεν ενδείκνυται για μονοσήμαντες προσεγγίσεις, πολλώ δε μάλλον για προσπάθειες εντοπισμού «λύσεων» βασισμένων σε υπεραπλουστεύσεις προς εύκολη τέρψη του «λαϊκού, κοινού» αισθήματος.
Ας μου επιτραπεί να διατυπώσω κάποιες σκέψεις επί του θέματος με βάση προσλαμβάνουσες παραστάσεις της διττής μου ιδιότητας, πανεπιστημιακής και δικηγορικής. Κατ’ αρχάς, η επικέντρωση στην ταχύτητα της απονομής της δικαιοσύνης παραπέμπει σε μονομερή θέαση του ζητήματος, καθότι αυτό που απαιτείται είναι η ταχεία αλλά και ποιοτική απονομή της δικαιοσύνης. Ο συνδυασμός αυτός συνεπώς είναι το ζητούμενο και αυτή η συνδυαστική απαίτηση σηματοδοτεί και τη δυσχέρεια επίλυσης του προβλήματος. Η επιβολή μέτρων που μονοσήμαντα θα συναρτούν την αρνητική αξιολόγηση των δικαστών με την ταχύτητα που αυτοί εκδίδουν αποφάσεις δύναται να οδηγήσει σε μια διεκπεραιωτικότητα και προχειρότητα του δικαιοδοτικού έργου, η οποία, από κοινού με την ευθυνοφοβία, είναι εξίσου απευκταία για τον εκάστοτε διάδικο (αλλά και την κοινωνία και την οικονομία συνολικά) με την καθυστέρηση στην έκδοση μιας δικαστικής απόφασης.
Ήδη είναι πυκνά τα δείγματα που παραπέμπουν σε μια τέτοια τάση, η οποία δεν συνιστά επίλυση του προβλήματος αλλά επίτασή του. Χαρακτηριστικό είναι εδώ το παράδειγμα της «αξιοποίησης» του θεσμού της πιλοτικής δίκης για την έκδοση τυποποιημένων ανασταλτικών αποφάσεων από κατώτερα δικαστήρια επί μη ταυτόσημων διαφορών και όλως διακριτών ενδίκων βοηθημάτων εν σχέσει με το τελούν εν εκκρεμοδικία ενώπιον του ανωτάτου δικαστηρίου (του Συμβουλίου της Επικρατείας και ενδεχομένως προσεχώς και του Άρειου Πάγου). Οφείλει επίσης να επισημανθεί και μια σημαντική πρόσθετη παράμετρος που συχνά δεν λαμβάνεται υπόψη: η προϊούσα πολυπλοκότητα και εξειδίκευση της νομικής ύλης που άγεται προς δικαιοδοτική αξιολόγηση αλλά και ο πολυκαταγωγικός χαρακτήρας του εφαρμοστέου δικαίου, το οποίο δεν περιορίζεται στο εθνικό δίκαιο αλλά λ.χ. και στο ευρωπαϊκό ενωσιακό, στο οποίο η πλειονότητα των δικαστών μας δεν τυγχάνει επαρκούς επιμόρφωσης με συνέπεια τη συχνή έκδοση επιστημονικά εξόχως προβληματικών αποφάσεων. Όποιος θεωρεί το προαναφερθέν γεγονός ήσσονος σημασίας, μάλλον δεν έχει ορθή εικόνα ή αντίληψη για τον βαθμό διείσδυσης των κανονιστικών προβλέψεων του ενωσιακού δικαίου στο εφαρμοστέο δίκαιο και συνακόλουθα στη δικαστική ύλη σε όλα τα κράτη μέλη της Ένωσης.
Από την άλλη πλευρά, οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γνωρίζουμε και τις εν γένει εξόχως προβληματικές συνθήκες υπό τις οποίες λειτουργεί η Δικαιοσύνη στη χώρα μας και υπό τις οποίες οι δικαστές καλούνται να ασκήσουν το δικαιοδοτικό τους έργο, αλλά και τις διαχρονικές ευθύνες της Πολιτείας αλλά και, σε σημαντικό βαθμό, και του δικηγορικού σώματος: Προβληματικές κτιριακές υποδομές, υποστελέχωση πολλών δικαστηρίων αλλά και των γραμματειών τους, χαμηλές μισθολογικές απολαβές εν σχέσει με την ευθύνη και το θεσμικό κύρος με το οποίο οφείλει να περιβάλλεται το λειτούργημα του δικαστή, σημαντικότατη επιβάρυνση που προκύπτει από την υπερδιόγκωση της δικαστικής ύλης ένεκα της δικομανίας πολλών πολιτών και της αλόγιστης προσφυγής στη Δικαιοσύνη, συχνότατα με ευθύνη των συλλειτουργών της, δικηγόρων, αλλά και η αφόρητη πολυνομία και κακονομία, χαρακτηριστικό σύμπτωμα ενός πάσχοντος, δυσλειτουργούντος πολιτικού συστήματος.
Είναι σαφές ότι, ένεκα και των εγγενών ποσοτικών περιορισμών του εν λόγω σύντομου άρθρου, δεν είναι εδώ ο χώρος για τη διατύπωση εκτενών προτάσεων για την επίλυση όλων των προαναφερθέντων προβλημάτων με τη δέουσα πληρότητα και στοιχειοθέτηση. Ας ληφθεί επίσης υπόψη ότι κάθε λύση που ενδείκνυται για τη διοικητική δικαιοσύνη δεν ενδείκνυται για την ποινική και την πολιτική και το αντίστροφο: χρειάζονται διαφοροποιημένες απαντήσεις στα ποιοτικώς ετερογενή προβλήματα που εκάστη δικαιοδοσία αντιμετωπίζει.
Θεωρώ εντούτοις ότι και η ίδια η ανάδειξη της πολυπαραμετρικής διάστασης του προβλήματος αλλά και, κυρίως, του γεγονότος ότι δεν ενδιαφέρει μόνο η ταχύτητα, αλλά, ίσως και πρωτίστως, η έκδοση επιστημονικά ορθών και δίκαιων αποφάσεων σε εύλογο χρόνο, προσθέτει στη δημόσια συζήτηση την πολύ βασική αφετηρία για κάθε αποτελεσματική και πλήρη νομοθετική παρέμβαση σε τόσο καίριο θέμα: την ορθή και ακριβή θέση του ερωτήματος και προβλήματος το οποίο τίθεται προς αντιμετώπιση. Χωρίς αυτό, φοβούμαι, θα οδηγηθούμε πάλι σε μία ακόμη ανεδαφική, αποσπασματική παρέμβαση ή ενδεχομένως σε κάτι χειρότερο: στη συνολική, πλέον δια της νομοθετικής οδού καθοδηγούμενη, υιοθέτηση εσφαλμένων προκρούστιων προσεγγίσεων ή και σε θεαματικές, ίσως και κατά περίπτωση άδικες, αποπομπές δικαστών από το δικαστικό σώμα προς τέρψη του φιλοθεάμονος κοινού προς συσκότιση ευρύτερων ευθυνών αλλά και της ίδιας της ανάγκης για δραστικές παρεμβάσεις με «πολιτικό κόστος» σε πλείονα μέτωπα.
*καθηγητής Ευρωπαϊκού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, επισκέπτης καθηγητής Δικαίου Ενέργειας, International Hellenic University