Του Γιώργου Κατρούγκαλου*
Η ρωσική εισβολή παραβιάζει κατάφωρα το διεθνές δίκαιο και ο αναθεωρητισμός που τη διαπνέει είναι διαλυτικός για την ασφάλεια στην Ευρώπη. Βυθίζει την Ουκρανία στον ζόφο του πολέμου και πρέπει να τελειώσει άμεσα. Ο μόλος αποτελεσματικός τρόπος για αυτό, είναι ισχυρές και στοχευμένες οικονομικές κυρώσεις. Αυτά υποστηρίξαμε από την πρώτη στιγμή, τονίζοντας, επίσης, ότι ο πόλεμος θα μπορούσε να αποτραπεί, εάν είχαμε πετύχει, την πρώτη δεκαετία αυτού του αιώνα, μια νέα αρχιτεκτονική αδιαίρετης ασφάλειας στην Ευρώπη, που θα ενσωμάτωνε και τη Ρωσία, με όρους διεθνούς δικαίου.
Το ζητούμενο, συνεπώς, για τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας δεν ήταν η διαμόρφωση κοινής γραμμής απέναντι στην εισβολή, αλλά ως προς το πώς θα αντιδράσει συγκεκριμένα η Ευρώπη και η Ελλάδα σε αυτήν. Η απάντησή μας ήταν αυτή που έδινε πάντα η Αριστερά, αλλά -και σε μεγάλο βαθμό η πάγια μεταπολιτευτική εξωτερική πολιτική της χώρας μας: έμφαση στη διπλωματία, εμμονή στο ότι η πατρίδα μας είναι ευρωπαϊκή δύναμη ειρήνης και ήπιας ισχύος. Η επιλογή αυτή έδινε περιθώρια στην Ελλάδα να τηρεί τις διεθνείς συμβατικές της δεσμεύσεις αλλά και να έχει τα μεγαλύτερα δυνατά περιθώρια να ασκήσει την απαραίτητη πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική μιας χώρας που βρίσκεται στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων στην Ανατολική Μεσόγειο. Στο πλαίσιο αυτό, πέραν των κυρώσεων, βλέπω επίσης και την παραχώρηση καθεστώτος υποψήφιας στην ΕΕ χώρας στην Ουκρανία.
Η αντίθετη επιλογή του κ. Μητσοτάκη για αποστολή θανατηφόρων όπλων αποτελεί ανατροπή πάγιου δόγματος της εξωτερικής πολιτικής, χωρίς καμία διαβούλευση. Όπως και η προηγούμενη απόφασή του να στείλει Πάτριοτ στη Σαουδική Αραβία. Είναι αλήθεια ότι και άλλες χώρες της ΕΕ πήραν ανάλογη απόφαση – όχι όμως όλες – για την αποστολή θανατηφόρων όπλων, αλλά δεν υπήρχε σχετική δεσμευτική απόφαση γι’ αυτό. Η κυβέρνηση προσπαθεί να δικαιολογήσει την απόφαση αυτή με το αβάσιμο επιχείρημα ότι εξασφαλίζει ανάλογη υποστήριξη απέναντι στην Τουρκία.
Όμως, η Άγκυρα σε μεγάλο βαθμό ακολούθησε επαμφοτερίζουσα στάση στο Ουκρανικό, χωρίς να υποστεί συνέπειες: όχι μόνον άργησε να κλείσει τα Στενά, όπως προβλέπει σε περίπτωση πολέμου η Συνθήκη του Μοντρέ, αλλά και δεν υπερψήφισε την απόφαση αναστολής συμμετοχής της Ρωσίας στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Από την αποστολή πολεμικού υλικού η Ελλάδα μπορεί, ίσως, να δεχθεί εύσημα από τις ΗΠΑ και να ευνοηθεί σε άλλους τομείς διμερούς συνεργασίας, αλλά όχι σε σχέση με την Τουρκία και την επιθετικότητά της. καθώς η γείτονα γίνεται ακόμα πιο σημαντική για τις ΗΠΑ μετά την ουκρανική κρίση.
Αντιθέτως, μία αναβαθμισμένη Ευρωπαϊκή Ένωση, με αυτόνομη εξωτερική πολιτική και άμυνα, θα αποτελούσε εγγύηση για την ελληνική ασφάλεια. Και εδώ όμως υπάρχει ένα ερώτημα: θα είναι πράγματι στρατηγικά αυτόνομη η ευρωπαϊκή άμυνα, ή απλώς «καθρέφτης» του ΝΑΤΟ; Ακόμη σημαντικότερο, θα μπορέσει να αποτελέσει αυτόνομο εξισορροπιστικό πόλο η ΕΕ στη διεθνή σκηνή; Για να το θέσω όσο πιο απλά γίνεται: θα επικρατήσει η γαλλική πρόταση, περί «ευρωπαϊκής κυριαρχίας», ή οι φιλοατλαντικές αντίθετες Πολωνίας και βαλτικών χωρών; Εάν συμβεί το δεύτερο, το πιθανότερο είναι ότι το μέλλον κρύβει μια επανάληψη του ψυχρού πολέμου, με προσέγγιση Ρωσίας – Κίνας και δραματική ένταση των διεθνών ανταγωνισμών.
Στο «καλό σενάριο, όπου η Ευρώπη αποκτά, επιτέλους, status μεγάλης δύναμης, με χαρακτηριστικά στρατηγικής αυτονομίας, η προστιθέμενη αξία της χώρας μας είναι αυτή που πάντα διεκδικούσε – της γέφυρας ανάμεσα στο πολιτικό, ευρωπαϊκό μας σπίτι και άλλες μεγάλες δυνάμεις, όπως η Κίνα, η Ρωσία, ο αραβικός κόσμος. Η αντίθετη λογική του προκεχωρημένου φυλακίου, την οποία υιοθετεί ο Κ. Μητσοτάκης, όπως και αυτή του «σίδηρου παραπετάσματος», που ακούστηκε από τον εισηγητή της ΝΔ σε πρόσφατη κύρωση άσχετων συμβάσεων στη Βουλή, δεν αποτελεί απλώς επιστροφή στο ψυχροπολεμικό παρελθόν αλλά κυρίως τη λάθος απάντηση, και για την Ελλάδα και για την Ευρώπη.
*Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου & Τομεάρχης Εξωτερικών ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ