Του Αντώνη Ζαϊρη*
Στην τελευταία έκθεσή του ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO) μιλά απροκάλυπτα για ενδεχόμενες ελλείψεις βασικών προϊόντων που η παραγωγή τους βασίζεται στην εισαγωγή σιτηρών από τις εμπόλεμες χώρες όπως π.χ. ζυμαρικά, ψωμί, δημητριακά. Ο πόλεμος λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής αρνητικών παραγόντων καθώς και οι δύο εμπόλεμες χώρες έχουν αυξημένο μερίδιο στις παγκόσμιες εξαγωγές κύρια σιτηρών και σπορέλαιου. Οι επιπτώσεις της σύγκρουσης θα επιφέρουν για πολλά χρόνια επισιτιστική και ενεργειακή κρίση όχι μόνο σε ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες αλλά και στη παγκόσμια κοινότητα εξαιτίας διατάραξης των αποθεμάτων τροφίμων ,των μεγάλων αυξήσεων τιμών , της ακανόνιστης λειτουργίας της εφοδιαστικής αλυσίδας και των απρόβλεπτων ενεργειακών διακυμάνσεων. Το κύμα ακρίβειας προκαλεί αφενός, πλήγμα στους τζίρους των επιχειρήσεων και λειτουργεί αποθαρρυντικά στην ανάληψη επενδυτικών πρωτοβουλιών και δημιουργίας νέων θέσεων απασχόλησης και αφετέρου, ανακατανομή του «καλαθιού» της Νοικοκυράς ως προς τις αγοραστικές προτιμήσεις των καταναλωτών που προσανατολίζονται πλέον στην Ικανοποίηση των βασικών τους αναγκών και όχι των προσδοκιών τους όπως συνήθιζαν στο παρελθόν. Οι προσδοκίες αυτές σε συνδυασμό με την εμπειρία αγοράς είχε οδηγήσει σε έξαρση του καταναλωτισμού, σήμερα όμως η εποχή της αφθονίας φθάνει στο τέλος της. Μετά το κύμα αγορών πανικού και ανασφάλειας εξαιτίας της πανδημίας και των παρατηρούμενων ελλείψεων στα ράφια, θα κάνει την εμφάνιση του ένα άλλο φαινόμενο της εκλογίκευσης του κωδικολογίου προϊόντων, δηλαδή την απομείωση της ποικιλίας σε συγκεκριμένους κωδικούς ανά κατηγορία προϊόντος ,τον περιορισμό επιλογών συσκευασίας, γεύσεων κα. Οι μεγάλες απώλειες στο τζίρο, η αύξηση των λειτουργικών εξόδων , οι μεγάλες επιβαρύνσεις στις πρώτες ύλες που δημιουργούν αναγκαστικές ανατιμήσεις, το ενεργειακό κόστος που συμμετέχει στο 30% περίπου των γενικών εξόδων μιας επιχείρησης και οι συνεχιζόμενες αναταράξεις σε όλο το εύρος της εφοδιαστικής αλυσίδας υποχρεώνουν της Επιχειρήσεις στην αναθεώρηση των Στρατηγικών τους με έμφαση στη συγκράτηση του κόστους και στη διατήρηση «περιοχών» κερδοφορίας ως παράγοντα επιβίωσής τους.
Από την άλλη, η μείωση του αγοραστικού διαθέσιμου εισοδήματος ,οι εντεινόμενες πληθωριστικές πιέσεις , οι υπερβολικές ανατιμήσεις ειδών διατροφής και η «θηριώδης» συμμετοχή της ενέργειας υποχρεώνουν τους καταναλωτές να αναθεωρήσουν τον οικογενειακό τους προϋπολογισμό και να εκλογικεύσουν το «μίγμα» αγορών τους.
Σήμερα βρισκόμαστε Στα πρόθυρα μιας επισιτιστικής κρίσης που αφορά όλους μας ακόμα και τις ανεπτυγμένες δυτικές κοινωνίες καθώς σε όλα τα προηγούμενα προστίθενται και οι φυσικές καταστροφές που έχουν πλήξει σοδειές, η ξηρασία και η ραγδαία αύξηση του πληθυσμού της γης που καθιστούν τόσο την αφθονία φθηνών τροφίμων όσο και την επάρκεια αντικείμενο έντονου προβληματισμού και σοβαρής ανάλυσης για το μέλλον του πλανήτη μας.
*Αναπλ. Αντιπρόεδρος του ΣΕΛΠΕ , Επικ. Καθηγητής Διοίκησης Επιχειρήσεων του Παν. Νεάπολις στην Κύπρο και Μέλος της Ενωσης Αμερικάνων Οικονομολόγων (ΑΕΑ)