Η Ρωσία έχει την αντοχή να διεξαγάγει έναν μακροχρόνιο πόλεμο στην Ουκρανία, παρά το σφυροκόπημα των δυτικών κυρώσεων με στόχο την παράλυση της ικανότητας της Μόσχας να συντηρήσει την πολεμική της μηχανή, σύμφωνα με ειδικούς του τομέα της άμυνας και οικονομολόγους.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία εκτόξευσε τις τιμές του πετρελαίου, του φυσικού αερίου και των σιτηρών που εξάγει, προσφέροντας στην Μόσχα σημαντικούς πόρους για την χρηματοδότηση της «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης», η οποία εισέρχεται πλέον σε νέα φάση, καθώς οι ρωσικές δυνάμεις επικεντρώνονται στην περιοχή του Ντονμπάς, αφού απέτυχαν να σπάσουν την ουκρανική άμυνα στο Κίεβο.
Καθώς ο πόλεμος συνεχίζεται, η αύξηση των απωλειών από την ρωσική πλευρά και η ανάγκη αντικατάστασης των στρατιωτικών δυνάμεων στο θέατρο του πολέμου είναι πιθανόν να αποδειχθεί ότι αποτελούν πιεστικότερα προβλήματα από το οικονομικό κόστος.
«Αυτό το είδος χαμηλής τεχνολογίας πολέμου μπορεί να χρηματοδοτηθεί σχεδόν ολοκληρωτικά σε ρούβλια, πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί να συνεχίζεται με την μαζική διοχέτευση στρατιωτών και βαρέος πυροβολικού στην Ουκρανία τουλάχιστον μέχρι μία περισσότερο γενικευμένη κατάρρευση της ρωσικής οικονομίας», σύμφωνα με τον Τζέικομπ Κίρκεγκααρντ, οικονομολόγο του Peterson Institute for International Economics της Ουάσιγκτον.
Ο Γιόχαν Νόρμπεργκ, αναλυτής της Swedish Defence Research Agency, δηλώνει: «Οι κυρώσεις δεν θα επηρεάσουν αυτόν τον πόλεμο βραχυπρόθεσμα, διότι ο ρωσικός στρατός πολεμά με τανκς που έχουν ήδη κατασκευασθεί και στρατιώτες που έχουν ήδη εκπαιδευθεί».
Οι κυρώσεις αναμένεται ότι θα προκαλέσουν συρρίκνωση της οικονομίας κατά περισσότερο του 11% φέτος, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, αλλά τα εισοδήματα από τις εξαγωγές ενέργειας αυτήν την στιγμή αυξάνονται. Το ρωσικό υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωσε στις 5 Απριλίου ότι η Μόσχα αναμένει 9,6 δισεκατομμύρια δολάρια επιπλέον από τις πωλήσεις ενέργειας του Απριλίου χάρις στις υψηλές τιμές του πετρελαίου που παραμένουν σε επίπεδα άνω των 100 δολαρίων ανά βαρέλι.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, ωστόσο, ότι η πολυδιαφημισμένη πολεμική μηχανή της Ρωσίας έχει εισπράξει τεράστιο και ακριβό πλήγμα.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες εκτιμούν ότι η Ρωσία έχει απολέσει περί το 15%-20% της δύναμης μάχης κατά την διάρκεια της εισβολής στην Ουκρανία, σύμφωνα με υψηλόβαθμο αξιωματούχο του αμυντικού τομέα.
Σε αυτό περιλαμβάνονται τανκς, τεθωρακισμένα οχήματα, συστήματα πυροβολικού, καταδιωκτικά και βομβαρδιστικά αεροσκάφη και ελικόπτερα, πύραυλοι εδάφους-αέρος και βαλλιστικοί πύραυλοι, δήλωσε ο Αμερικανός αξιωματούχος.
476 χαμένα ρωσικά τανκς
Σύμφωνα με το Oryx, στρατιωτικό blog που καταγράφει τις απώλειες των δύο πλευρών βασιζόμενο σε επαληθεύσιμο οπτικό υλικό, η Ρωσία έχει χάσει τουλάχιστον 2.770 τεμάχια στρατιωτικού εξοπλισμού, στα οποία περιλαμβάνονται 476 τανκς που έχουν καταστραφεί εν μέρει ή ολικώς, έχουν εγκαταλειφθεί ή καταληφθεί.
Το σύνολο αυτό των ρωσικών τανκς αντιστοιχεί σε μεγαλύτερο μέγεθος από την συνδυασμένη δύναμη τεθωρακισμένων αρμάτων μάχης της Γαλλίας (222) και της Βρετανίας (227), νατοϊκών συμμάχων, σύμφωνα με τον Γιόχαν Μίτσελ του International Institute for Strategic Studies (IISS).
Η Ρωσία, η οποία είχε στην κατοχή της περί τα 3.000 τανκς πριν από τον πόλεμο, σύμφωνα με τα στοιχεία του IISS, δεν πρόκειται να ξεμείνει σύντομα από τεθωρακισμένα άρματα μάχης. Αλλά σύμφωνα με τους ειδικούς του τομέα της άμυνας, πολλά από αυτά είναι πιθανόν να είναι παλαιά, σε κακή κατάσταση ή να διατηρούνται για κανιβαλισμό, άρα ο πραγματικός αριθμός των διαθέσιμων για μάχη είναι πολύ χαμηλότερος.
Σύμφωνα με τον Ματιέ Μπουλέγκ, ειδικού για τον ρωσικό στρατό του Chatham House, η Μόσχα δεν έχει χρησιμοποιήσει μέχρι στιγμής τα πλέον σύγχρονα οπλικά της συστήματα, αυτά που δεν θέλει να χάσει, και στηρίζεται στα βαρέα όπλα της σοβιετικής εποχής που είναι αναλώσιμα.
Υπολογίζει ότι μπορεί να χρειασθεί «μία έως δύο τουλάχιστον δεκαετίες» για την αναπλήρωση του ρωσικού στρατιωτικού εξοπλισμού στα προ του πολέμου στην Ουκρανία επίπεδα. Μία επιχείρηση που θα αποβεί περίπλοκη λόγω σειράς παραγόντων όπως ο σχεδιασμός και η καινοτομία, λόγω της ενδημικής διαφθοράς στις ρωσικές εταιρείες του αμυντικού τομέα και της έλλειψης της δυτικής μικροηλεκτρονικής εξαιτίας των κυρώσεων.
Οι δαπάνες θα αυξηθούν εις βάρος των Ρώσων πολιτών
Οι ρωσικές πολεμικές δαπάνες θα χρειασθεί να αυξηθούν τόσο λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, όσο και της κλιμάκωσης της έντασης με το ΝΑΤΟ, που έχει αναπτύξει χιλιάδες στρατιώτες στην ανατολική Ευρώπη, σύμφωνα με τον Ρίτσαρντ Κόνολι, συνεργάτη του RUSI του Λονδίνου.
Οι ρωσικές αμυντικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ μπορεί να αυξηθούν σημαντικά από το 4% σήμερα, έως και να διπλασιασθούν κατά τα επόμενα λίγα χρόνια.
Οι Ρώσοι πολίτες θα αισθανθούν τις συνέπειες, αλλά το ρωσικό κράτος θα μπορεί να χρηματοδοτήσει άνετα τον πόλεμο, ακόμη και αν η ρωσική οικονομία βυθιστεί στην ύφεση. Αν παραστεί ανάγκη, θα μπορεί να επιτάξει πόρους, όπως καύσιμα από τις κρατικές εταιρείες, λέει ο Ρίτσαρντ Κόνολι.
Όμως, το πιο πιεστικό θέμα είναι ο αριθμός των θυμάτων στις τάξεις των Ρώσων στρατιωτών και η δυσκολία συντήρησης ενός πολέμου που αφορά δύναμη 150.000 επί του πολεμικού θεάτρου.
Η Μόσχα δεν έχει παραδεχθεί παρά 1.351 θανάτους στις τάξεις του ρωσικού στρατού στην Ουκρανία, αν και το Κίεβο και οι δυτικές κυβερνήσεις υπολογίζουν ότι ο πραγματικός υπολογισμός των νεκρών Ρώσων στρατιωτών είναι πολλαπλάσιος (10.000-15.000 ή έως και 20.000). Ο ρωσικός στρατός μαζί με τις αερομεταφερόμενες μονάδες μάχης αριθμούν 325.000.
Σύμφωνα με τον Κόνολι, ενδέχεται η Μόσχα να αναγκασθεί να λάβει την πολιτικά αντιδημοφιλή απόφαση να προσφύγει στις εφεδρείες, στους Ρώσους πολίτες κάτω των 50 ετών με στρατιωτική θητεία εντός των περασμένων πέντε ετών, που σύμφωνα με το IISS ανέρχονται σε 2 εκατομμύρια άνδρες.
«Αν έχεις 150.000 ανεπτυγμένους στην Ουκρανία, έχεις το ήμισυ του στρατού σου σε επιχειρήσεις μάχης και έχεις υποφέρει από υψηλές απώλειες», λέει ο Κόνολι.
«Άρα, θα πρέπει να αντικατασταθούν, θα χρειασθεί να υπάρξει εναλλαγή στρατιωτικού προσωπικού. Κατά βάση, χρησιμοποιούν ολόκληρο τον στρατό τους ή θα τον χρησιμοποιήσουν αν αυτό διαρκέσει για πολύ περισσότερο».
Πηγή: Reuters, ΑΠΕ – ΜΠΕ, kathimerini.gr