Του Τάκη Θεοδωρόπουλου
Η Ζακλίν ντε Ροµιγί έγραψε πως η δημοκρατία στηρίζεται στην εμπιστοσύνη. Για να δεχθείς να υπακούσεις στην απόφαση της πλειοψηφίας, ακόμη κι αν διαφωνείς, χρειάζεται να εμπιστεύεσαι αυτούς που την υποστήριξαν και την υπερασπίστηκαν. Εξ ου και η αξία της παρρησίας. Η παρρησία δεν ήταν μόνον δικαίωμα στην Εκκλησία του δήμου. Ηταν και υποχρέωση. Υποχρέωνε τους ρήτορες να υπερασπίζονται αυτά που πραγματικά πίστευαν. Για τον απλούστατο λόγο ότι όλοι, ακόμη και όσοι έπεφταν έξω, υπερασπίζονταν τη σωτηρία της πόλης. Ηταν η συνθήκη πάνω στην οποία χτιζόταν το οικοδόμημα της εμπιστοσύνης.
Θα μου πείτε, η Ρομιγί μιλούσε για την άμεση δημοκρατία. Αν κάποιος ψήφιζε πόλεμο στη συνέλευση ήξερε πως τον πόλεμο θα τον έκανε ο ίδιος και όχι κάποιοι άλλοι για λογαριασμό του. Παράδειγμα ο Κλέων, ο διάδοχος του Περικλή στην ηγεσία των δημοκρατικών, ο φιλοπόλεμος δημαγωγός του Θουκυδίδη και του Αριστοφάνη. Ο Κλέων όμως, όσο κι αν ήταν δημαγωγός, ήταν και ικανός στρατηγός. Σκοτώθηκε στη διάρκεια μιας μάχης στην Αμφίπολη.
Η βασική διαφορά ανάμεσα στις δικές μας δημοκρατίες και την αθηναϊκή δεν είναι ότι εκείνη ήταν άμεση και οι δικές μας λειτουργούν δι’ αντιπροσώπων. Η βασική διαφορά είναι ότι στον 21ο αι. η εμπιστοσύνη των πολιτών στην οποία στηρίζεται η δημοκρατία έχει διαρραγεί. Οι γενιές που είχαν ζήσει τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την αντίσταση κατά των Γερμανών, ασχέτως πολιτικών διαφορών και κοινωνικών ανισοτήτων, στήριζαν την εμπιστοσύνη τους στο γεγονός ότι είχαν υπερασπιστεί τις ίδιες αξίες. Ακόμη και η γερμανική δημοκρατία μετά τον πόλεμο χτίστηκε πάνω στην κοινότητα των ενοχών της κοινωνίας που προκαλούσε το ναζιστικό της παρελθόν. Ο εμφύλιος που αιματοκύλισε την Ελλάδα στόχο είχε να διαρρήξει την κοινωνική εμπιστοσύνη που είχε δημιουργήσει το έπος του ’40. Και το πέτυχε σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας του αφηρωισμού των ηττημένων και της πρωτόγονης συμπεριφοράς των νικητών.
Ενα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη. Είναι το φάντασμα του «λαϊκισμού». Λαϊκισμός σημαίνει διαχωρισμός της κοινωνίας σε προνομιούχες «ελίτ» και μη προνομιούχο «λαό». Λαϊκισμός σημαίνει υπονόμευση της εμπιστοσύνης από τη δυσπιστία. Λαϊκισμός σημαίνει καχυποψία απέναντι σε όσες αξίες στήριζαν το οικοδόμημα της κοινωνικής εμπιστοσύνης. Η προσπάθεια απόρριψης ολόκληρης της ευρωπαϊκής ιστορίας για παράδειγμα, ως μια ιστορία που ανήκει στη λευκή φυλή, κατά προτίμησιν γένους αρσενικού, η αποαποικιοποίηση ως εσωτερικευμένο σύμπλεγμα αν και αποικίες δεν υπάρχουν πια, το κίνημα woke, και η ισλαμοφιλία είναι αυτό που θα λέγαμε αριστερός λαϊκισμός. Ο δικαιωματισμός στοχεύει στον κατακερματισμό της κοινωνίας σε ομάδες που διεκδικούν δικαιώματα η μία από την άλλη. Εκεί βρίσκει καταφύγιο η ρητορεία της Αριστεράς που έχει χάσει το προλεταριάτο της, αλλά δεν έχει χάσει την ψυχολογική της ανάγκη για την πρόκληση κοινωνικών συγκρούσεων.
Απέναντι σε αυτόν τον λαϊκισμό οργανώνεται ο δεξιός λαϊκισμός. Η Λεπέν μπορεί να έχασε για ακόμη μία φορά τις προεδρικές εκλογές, όμως κατάφερε να επιβάλει τη ρητορική της ως μια σταθερά της γαλλικής πολιτικής σκηνής. Ο δικός της «λαός» αισθάνεται αποκλεισμένος από την Ευρώπη, απειλείται από τη μετανάστευση και διεκδικεί την αποκατάσταση των αξιών που έδιναν ταυτότητα, άρα ύπαρξη, ακόμη και στον τελευταίο φτωχοδιάβολο. Η Ευρώπη είχε απωθήσει την ψυχολογική δύναμη του εθνικισμού. Της τη θύμισε ο Πούτιν. Η σχέση της Λεπέν με τον Πούτιν δεν περιορίζεται στις οικονομικές συναλλαγές τους. Αυτή, όπως και ο Ζεμούρ, αισθάνεται ιδεολογική συγγένεια. Ο Πούτιν αντιμετωπίζει τη Ρωσία όπως οι ίδιοι αντιμετωπίζουν τη Γαλλία. Η συμπάθεια προς τον Ρώσο ηγεμόνα που σαρώνει αριστερές και δεξιές ψυχές στην πατρίδα μας έχει να κάνει με την αισθηματική συγγένεια του ελληνικού εθνικισμού προς οποιονδήποτε και οτιδήποτε συγκρούεται με τον δυτικό πολιτισμό.
Πηγή: kathimerini.gr