Του Θεόδωρου Μπενάκη
Οι πρόσφατες βομβιστικές επιθέσεις σε πόλεις της Υπερδνειστερίας, μιας περιοχής που από το 1990 αποτελεί ουσιαστικά ρωσικό προτεκτοράτο, ερμηνεύτηκαν ως προσπάθεια της Μόσχας, με προβοκάτσιες, να εμπλέξει το καθεστώς της στον πόλεμο της Ουκρανίας. Επιπλέον, η «μη αναγνωρισμένη Δημοκρατία της Μολδαβικής Υπερδνειστερίας» αποτελεί τμήμα του εδάφους της Μολδαβίας, όπως ο ΟΗΕ αναγνωρίζει, και τυχόν εμπλοκή της θα έβαζε σε κίνδυνο την ίδια την Μολδαβία. Όμως, πίσω από αυτές τις προβοκάτσιες η Μόσχα έχει επίσης στόχο να προκαλέσει πολιτική αποσταθεροποίηση στη Ρουμανία, υποδαυλίζοντας τις εθνικιστικές και επεκτατικές τάσεις που υπάρχουν στη χώρα. Η τελευταία, κρατά μια ιδιαίτερα προσεκτική στάση απέναντι στη Ρωσία. Όπως επισήμανε η πολωνική ιστοσελίδα wPolityce στις 27 Απριλίου, ο Ρουμάνος πρόεδρος Κλάους Γιοχάνις είναι από τους λίγους Ευρωπαίους πολιτικούς που δεν επισκέφτηκε το Κίεβο.
Προβοκάτσια
Στις 25 και 26 Απριλίου σημειώθηκαν τρεις εκρήξεις στην πρωτεύουσα της Δημοκρατίας της Υπερδνειστερίας, Τιρασπόλ και μια άλλη σε κοντινό χωριό. Το καθεστώς ανακοίνωσε ότι ήταν βομβιστικές επιθέσεις που έπληξαν το Υπουργείο Κρατικής Ασφαλείας στην πρωτεύουσα, δυο κεραίες αναμετάδοσης ρωσικών τηλεοπτικών μέσων και ένα χωριό το οποίο φιλοξενούσε μεγάλη αποθήκη όπλων.
Κανένα θύμα δεν αναφέρθηκε. Η γενική εντύπωση ήταν ότι οι αρχές είχαν προετοιμαστεί και είχαν απομακρύνει υπαλλήλους και πεζούς.
Λίγες ημέρες πριν, ένας Ρώσος αξιωματούχος, ο Ρουστάμ Μινεκάγιεφ (Rustam Minnekayev), είχε δηλώσει ότι η Ρωσία στόχευε στον πλήρη έλεγχο της νότιας Ουκρανίας, ώστε να εξασφαλίσει δίοδο προς την Υπερδνειστερία.
Επιπλέον, περίεργα μηνύματα έφταναν στα κινητά πολλών κατοίκων της Υπερδνειστερίας – υποτίθεται από τις ουκρανικές στρατιωτικές αρχές – που τους καλούσαν να εγκαταλείψουν τη χώρα εν όψει Ουκρανικών βομβαρδισμών.
Νωρίτερα, οι ουκρανικές μυστικές υπηρεσίες είχαν προειδοποιήσει για επικείμενη ρωσική προβοκάτσια εναντίον της Μολδαβίας και της κατεχόμενης από τον ρωσικό στρατό και τους σεπαρατιστές περιοχή. Στην κατοχή τους είχε περιέλθει μια επιστολή του γραμματέα της Κρατικής Επιτροπής για Κρίσιμες Καταστάσεις της Δημοκρατίας της Υπερδνειστερίας Vadym Shmalenko προς τον επικεφαλής της περιοχής Camenca, Vladimir Bychkov, με ημερομηνία 22 Απριλίου, με την οποία του ζητούσε οδηγίες σχετικά με επικείμενες επιθέσεις.
Τρεις ημέρες πριν τις επιθέσεις, οι αρχές γνώριζαν!
Οι αμερικανικές υπηρεσίες είχαν επίσης προειδοποιήσει για επικείμενες προβοκάτσιες της Ρωσίας σε γειτονικές περιοχές της Ουκρανίας ώστε να έχει την δικαιολογία νέας εισβολής.
Η τοπική κυβέρνηση δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι υπεύθυνη για τις επιθέσεις ήταν η ουκρανική κυβέρνηση.
Στις 26 Απριλίου το ρωσικό κρατικό πρακτορείο RIA Novosti αναφέρθηκε στα γεγονότα και φιλοξένησε δηλώσεις του συνδιοικητού της «ρωσικής ειρηνευτικής δύναμης», σύμφωνα με τον οποίο η ηγεσία της Υπερδνειστερίας «θα λάβει σύντομα αποφάσεις για να υπερασπιστεί τα συμφέροντα» της χώρας.
Δεδομένου ότι χρησιμοποιήθηκε η ίδια ρητορική και στην περίπτωση της Ουκρανίας, οι δηλώσεις αυτές ερμηνεύτηκαν ως προετοιμασία μιας εκ νότου επίθεσης στην Ουκρανία. Την θέση αυτή ενίσχυσε η εντολή να τεθούν σε «πλήρη πολεμική ετοιμότητα» τα στρατεύματα που βρίσκονται στην περιοχή, 5000 ντόπιοι πολιτοφύλακες και περίπου 3000 Ρώσοι στρατιώτες.
Με τη σειρά του ο Ρώσος Αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών Αντρέϊ Ρουντένκο (Andrey Rudenko) έσπευσε να εκφράσει την ανησυχία της Μόσχας για τις επιθέσεις και να δηλώσει ότι το Κρεμλίνο δεν επιθυμεί να εξετάσει σενάρια εμπλοκής της Υπερδνειστερίας στον πόλεμο.
Την είδηση των βομβαρδισμών αλλά και των μηνυμάτων μετέδωσαν τα ρωσικά ΜΜΕ καθώς και τα φιλικά προς τη Ρωσία μέσα στη Δύση.
Η κυβέρνηση της Μολδαβίας χαρακτήρισε τις επιθέσεις ως «μια αφορμή για εντάσεις». Η Πρόεδρος της χώρας Μάγια Σάντου απέδωσε τα γεγονότα σε σύγκρουση ανάμεσα σε φράξιες και στις προσπάθειες αποσταθεροποίησης της περιοχής.
Ένα ακόμα ρωσικό προτεκτοράτο
Η «Μολδαβική Δημοκρατία της Υπερδνειστερίας» ήταν το αποτέλεσμα αποσχιστικών ενεργειών ρωσόφωνων κατοίκων της – με τη στρατιωτική υποστήριξη μισθοφόρων και στρατού από την Ρωσία – που άρχισαν το 1990. Στον πόλεμο που συνεχίστηκε ανάμεσα σε ρωσόφωνους πολιτοφύλακες και ρωσικό στρατό από τη μία πλευρά και τις Μολδαβικές στρατιωτικές δυνάμεις μέχρι το 1992 σκοτώθηκαν περί τα 700 άτομα. Έκτοτε ο ρωσικός στρατός παραμένει στην χώρα ως «ειρηνευτική δύναμη».
Παρόλα αυτά οι Ρώσοι δεν αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού που ανέρχεται σε 470 χιλιάδες. Μόνον 29.1% του πληθυσμού είναι Ρώσοι, ενώ οι Μολδαβοί και οι Ουκρανοί αποτελούν το 28.6% και 22.9% αντίστοιχα. Δηλαδή, η παράνομη κατοχή της περιοχής που ο ΟΗΕ αναγνωρίζει ως έδαφος της Μολδαβίας γίνεται από το ένα τρίτο του πληθυσμού της.
Στις 26 Απριλίου η ρουμάνικη υπηρεσία της γερμανικής Deutsche Welle επισήμαινε ότι «η Ρωσία … θα μπορούσε κάθε στιγμή να αναγνωρίσει την αποσχισθείσα περιοχή … και ύστερα να επέμβει στρατιωτικά, όπως ήδη έκανε με το Λουχάνσκ και το Ντονέτσκ και την εισβολή της 24 Φεβρουαρίου 2022. Και όπως έκανε το 2008 όταν επιτέθηκε στη Γεωργία».
Οι φόβοι για πιθανή εμπλοκή της Υπερδνειστερίας στα πολεμικά σχέδια του Πούτιν δεν είναι ασφαλώς αβάσιμοι. Αν και είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς τον τρόπο που σκέφτεται ο στρυμωγμένος τόσο στο εσωτερικό του καθεστώτος του όσο και διεθνώς Βλαντίμιρ Πούτιν, μια τέτοια εκδοχή, λογικά θα είχε περιορισμένο χαρακτήρα. Θα επέτρεπε δηλαδή στη Ρωσία να περάσει και άλλο στρατό στα νότια της Ουκρανίας.
Αλλά, είναι δύσκολο να σκεφτούμε ότι στα άμεσα σχέδιά του είναι η εισβολή στη Μολδαβία.
Τουλάχιστον όχι τώρα. Αν και η χώρα δηλώνει με κάθε τρόπο ότι δεν προσβλέπει σε ένταξη στο ΝΑΤΟ και παραμένει ουδέτερη, έχει λάβει ήδη σημαντική οικονομική βοήθεια από τις ΗΠΑ για να ενισχύσει την άμυνά της. Μια ρωσική εισβολή όμως θα δημιουργούσε ένα κύμα συμπαράστασης στο εσωτερικό της Ρουμανίας που θα πίεζε την κυβέρνηση για άμεση στρατιωτική απάντηση. Ο Πούτιν επιθυμεί μια τέτοιου είδους αποσταθεροποίηση αλλά το επιτελείο του καταλαβαίνει τους κινδύνους που απορρέουν από μια στρατιωτική εμπλοκή.
Ασφαλώς, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι ο ίδιος εξαρτάται από την έκβαση της εισβολής στην Ουκρανία και όσο και αν κρύβει από την ρωσική κοινή γνώμη την τεραστίων διαστάσεων ήττα του, αντιμετωπίζει τον κίνδυνο να ανατραπεί από τους άλλους εταίρους του καθεστώτος του.
O Πούτιν παραμένει το κύριο πρόβλημα στην παρούσα κρίση.
Όπως έγραφε η έγκυρη ιταλική εφημερίδα La Stampa στις 27 Απριλίου «η μόνη δυνατότητα να αποτραπεί η κλιμάκωση – τόσο μέσα στην Ουκρανία όσο και έξω από τα σύνορά της – είναι να σταματήσουν τον Πούτιν».
Ρουμανία και Μολδαβία
Όταν η Μολδαβία απέκτησε την ανεξαρτησία της, το 1991, στη Ρουμανία εθνικιστικές φωνές ζητούσαν την προσάρτησή της, ως ιστορικό έδαφος της χώρας. Το ζήτημα της ενότητας των δυο χωρών εξακολουθεί να βρίσκεται στην πολιτική συζήτηση τόσο στο Βουκουρέστι όσο και στο Κισινάου. Οι υποστηρικτές του ανήκουν κυρίως στην άκρα δεξιά αλλά μετά την ρωσική εισβολή οι φωνές υπέρ της ένωσης πληθαίνουν.
Ο Ρουμάνικος μεγαλοϊδεατισμός εκφράστηκε πολιτικά από το Κόμμα Μεγάλη Ρουμανία που ιδρύθηκε το 1991 από τον Κορνέλιου Βαντίμ Τούντορ, τον επονομαζόμενο και Ρουμάνο Λεπέν. Το ακροδεξιό κόμμα συμμετείχε στην κυβέρνηση του Νικολάε Βακαρόϊου από το 1993 έως το 1995 και στις εκλογές του 2000, ήρθε δεύτερο με δυο εκατομμύρια ψήφους. Η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας περιόρισε την επιρροή του και το 2019 είχε εξαφανιστεί πολιτικά.
Τη σκυτάλη πήρε η Συμμαχία για την Ένωση των Ρουμάνων (AUR), ένα ακροδεξιό κόμμα που δρα και στις δυο χώρες και διεκδικεί την συνέχεια της Σιδηράς Φρουράς. Η τελευταία ήταν ένα φασιστικό κίνημα, που έμεινε γνωστό ως Λεγεώνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και ευθύνεται για σφαγές Εβραίων και κομμουνιστών. Η Συμμαχία έχει στο πρόγραμμά της όλο το «οπλοστάσιο» της άκρας δεξιάς συμπεριλαμβανομένου του αγώνα κατά των εμβολίων. Στις τελευταίες ρουμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 2019 κέρδισε 13 έδρες από τις 136 της γερουσίας και 28 από τις 330 της Βουλής. Αντίθετα, στις εκλογές που έγιναν στη Μολδαβία τον Ιούλιο του 2021, η παρουσία της ήταν ασήμαντη.
Οι δημοσκοπήσεις που έγιναν στη Ρουμανία μετά την Ρωσική εισβολή, δείχνουν ένα 11% των ερωτηθέντων να επιθυμεί την άμεση ένωση. Στην Μολδαβία αντίθετα, σε τελευταίες δημοσκοπήσεις υπέρ της ένωσης τάσσεται το 44%.
Μετά την ρωσική εισβολή, Ρουμάνοι διανοούμενοι, δημοσιογράφοι και καλλιτέχνες από διαφορετικούς πολιτικούς χώρους προβάλουν το επιχείρημα ότι η ένωση θα προστάτευε τη Μολδαβία από ενδεχόμενη ρωσική εισβολή, αφού η χώρα θα γινόταν έμμεσα μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.
Ο γνωστός δημοσιογράφος Stefan Vlaston της κεντροδεξιάς εφημερίδας Adevarul έγραψε στις 26 Απριλίου ότι «η ενοποίηση έπρεπε να έχει γίνει εδώ και καιρό, αλλά η επιθυμία των Μολδαβών και των ηγετών τους για ένα κυρίαρχο, ανεξάρτητο κράτος ήταν σαφέστατα κατανοητή. Αλλά τώρα, βρισκόμαστε σε μια ακραία κατάσταση… Το έδαφος της Μολδαβίας θα μπορούσε να γίνει μέρος ενός κράτους-μέλους του ΝΑΤΟ και στρατιωτικές δυνάμεις του ΝΑΤΟ θα μπορούσαν να εισέλθουν χωρίς χρονοτριβή για την προστασία του. ένα σουρεαλιστικό σενάριο χωρίς αμφιβολία. Αλλά διαφορετικά μπορεί να δούμε τις ίδιες θηριωδίες που προξένησαν φρίκη σε όλο τον κόσμο στην Μαριούπολη και την Μπούτσα…».
Το ζήτημα πάντως δεν είναι απλό και η διεύρυνση της συζήτησης θα μπορούσε να οδηγήσει σε άνοδο του εθνικισμού και να δυναμιτίσει την πολιτική ζωή της Ρουμανίας.
Εάν το 1991 η ένωση μπορούσε να φαίνεται δυνατή, κάτι που δεν ήθελαν με κανένα τρόπο οι Μολδαβοί, σήμερα είναι πρακτικά αδύνατη. Η Ρουμανία είναι χώρα μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Δυνατότητες ελιγμών σε ένα ζήτημα που θα άλλαζε τα σύνορα της Ευρώπης δεν υπάρχουν. Η προώθηση του συνθήματος της ένωσης ουσιαστικά διευκολύνει την πολιτική του Πούτιν που θέλει να αποδυναμώσει και αποσταθεροποιήσει τις ευρωπαϊκές χώρες.
Πιο υπεύθυνες φωνές, όπως εκείνη της Προέδρου της Μολδαβίας Μάγια Σάντου επισημαίνουν ότι την απάντηση σε ένα τέτοιο ζήτημα μπορεί να δώσει μόνον ο μολδαβικός λαός. Η πρωθυπουργός Ναταλία Γκαβρίλιτα τόνισε πρόσφατα ότι κάτι τέτοιο δεν βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη.
Πηγή: europeanbusiness.gr