Η παγκοσμιοποίηση των μεσαζόντων και πώς θα την νικήσουμε… Της Rana Foroohar

317

Της Rana Foroohar

Adam Smith, πατέρας του σύγχρονου καπιταλισμού, θεωρούσε πως οι δίκαιες αγορές απαιτούσαν ένα κοινό ηθικό πλαίσιο μεταξύ αγοραστή και πωλητή. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη, δεδομένου ότι οι ιδέες του βγήκαν από την αγορά του 18ου αιώνα, στην οποία οι παραγωγοί και οι καταναλωτές πιθανότατα ήταν γείτονες.

Οι εξελίξεις στην τεχνολογία, στις μεταφορές και στις επικοινωνίες μας έχουν προχωρήσει πολύ από τότε, δημιουργώντας περίπλοκες παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες. Αυτές έχουν μειώσει τις τιμές καταναλωτή, αλλά έχουν εισάγει δικά τους ρίσκα, από την μονοπωλιακή δύναμη που στρεβλώνει την αγορά μέχρι την εκμετάλλευση της εργασίας και την υποβάθμιση του περιβάλλοντος.

Ένα από τα κόστη αυτών των εφοδιαστικών αλυσίδων -που υπάρχει και στα φυσικά προϊόντα και στο παγκόσμιο κεφάλαιο- ήταν η άνοδος των ισχυρών εταιρικών μεσαζόντων. Σε αυτούς περιλαμβάνονται εταιρείες, όπως για παράδειγμα η Cargill, που μεταφέρουν πάνω από 200 εκατ. τόνους φαγητού και άλλων εμπορευμάτων ετησίως, και μεγάλα χρηματοοικονομικά ιδρύματα που «πακετάρουν» περίπλοκα securities, οι πλατφόρμες Big Tech όπως η Amazon, αλυσίδες λιανικών πωλήσεων όπως η Walmart ή ακόμα και κτηματομεσίτες που μεσολαβούν μεταξύ των αγοραστών κατοικιών και των πωλητών.

Αυτοί οι μεσάζοντες λαδώνουν τα γρανάζια του καπιταλισμού, αλλά επίσης τον στρεβλώνουν με τρόπους που υπονομεύουν την οικονομία και την κοινωνία μας, όπως υποστηρίζει η Kathryn Judge του Πανεπιστημίου Columbia στο νέο της βιβλίο με τίτλο «Direct: The rise of the middleman economy and the power of going to the source».

Οι μεσάζοντες καθιστούν εφικτό για εμάς να «αγοράσουμε προϊόντα που έχουν φτιαχτεί στην άλλη πλευρά του κόσμου, να χτίσουμε ένα διαφοροποιημένο επενδυτικό χαρτοφυλάκιο, να παραγγείλουμε τα ψώνια μας από την άνεση του καναπέ μας», γράφει. Αλλά αυτή η δύναμη σύνδεσης «υπονομεύει την λογοδοσία», καθώς δημιουργεί τόσο μεγάλο διαχωρισμό μεταξύ των αγοραστών και των πωλητών που είναι αδύνατον να υπολογιστούν το πραγματικό κόστος της ευκολίας και οι χαμηλές τιμές.

Υπάρχουν μπόλικα παραδείγματα για να στηρίξουν την υπόθεση αυτή, από τα υφάσματα που παράγονται με παιδική εργασία, μέχρι τις εξάρσεις E.coli στις περίπλοκες αλυσίδες προμήθειας τροφίμων, μέχρι τα δυσανάλογα ενοίκια που παίρνουν οι μεσάζοντες για χρηματοοικονομικές υπηρεσίες ή στις πλατφόρμες. Στις πλατφόρμες, οι ασυμμετρίες πληροφοριών καθιστούν δύσκολο για τους συμμετέχοντες στην αγορά να έχουν μια κοινή αντίληψη για το τι αγοράζεται και πωλείται (άλλο ένα πράγμα που ο Smith πίστευε πως είναι προαπαιτούμενο για να λειτουργούν καλά οι αγορές).

Η υπερπαγκοσμιοποίηση και οι ακραίες συγκεντρώσεις εταιρικής εξουσίας είναι οπωσδήποτε παράγοντες στους οποίους οφείλονται αποτυχίες της αγοράς, από την κρίση των subprime το 2008 μέχρι τις ελλείψεις στην εφοδιαστική αλυσίδα των τελευταίων ετών. Αλλά η Judge πιστεύει πως «η ανάπτυξη της οικονομίας των μεσαζόντων» από μόνο της είναι το πρόβλημα, επειδή αποδιαμεσολαβεί την ευθύνη, ακόμα και την ηθική, εντός του συστήματος που διέπει την αγορά μας.

Σκεφτείτε, για παράδειγμα, πώς έχει αλλάξει τις τελευταίες δεκαετίες το τοπίο στην ιδιοκτησία των μετοχών δημόσιων εταιρειών. Στις ΗΠΑ την δεκαετία του 1950 μόνο το 6,1% τέτοιων μετοχών ανήκε σε χρηματοοικονομικά ιδρύματα –το υπόλοιπο ανήκε σε μεμονωμένα άτομα που ψήφιζαν για θέματα όπως ποιος θα πρέπει να βρίσκεται στο διοικητικό συμβούλιο. Σήμερα, οι θεσμικοί μεσάζοντες όπως τα συνταξιοδοτικά ταμεία, τα αμοιβαία κεφάλαια, τα hedge funds κ.ο.κ., κατέχουν το 70% αυτών των μετοχών.

Οι περισσότεροι χρησιμοποιούν μεγάλους μεσάζοντες, τους παρόχους συμβουλών ISS και Glass Lewis, για να «τικάρουν τα κουτιά» στα ζητήματα εταιρικής ψηφοφορίας παρά τις προσπάθειες της SEC να καταστείλει αυτού του είδους της ψηφοφορίας με ρομπότ (robovoting). Όλα αυτά καθιστούν δύσκολη την πραγματική εταιρική κοινωνική λογοδοσία.

Υπάρχουν πολλά άλλα τέτοια παραδείγματα. Αποτελεί πράγματι έκπληξη που μετά από δεκαετίες ενός συστήματος που ελέγχεται από τους μεσάζοντες και επικεντρώνεται στα χαμηλότερα κόστη, τις υψηλότερες προσαρμοσμένες στο ρίσκο αποδόσεις και την «αποδοτικότητα», έχουμε περισσότερη χρηματοοικονομική αστάθεια, έναν αυξανόμενο αριθμό διαταράξεις της εφοδιαστικής αλυσίδας και μια υπερθέρμανση του πλανήτη;

Τα δυο μεγάλα ερωτήματα είναι πώς να δρομολογηθεί η αλλαγή συστήματος και ποιος θα επωμιστεί το κόστος της. Δεν υπάρχει μαγική συνταγή για κανένα από τα δυο, αν και η τεχνολογία προσφέρει νέες δυνατότητες για να συνδεθούν οι αγοραστές με τους πωλητές. Η άνοδος του peer-to-peer δανεισμού, των λιανεμπόρων που απευθύνονται κατ’ ευθείαν στον καταναλωτή και του 3D printing που επιτρέπουν να υπάρχουν μικρότερες εφοδιαστικές αλυσίδες, αποτελούν παράδειγμα αυτού, αν και τίποτα από αυτά επί του παρόντος δεν προσφέρεται σε τέτοια κλίμακα που να αντικαταστήσει τα τρέχοντα συστήματα χρηματοοικονομικής ή μεταποίησης.

Ένας καλύτερος και πιο καθαρός υπολογισμός του κόστους παραγωγής του τρέχοντος συστήματος της αγοράς μας μπορεί να βοηθήσει. Όπως η διαβόητη ξυλογραφία του 18ου αιώνα που έδειχνε ανθρώπους στοιβαγμένους σε ένα δουλεμπορικό καράβι, σε φριχτές συνθήκες, άλλαξε τον τρόπο με τον οποίον ο μέσος άνθρωπος έβλεπε ένα μπολ με ζάχαρη, έτσι και η αυξανόμενη έρευνα που αποκαλύπτει τους συσχετισμούς μεταξύ πραγμάτων όπως η φθηνή τροφή και η παχυσαρκία, ή η γρήγορη μόδα και οι παραγεμισμένες χωματερές, ή η περίπλοκη τιτλοποίηση και ο αρπακτικός δανεισμός, θα μπορούσαν να βοηθήσουν ώστε να δημιουργηθεί η ζήτηση για ένα πιο δίκαιο και πιο βιώσιμό σύστημα της αγοράς σήμερα.

Οι προκλήσεις του πληθωρισμού (που θα ωθήσουν ορισμένους καταναλωτές και υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και πάλι προς τις χαμηλές τιμές ως μοναδική μετρική της ευημερίας) και η απραξία θα αποτελέσουν ισχυρούς αντίθετους ανέμους για μια αλλαγή του συστήματος. Ωστόσο είναι σημαντικό να θυμόμαστε πως αυτό ήδη συμβαίνει σε κάποιους τομείς, αν και με αργό ρυθμό. Όπως σημειώνει η Judge, ειδήμονας σε θέματα χρηματοοικονομικής ρύθμισης, μόλις τώρα,  περίπου 15 χρόνια από τις κρίσεις του 2008, αρχίζουμε να επεξεργαζόμαστε το ότι η μείωση της περιπλοκότητας των χρηματοπιστωτικών συστημάτων έχει οδηγήσει σε πιο σταθερές τράπεζες και σε λιγότερο χρεωμένους καταναλωτές.

Όπως η κρίση των subprime μας οδήγησε να εξετάσουμε τα κόστη των μεσαζόντων στη χρηματοοικονομική, έτσι και οι σημερινές διαταράξεις της εφοδιαστικής αλυσίδας μπορεί να μας αναγκάσουν να υπολογίσουμε το πραγματικό κόστος των χαμηλών τιμών σε άλλα προϊόντα και υπηρεσίες.

© The Financial Times Limited 2022. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation
Πηγή: euro2day.gr