Η ρητορική του Ερντογάν εμποδίζει την ελληνική ανάπτυξη;… Του Κώστα Μήλα

242

Του Κώστα Μήλα*

Τις τελευταίες εβδομάδες ο πρόεδρος Ερντογάν «ανέβασε» τους τόνους με συνεχείς απειλές κατά της Ελλάδας. Μπορεί η συγκεκριμένη εξέλιξη να ανατρέψει, έως ένα βαθμό, τη δυναμική ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας; Άλλωστε, σε περιόδους αυξανόμενης αβεβαιότητας και κινδύνου «θερμού» επεισοδίου, τόσο οι επενδύσεις όσο και ο τουρισμός στη χώρα μας επηρεάζονται αρνητικά. Από ιστορική, άποψη, όμως, αυτό δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο, ιδιαίτερα όταν η κρίση στα ελληνοτουρκικά παραμένει ολιγοήμερη! Πράγματι, στα τέλη του 1995 τόσο το ΔΝΤ όσο και ο ΟΟΣΑ εκτιμούσαν ελληνική ανάπτυξη 2,3% για το 1996. Παρά, όμως, την ολιγοήμερη, τον Ιανουάριο του 1996, κρίση των Ιμίων, η Ελλάδα κατέγραψε ανάπτυξη 2,8% το συγκεκριμένο έτος.

Να σημειώσω, τώρα, ότι η Ε.Ε. εκτιμά ανάπτυξη 3,5% της ελληνικής οικονομίας για το 2022 και ανάπτυξη 3,1% για το 2023. Μπορούν, λοιπόν, οι παραπάνω προβλέψεις να αποδειχθούν υπεραισιόδοξες υπό το βάρος του αυξανόμενου γεωπολιτικού ρίσκου αλλά και της αύξησης της τιμής του πετρελαίου άνω των 100 δολαρίων/βαρέλι;

Για να απαντήσω στο παραπάνω ερώτημα χρησιμοποιώ έναν συνθετικό δείκτη ρίσκου, ο οποίος «παρακολουθεί» τόσο το γεωπολιτικό ρίσκο όσο και την πίεση από την αύξηση της τιμής του πετρελαίου. Το γεωπολιτικό ρίσκο καταγράφει τις γεωπολιτικές εξελίξεις (όπως, για παράδειγμα, απειλές για σύρραξη, στρατιωτικές συγκρούσεις και τρομοκρατικές επιθέσεις) οι οποίες αναλύονται στον διεθνή Τύπο. Ο δε συνθετικός δείκτης ρίσκου καταγράφει άνοδο (α) κατά τη διάρκεια της κρίσης πετρελαίου τη δεκαετία του 1970, (β) στη διάρκεια του πολέμου του Κόλπου (1990-1991) αλλά και τον Σεπτέμβριο του 2001 (λόγω των τρομοκρατικών επιθέσεων στην Αμερική). Ο εν λόγω δείκτης βρίσκεται και πάλι σε άνοδο το 2022 λόγω της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Χρησιμοποιώ, λοιπόν, τα χρονολογικά στοιχεία της ελληνικής οικονομίας (από τη δεκαετία του 1970 έως σήμερα) και εξετάζω την επίδραση των παρακάτω μεταβλητών στον ρυθμό της ελληνικής οικονομικής ανάπτυξης: (α) συνθετικός δείκτης ρίσκου (με αρνητική επίδραση), (β) διεθνής ανάπτυξη, την οποία προσεγγίζω από την ανάπτυξη στις χώρες του ΟΟΣΑ (με θετική επίδραση), και (γ) επενδυτικό ρίσκο, το οποίο προσεγγίζω από το spread μεταξύ του 10ετούς κόστους δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου και του αντίστοιχου γερμανικού (με αρνητική επίδραση).

Το παραπάνω, λοιπόν, υπόδειγμα μας ενημερώνει ότι σε βάθος διετίας (ήτοι το 2022-2023) ο ρυθμός ανάπτυξης της Ελλάδας επηρεάζεται, μέχρι και 41% της διακύμανσής του, από τη διεθνή ανάπτυξη. Αμέσως μετά, και πάλι σε βάθος διετίας, ακολουθεί το «ιστορικό», ήτοι το καλούμενο «momentum» της ελληνικής ανάπτυξης με επίδραση 30%. Ακολουθεί το επενδυτικό ρίσκο με επίδραση 24% και μετά ο συνθετικός δείκτης γεωπολιτικού ρίσκου και πίεσης από την τιμή πετρελαίου με επίδραση 5% στην ελληνική ανάπτυξη.

Πώς ερμηνεύονται οι παραπάνω εκτιμήσεις; Η ελληνική οικονομία επηρεάζεται πρωτίστως από τις εξελίξεις στη διεθνή ανάπτυξη. Αυτές, βέβαια, δεν μπορεί να τις καθορίσει η ελληνική κυβέρνηση. Από την άλλη πλευρά, η ανάπτυξη της τάξης του 8,3% το 2021 δημιουργεί ισχυρό momentum, το οποίο θα ενισχύσει τις αναπτυξιακές προοπτικές τη διετία 2022-2023. Ο συνθετικός δείκτης γεωπολιτικού ρίσκου και πίεσης από την τιμή πετρελαίου επηρεάζει «μόνο» κατά 5% την ελληνική ανάπτυξη. Δυστυχώς, όμως, η επιθετική ρητορική Ερντογάν, η οποία σίγουρα ανεβάζει το γεωπολιτικό ρίσκο, ασκεί αυξητική πίεση και στο επενδυτικό ρίσκο. Πολιτικές μεταρρυθμίσεων θα μειώσουν το επενδυτικό ρίσκο και θα δώσουν ώθηση στην οικονομική μας ανάπτυξη. Μεταξύ αυτών αναφέρω (α) την επιτάχυνση της ενσωμάτωσης της ψηφιακής τεχνολογίας στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα (όπου η Ελλάδα κατατάσσεται στην 41η θέση μεταξύ 64 κρατών) και (β) τη βελτίωση του θεσμικού περιβάλλοντος (όπου η Ελλάδα κατατάσσεται στην περισσότερο πενιχρή 43η θέση μεταξύ 64 κρατών). Τέτοιου είδους ευπρόσδεκτες μεταρρυθμίσεις θα αντισταθμίσουν έως ένα βαθμό τις αρνητικές επιπτώσεις από τον απρόβλεπτο Ερντογάν και την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία…

*καθηγητής Χρηματοοικονομικών, University of Liverpool Management School