Του Γιώργου Παπανικολάου
Ένα γάμο στον οποίο η αμφίδρομη σχέση έχει παγώσει, η εκτίμηση έχει περιοριστεί και οι κινήσεις αβρότητας σπανίζουν καθώς o σύζυγος θυμάται τα δικαιώματά του αλλά ξεχνά τις υποχρεώσεις του. Κύριο χαρακτηριστικό του η αυξανόμενη… αποχή.
H αποχή αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των εκλογικών αναμετρήσεων στις περισσότερες κοινωνίες της Δύσης. Ενδεικτικά, στην πιο πολωμένη προεδρική εκλογή στις ΗΠΑ, το 2020, προσήλθε το 66,8% όσων είχαν δικαίωμα, που σημαίνει ότι απείχε 1 στους 3 Αμερικανούς.
Στις βουλευτικές εκλογές του 2019 στην Ελλάδα, το ποσοστό αποχής ξεπέρασε το 42% ενώ λευκό και άκυρα ήταν ακόμη 2%. Στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές στη Γαλλία, το ποσοστό αποχής, για μια ακόμη φορά, ξεπέρασε το ποσοστό εκείνων που πήγαν να ψηφίσουν! Στον δεύτερο γύρο, η συμμετοχή ήταν μόλις 46,2% και στον πρώτο 47,5%. Κι όλα αυτά στη χώρα στην οποία έγινε η πρώτη επανάσταση της σύγχρονης Δημοκρατίας, αλλά και σε μια περίοδο τεράστιων γεωπολιτικών και οικονομικών προκλήσεων.
Το πρόβλημα δεν προέκυψε τώρα. Εχει μια παράδοση που ξεκινά από την περίοδο της λίγο-πολύ ανέφελης ευμάρειας, όταν οι συγκλίσεις ανάμεσα στις πρακτικές διακυβέρνησης, είτε στο δικομματικό σύστημα των ΗΠΑ είτε ανάμεσα στο κλασικό δίπολο συντηρητικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στην Ευρώπη, άρχισε να δημιουργεί σταδιακά κυνισμό και αδιαφορία σε ένα αυξανόμενο τμήμα του εκλογικού σώματος, φαινόμενο που επιβαρύνθηκε σταδιακά από πολιτικά σκάνδαλα και άνισες πολιτικές.
Το φαινόμενο για μεγάλο διάστημα υποτιμήθηκε. Πάρα τις κατά καιρούς δηλώσεις περί του αντιθέτου, τα κυρίαρχα πολιτικά συστήματα θεώρησαν ότι η αποχή είναι ένα ενδεχομένως δυσάρεστο αλλά πάντως όχι κρίσιμο ζήτημα. Κι έτσι συνέχισαν το «business as usual», περιοριζόμενα σε παιδαγωγικού τύπου αντιδράσεις, με θεωρητικές αναφορές στο θεμελιώδες δικαίωμα/υποχρέωση της ψήφου.
Τώρα όμως, τα τελευταία χρόνια, η Δημοκρατία δέχεται έμμεσες και άμεσες επιθέσεις, στη Δύση και ανά τον κόσμο, καθώς αναδύθηκε ο αυταρχικός κρατικο-κεντρικός καπιταλισμός, ενώ οι προκλήσεις (από την κλιματική αλλαγή και τον ρόλο της τεχνολογίας, μέχρι την παγκοσμιοποίηση και τη γεωπολιτική ένταση ανάμεσα σε δύο «κόσμους») γίνονται ολοένα και μεγαλύτερες. Τώρα το πρόβλημα αρχίζει να αναδεικνύεται σε αχίλλειο πτέρνα της Δύσης.
Ο βασικός λόγος ανησυχίας έχει δύο όψεις: Αυτοί που απέχουν από τις εκλογές δεν είναι συνήθως φανατικοί, είναι είτε μετριοπαθείς είτε «απολιτίκ» (κάτι που συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό στις νεότερες ηλικίες), που σημαίνει ότι αυτές οι δύο κατηγορίες υποεκπροσωπούνται στο εκάστοτε εκλογικό αποτέλεσμα.
Αντίθετα, οι οπαδοί ακραίων τάσεων και οι φανατικοί ευλόγως προσέρχονται σε μεγάλο βαθμό στις κάλπες, στο πλαίσιο του «αγώνα» τους, με αποτέλεσμα όσο αυξάνει η αποχή τόσο περισσότερο να μετέχουν στη διαμόρφωση των μετεκλογικών συσχετισμών. Ταυτόχρονα, θα μπορούσε να ειπωθεί, η αποχή από τις δημοκρατικές διαδικασίες εκλογής δημιουργεί υπόνοιες για το πόσο πολύτιμες είναι αυτές οι διαδικασίες για εκείνους που δεν συμμετέχουν. Αν κάποιος συστηματικά αρνείται να κάνει χρήση του δικαιώματός του, τελικά πόση «αξία» έχει για εκείνον και πόσο πρόθυμος είναι να αποδεχτεί άλλες λύσεις διακυβέρνησης, εφόσον κρίνει ότι δεν θα διαταράξουν το βιοτικό του επίπεδο;
Αν συνδυάσουμε τα παραπάνω με τη διαφαινόμενη αύξηση των αντισυστημικών ρευμάτων σε αμφότερες τις όχθες του Ατλαντικού και την επίσης διαφαινόμενη επιβάρυνση του βιοτικού επιπέδου στις κοινωνίες της Δύσης, γίνεται αντιληπτό ότι μπορεί να προκύψουν ιδιαίτερα αποσταθεροποιητικά φαινόμενα για τη δυτικού τύπου Δημοκρατία, ακριβώς την περίοδο που αναμετράται πολλαπλώς με τα περισσότερο ολοκληρωτικά συστήματα διακυβέρνησης, όπως αυτά της Ρωσίας και της Κίνας.
Aκόμη χειρότερα, είναι μάλλον μάταιο να περιμένουμε λύση σε αυτό το φαινόμενο από τη μητρόπολη της δυτικού τύπου Δημοκρατίας, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι τον Ιανουάριο του 2022, ενάμιση χρόνο μετά την εκλογή του προέδρου Μπάιντεν, πάνω από 40% των Αμερικανών εξακολουθούσε να εκτιμά ότι ο Τραμπ έχασε τις εκλογές από λαθροχειρίες, γεγονός που από μόνο του αποτελεί βόμβα για το πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ.
Οι «παιδαγωγικές» αιτιάσεις δεν αναμένεται να έχουν κάποιο αποτέλεσμα στην αύξηση του ενδιαφέροντος συμμετοχής στις εκλογικές διαδικασίες, όπως έχει αποδειχτεί και στο παρελθόν. Κατά συνέπεια, αν θέλουμε να προλάβουμε την αύξηση της συμμετοχής κυρίως από δυσμένεια προς το υφιστάμενο πολιτικό σύστημα, άρα προς όφελος αντισυστημικών και λαϊκιστικών δυνάμεων, το «κλειδί» βρίσκεται σε πραγματικές πολιτικές άσκησης της εξουσίας, αλλά και σε αλλαγή πολιτικών συμπεριφορών σε ό,τι αφορά την ποιότητα της αντιπαράθεσης μεταξύ διαφορετικών πολιτικών κομμάτων, τη διαφάνεια και άλλους κρίσιμους παράγοντες.
Θα πρέπει, με άλλα λόγια, να καταπολεμηθούν οι αιτίες απαξίωσης και αδιαφορίας σε σχέση με το πολιτικό σύστημα, αλλά και να προκύψουν πολιτικές θέσεις που να δημιουργούν ρεαλιστικό «όραμα» στον πολίτη, απέναντι στα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα. Η απλή «διαχείριση» της εξουσίας δεν αρκεί απέναντι στις μεγάλες προκλήσεις που συνεχώς ανακύπτουν, διότι είτε δεν εμπνέει, ώστε να συσπειρώσει (στην καλύτερη περίπτωση), είτε διότι (στη χειρότερη περίπτωση) αμελεί μεγάλα τμήματα της κοινωνίας που αισθάνονται αποκομμένα και στρέφονται στον αντισυστημισμό.
Θα ήταν άδικο όμως (αν και επίκαιρο ενόψει των πιθανώς επερχόμενων εκλογών) να ψέξουμε ιδιαιτέρως το ελληνικό πολιτικό σύστημα για τα όσα συμβαίνουν. Το φαινόμενο είναι εξαιρετικά επικίνδυνο, ακριβώς επειδή είναι γενικευμένο. Δεν είναι τυχαίο ότι ενώ πριν λίγες δεκαετίες πολλοί από μας ανέμεναν πότε το ελληνικό πολιτικό σύστημα και οι εκπρόσωποί του θα φτάσουν στο επίπεδο των ξένων πολιτικών σε χώρες- πρότυπα της Δύσης, φαίνεται να συνέβη το… αντίστροφο.
Φτάσαμε στο σημείο να παρατηρούμε ξένους «επιφανείς» πολιτικούς, όπως π.χ. ο Τραμπ, να συμπεριφέρονται πολιτικά χειρότερα από τους Έλληνες, αλλά και τις ΗΠΑ να διολισθαίνουν σε πρωτοφανή επίπεδα διχασμού, κάτι που συνεχίζεται ως και σήμερα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα των θέμα των αμβλώσεων!
Αυτό όμως που φαίνεται να διαφεύγει από τη σκέψη πολλών διαμορφωτών της κοινής γνώμης είναι ότι τα φαινόμενα αυτά αποτελούν σοβαρές ενδείξεις παρακμής. Κι όπως η σήψη, έτσι και η παρακμή, αν δεν εμποδιστεί, διαρκώς εξαπλώνεται. Κάτω από αντίξοες δε κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, εξαπλώνεται με επιταχυνόμενους ρυθμούς.
Πηγή: euro2day.gr
Γιατί τώρα οξύνεται το πρόβλημα
Για να αλλάξει το φαινόμενο πρέπει να αρθούν οι αιτίες