Του Παντελή Οικονόμου
Θυμόμαστε όλοι -και θυμόμαστε καλά- ότι, μέχρι και τις αρχές αυτού του μήνα, η απειλή για πρόωρες εκλογές ήταν ένα σκιάχτρο κατασκευασμένο από τον κύριο Μητσοτάκη, για να τρομάξει τους αντιπάλους του. Μόνο που τώρα πια το σκιάχτρο αυτό κατατρύχει μόνο τον ίδιο. Πράγματι, η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει πια φορτωθεί το δυσβάστακτο έργο να καθαρίσει το σκάνδαλο της παρακολούθησης του τηλεφώνου του Νίκου Ανδρουλάκη. Να εξηγήσει για ποιους λόγους ζητήθηκε, εγκρίθηκε και έγινε η παρακολούθηση αυτή. Να αποκαλύψει ποιος επιχείρησε, την ίδια περίοδο, να φυτέψει παράνομο λογισμικό στο τηλέφωνο του. Να δημοσιοποιήσει ποιες πληροφορίες θα έδινε στον Πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής, αν αποδέχονταν την πρόσκλησή της για κατ’ ιδίαν, προσωπική του ενημέρωση. Και βέβαια, να ενεργοποιήσει τις διαδικασίες διερεύνησης των παρανομιών ώστε να επέλθει και η τιμωρία όσων τις διέπραξαν. Όλα αυτά, σε χρόνο ρεκόρ, ει δυνατόν ώστε να μην κακοφορμίσουν. Καλό θα ήταν η κυβέρνηση να αποδείκνυε ότι η συγκεκριμένη παρακολούθηση ήταν ένα περιστατικό και όχι δείγμα μόνο πρακτικής της εις βάρος πολιτικών προσώπων και κομμάτων. Χωρίς να ελπίζουμε ότι πρόκειται να ασχοληθεί σοβαρά με την θωράκιση της 3ης Ελληνικής Δημοκρατίας και των θεσμών της ώστε να μην γίνονται χλεύη εγχώριων και ξένων, εμφανών και αφανών, παρακρατικών και των υποκινητών τους.
Business as usual… δηλαδή τα ίδια χάλια
Μέχρι στιγμής, καμία συγκεκριμένη κίνηση δεν έχει γίνει, για τίποτα από αυτά. Αντιθέτως, έχουν ήδη γίνει οι γνωστές, εκτός τόπου και χρόνου, δηλώσεις από τον εκπρόσωπο της Νέας Δημοκρατίας, τον Αντιπρόεδρο της Βουλής και τον Υπουργό Επικρατείας. Και, πάνω απ’ όλα βέβαια, το Πρωθυπουργικό διάγγελμα χωρίς κουβέντα «για την ταμπακιέρα». Όλα αυτά δείχνουν ότι η κυβέρνηση έχει υιοθετήσει την τακτική business as usual, στην οποία παρασύρει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία που την στηρίζει, ενώ θα ήθελε και οι δικαστές να δουν τη υπόθεση με τα δικά της μάτια. Σκοπός της; Μα η «αυτοδύναμη αντιμετώπιση» (διάβαζε από την ίδια με τις υπερήφανες χορηγίες συμπαικτών της, εγχώριων και εισαγωγής, ΜΜΕ και μηχανισμών, κρατικών και παρακρατικών) του σκανδάλου. Άντε να μπει μπροστά και η Εξεταστική Επιτροπή με την πλειοψηφία της στην ίδια γραμμή. Αγάντα μέχρι να πάρει δυο τρεις δημοσκοπήσεις και να μετρήσει την ζημιά, ώστε να πάει στα εγκαίνια της Δ.Ε.Θ. ξέροντας τι να τάξει. Κάπως έτσι να τη βγάλει κι’ εφέτος και βλέπουμε. Με την ελπίδα ότι το σκάνδαλο θα ξεχαστεί, επειδή… «έτσι δεν γίνεται πάντα;»
Καλή θα ήταν αυτή η «αυτοδύναμη αντιμετώπιση» -ΠΡΟΣΟΧΗ! για το κυβερνητικό και όχι για το δημόσιο συμφέρον- μόνο που «παρήλθαν οι χρόνοι εκείνοι…» «…κι’ όποιος δεν καταλαβαίνει, δεν ξέρει που πατά και που πηγαίνει». Αυτή η γραμμή του εξουσιαστικού συγκροτήματος είναι άκυρη από χέρι. Δεν είναι μόνον η απώλεια του δημοκρατικού προσωπείου του (κεντρώου υποτίθεται) Πρωθυπουργού. Το ενδεχόμενο «ο βασιλιάς είναι γυμνός» για τα κυβερνητικά έργα και ημέρες. Είναι, κυρίως, ότι η παρακολούθηση του τηλεφώνου Ανδρουλάκη έχει καταρρακώσει την προοπτική μετεκλογικής συγκυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας-ΠΑΣΟΚ ΚΙΝΑΛ. Δια μιας λοιπόν και η τρέχουσα αυτοδυναμία και η μετεκλογική συνεργατική συνέχειά της, υπό τον κύριο Μητσοτάκη -στην υπηρεσία της οποίας, ενδεχομένως, και ενεργοποιήθηκε η παρακολούθηση του τηλεφώνου του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ- εξανεμίστηκαν. Θεία Δίκη!
Και ενώ έχουν έρθει τα πάνω κάτω, το κατεστημένο μας εμφανίζεται κολλημένο στα χάλια των τελευταίων χρόνων. Απομένει να δούμε αν, πέρα από το κυβερνών συγκρότημα, στο ετοιμοθάνατο αυτό εξουσιαστικό σύμπλεγμα συμπεριλαμβάνεται και η αντιπολίτευση, κοινοβουλευτική και άλλη. Αν υπάρχουν κομμάτια της διατεθειμένα και ικανά να προτείνουν μια διαφορετική, ελπιδοφόρα και ρεαλιστική πορεία. Έτοιμα να ζητήσουν την εντολή για μια δική μας κυβέρνηση!
Για μια δική μας κυβέρνηση…
Μέρα με την μέρα γίνεται σαφές ότι η κινητοποίηση με σκοπό την αντικατάσταση του κυρίου Μητσοτάκη από εκλεκτό του ίδιου εξουσιαστικού συμπλέγματος, συγκινεί λίγο και λίγους. Ας δούμε όμως τα ελάχιστα μιας πρότασης για μια διαφορετική, δική μας κυβέρνηση. Πρώτο σημείο της το όνομα αξιόπιστου υποψηφίου εντολοδόχου Πρωθυπουργού, διατεθειμένου να υπηρετήσει το εθνικό και δημόσιο συμφέρον και όχι δέσμιου μικρών συμφερόντων, προσωπικών, κομματικών ή χορηγών του.
Ασφαλώς από ένα τέτοιο πρόσωπο έχει νόημα να ζητηθεί η προστασία του απορρήτου των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων κάθε πολίτη. Η ενεργοποίηση των κρατικών αρχών για τον εντοπισμό των παρακρατικών που σχεδιάζουν και κάνουν τις «επισυνδέσεις» και η παραπομπή τους στα δικαστήρια. Ο έλεγχος της νομιμότητας των πράξεων του αρχηγού της Ε.Υ.Π. και της εισαγγελέως που τις επέτρεψε. Αλλά αν η υποχρέωση αποκατάστασης της νομιμότητας και διασφάλισης εφαρμογής των συνταγματικών εγγυήσεων είναι -και πράγματι είναι- εκ των ων ουκ άνευ, η αλλαγή που θα προκαλούσε αύξηση της συμμετοχής, θα ξαναζωντάνευε την αντιπροσώπευση και θα έδινε ξανά ουσία στην Δημοκρατία μας είναι αυτή του εκλογικού συστήματος.
Δεύτερο σημείο ουσιαστικής πολιτικής αλλαγής θα ήταν ένα πάγιο εκλογικό σύστημα με 200 μονοεδρικές και 100 έδρες επικρατείας με «άδολη και ανόθευτη» απλή αναλογική και ορισμένη σειρά προτίμησης των υποψηφίων. Με τον ένα και μόνο υποψήφιο κάθε κόμματος στην μονοεδρική να τρέχει όχι για την ενίσχυση του από χορηγούς, αλλά για την, όσο το δυνατόν, πιο έντιμη και δυνατή σχέση με τους πολίτες/εντολοδότες του. Ενώ ο ορισμός της σειράς προτίμησης στο ψηφοδέλτιο επικρατείας από τα κόμματα θα έδινε ένα τέλος στην αντικανονική (τουλάχιστον) υποστήριξη υποψηφίων μέσω ΜΜΕ. Ταυτοχρόνως, θα κατοχύρωνε τις αρμοδιότητες και ευθύνες των κομμάτων, όπως προβλέπονται από το Σύνταγμά μας.
Αλλά δεν είναι μόνον η εγχώρια διαπλοκή και η φαλκίδευση της λαϊκής κυριαρχίας την οποία έχει προκαλέσει και συντηρεί. Είναι και ότι, εδώ και κάποια χρόνια, η Γερμανία, με πρόσχημα το, μεγάλο πράγματι, δημόσιο χρέος μας έχει μετατρέψει την σχέση μας από εταιρική σε εκβιαστική. Το τρίτο σημείο ενός προγράμματος αλλαγής θα ήταν η επαναφορά των σχέσεων μας με την Γερμανία στα όρια τα προβλεπόμενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση για μέλη της. Η αλλαγή αυτή υπαγορεύει δυο βασικές πρωτοβουλίες: την δικαστική διεκδίκηση εξόφλησης των γερμανικών οφειλών προς την Ελλάδα και την αναβίωση του προγράμματος εξαγωγών ηλιακής μας ενέργειας στην Γερμανία.
Βεβαίως, η βιωσιμότητα ενός εγχειρήματος απελευθέρωσης και ανόρθωσης θα κριθεί και από τις συνθήκες της καθημερινής μας ζωής. Από την βελτίωσή τους ή την επιδείνωσή τους. Ένα τέταρτο σημείο του λοιπόν είναι η προώθηση ενός μεσοπρόθεσμου προγράμματος παραγωγικής μας ανασυγκρότησης. Οικονομικής και κοινωνικής. Χρειαζόμαστε επειγόντως δυο μεγάλα προγράμματα δημόσιων επενδύσεων. Το πρώτο για την υποκατάσταση του φυσικού αερίου από ήπιες μορφές ενέργειας και το δεύτερο για την εκμετάλλευση των σκουπιδιών.
Ασφαλώς και πολλά άλλα χρειάζονται την προσοχή ενός γνήσια λαοπρόβλητου Πρωθυπουργού και της κυβέρνησής του, μιας δικής μας κυβέρνησης: από τα σχολικά προγράμματα σπουδών και τον ανασχεδιασμό Δημόσιας Διοίκησης με διαχειριστική επάρκεια και συνείδηση της υποχρέωσής τους να εξυπηρετεί τον πολίτη, μέχρι την αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών και των απειλών κατά της δημόσιας υγείας.
…και το όχι σε μια ακόμα δική τους κυβέρνηση
Τα όσα προτείνονται μέχρι σήμερα δεν είναι ενθαρρυντικά. Με πιο απογοητευτικό ίσως το αίτημα για πρόωρες εκλογές. Δεν είναι μόνον ότι έτσι θα απαλλάσσονταν ο κύριος Μητσοτάκης από την υποχρέωσή του να θεραπεύσει δικές του αμαρτίες. Είναι κυρίως η πρεμούρα αντιπάλων του να αποδοκιμαστεί και αυτός και η κυβέρνησή του υπό το κράτος (δικαιολογημένα) δυσμενών εντυπώσεων και όχι ως αποτέλεσμα συνειδητής καταδίκης για τα πολιτικά τους αδικήματα. Η ουσιαστική απαλλαγή τους για το Βατερλώ της ενεργειακής τους πολιτικής με την πρόσδεσης στο ακριβό, εισαγόμενο φυσικό αέριο, για την απροθυμία τους να σταθούν απέναντι στην αισχροκέρδεια, για την επιλογή τους να πουλάνε δημόσια, περιουσιακά στοιχεία, αντί να τα χρησιμοποιούν παραγωγικά για δημόσιες επενδύσεις ώστε να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας και να μην μεταναστεύουν συμπατριώτες μας.
Αποδεικνύεται λοιπόν ότι τα παθήματα δεν έγιναν μαθήματα. Είναι νωπή η αρνητικότατη έκβαση της επίσπευσης των εθνικών εκλογών με μοχλό την άρνηση εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας. Όχι μόνο φόρτωσε στις πλάτες όσων προκάλεσαν την επίσπευση αυτή τον χειρισμό μιας πελώριας αποτυχίας (γνωστής ως success story της κυβέρνησης Σαμαρά) άλλων -χειρισμό στον οποίο απέτυχαν παταγωδώς- με βαριές συνέπειες για την πατρίδα και τον λαό μας. Θα περίμενε κάποιος, και με αυτήν την εμπειρία, να μην επαναλαμβάνονταν το λάθος αίτημα για λάθος λόγους από λάθος πρόσωπα. Μια κυβέρνηση πολιτικής αλλαγής δεν μπορεί να είναι προϊόν πολιτικής «αρπαχτής», αλλά ώριμης επιλογής για βάσιμους λόγους.
Είναι ίσως παράδοξο, αλλά, όπως ήρθαν τα πράγματα και ο χρόνος, δεν είναι οι εξαγγελίες Μητσοτάκη στην Δ.Ε.Θ., αλλά αυτές των κομμάτων της αντιπολίτευσης που έχουν σημασία. Τα ταξίματα απερχόμενου είναι μηδαμινής σημασίας, μπροστά στις θέσεις εν δυνάμει επερχόμενων. Καλούνται οι επίδοξοι εξολοθρευτές του σημερινού Πρωθυπουργού να εξηγήσουν αν φιλοδοξούν να αλλάξουν την ροή των πραγμάτων ή απλώς να γίνουν χαλίφηδες στη θέση του χαλίφη. Και εμείς να τους συμπεριφερθούμε αναλόγως και στις εθνικές εκλογές και, κυρίως, να κανονίσουμε την πορεία μας από την επόμενη μέρα.