Στις 30 Σεπτεμβρίου ο Βλαντίμιρ Πούτιν υπέγραψε έγγραφα για την προσάρτηση τεσσάρων μερικώς κατεχόμενων ουκρανικών επαρχιών – Χερσώνα, Ζαπορίζια, Ντονέτσκ και Λουχάνσκ.
Εκεί είχαν διεξαχθεί εικονικά δημοψηφίσματα υπό την απειλή όπλων, με ελάχιστα προσχήματα νομιμότητας. Σύμφωνα με το Κρεμλίνο, σε κάθε επαρχία, τουλάχιστον το 87% των ψηφοφόρων (και το εξωφρενικό 99% στο Ντονέτσκ) ψήφισαν υπέρ της ένταξης της γης όπου ζούσαν στη Ρωσία.
Στην ομιλία του ο Πούτιν δεν χρησιμοποίησε τη λέξη «προσάρτηση», αλλά ισχυρίστηκε ότι το έδαφος (περίπου το 17% της Ουκρανίας) «θα είναι για πάντα πολίτες μας». Στην πραγματικότητα η Ρωσία δεν έχει κανένα δικαίωμα σε αυτό το έδαφος. Η αξίωσή της για την Κριμαία, μια στρατηγική χερσόνησος την οποία κατέλαβε το 2014, είναι ομοίως αστήρικτη. Αλλά και στις δύο περιπτώσεις ο Πούτιν παρουσίασε την παράνομη πράξη ως επανένωση, όχι ως προσάρτηση. Τι είναι η προσάρτηση και γιατί είναι σημαντικό να χρησιμοποιείται η λέξη; Ο Economist εξηγεί παρακάτω.
Τι σημαίνει προσάρτηση σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο
Βάσει του Διεθνούς Δικαίου, προσάρτηση είναι όταν μια χώρα διεκδικεί με τη βία τον έλεγχο και την κυριαρχία επί του εδάφους μιας άλλης χώρας. Αυτό συνήθως ακολουθεί τη στρατιωτική κατοχή. Η προσάρτηση είναι μονομερής. Ο εδαφικός έλεγχος δηλώνεται από την κατοχική δύναμη – το άλλο μέρος δεν έχει λόγο. (Εάν ένα έδαφος παραχωρήσει τον έλεγχο σε ένα άλλο, αυτό ονομάζεται παραχώρηση.)
Τι υποστηρίζει η Ρωσία
Η Ρωσία ισχυρίζεται ότι τα τέσσερα ουκρανικά εδάφη που προσαρτά έχουν προσχωρήσει στον ρωσικό έλεγχο, όπως αποδεικνύεται από τα αποτελέσματα των εικονικών δημοψηφισμάτων. Στη Ρωσία αυτό παρουσιάζεται ως η διόρθωση ενός ιστορικού λάθους. Ο Πούτιν έχει ισχυριστεί πολλές φορές πως οι Ρώσοι και οι Ουκρανοί είναι ένας λαός με κοινή κληρονομιά που χρονολογείται από την εποχή του Κράτους του Κιέβου (μεσαιωνικό κράτος των Ρως), μιας μεσαιωνικής πολιτικής ομοσπονδίας που κάλυπτε τη σημερινή Λευκορωσία, την Ουκρανία και μέρος της Ρωσίας. Πρόκειται για μια κενή δικαιολογία για έναν πόλεμο αυτοκρατορικής κατάκτησης.
Άλλες παρόμοιες περιπτώσεις
Από το 1945 και μετά, πολύ λίγοι ηγέτες έχουν κατακτήσει και προσαρτήσει ολόκληρες χώρες (η εισβολή του Σαντάμ Χουσεΐν στο Κουβέιτ το 1990 αποτέλεσε μια σπάνια εξαίρεση και ανατράπηκε γρήγορα). Ωστόσο, ένας μεγαλύτερος αριθμός χωρών έχουν επεκτείνει τα σύνορά τους προσαρτώντας μικρά τμήματα εδαφών που ανήκαν σε άλλους.
Μια προσάρτηση νομιμοποιείται όταν αναγνωρίζεται από άλλες χώρες και από διεθνείς οργανισμούς όπως τα Ηνωμένα Έθνη και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Η Ινδία δικαιολόγησε την προσάρτηση της Γκόα το 1961 ως επιστροφή ιστορικά ινδικών εδαφών από την πορτογαλική αποικιοκρατία και ο ΟΗΕ αναγνώρισε σχεδόν αμέσως τις αξιώσεις της Ινδίας.
Αντίθετα, οι προσαρτήσεις των συριακών Υψωμάτων του Γκολάν από το Ισραήλ το 1981 και της Δυτικής Σαχάρας από το Μαρόκο το 1976 και το 1979 παραμένουν μη αναγνωρισμένες και θεωρούνται παράνομες κατοχές. Ομοίως, η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών δεν αναγνωρίζει τις αξιώσεις της Ρωσίας στην Κριμαία. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, έχει ήδη δηλώσει ότι η χώρα του «ποτέ, ποτέ, ποτέ» δεν θα αναγνωρίσει αυτή την τελευταία προσάρτηση.
Αυτό, όμως, δεν θα αποτρέψει τον Πούτιν. Έχει πει ότι η Ρωσία αρνείται να ζήσει κάτω από τους «ψεύτικους κανόνες» της Δύσης. Αντιθέτως, φτιάχνει τους δικούς του. Έχοντας προσαρτήσει τμήματα της Ουκρανίας, μπορεί να ισχυριστεί ψευδώς ότι, όταν οι ρωσικές δυνάμεις πολεμούν Ουκρανούς σε ουκρανικό έδαφος, στην πραγματικότητα υπερασπίζονται ρωσικό έδαφος.
Η ίδια τακτική θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και αλλού στο μέλλον: Τα ρωσικά στρατεύματα κατέχουν ήδη τμήματα της Γεωργίας και της Μολδαβίας.
Πηγή: iefimerida.gr