Βρετανία: Πώς έγινε μια από τις φτωχότερες χώρες της Δυτικής Ευρώπης… Του Αλέξανδρου Καψύλη

380

Του Αλέξανδρου Καψύλη

Οι τελευταίοι μήνες ήταν δύσκολοι για το Ηνωμένο Βασίλειο, γράφει ο Ντέρεκ Τόμσον στο ηλεκτρονικό περιοδικό «The Atlantic». Οι τιμές της ενέργειας εκτινάσσονται στα ύψη, ο πληθωρισμός έχει εκτιναχθεί σε διψήφια νούμερα, ο μακροβιότερος Βρετανός μονάρχης πέθανεο πρωθυπουργός με τη μικρότερη θητεία παραιτήθηκε. Είναι γνωστά όλα αυτά, ασχολήθηκαν διεξοδικώς τα διεθνή μέσα ενημέρωσης. Πίσω από τους θλιβερούς τίτλους, ωστόσο, υπάρχει μια βαθύτερη ιστορία οικονομικής δυσλειτουργίας δεκαετιών, που δίνει μαθήματα για το μέλλον, σημειώνει ο αναλυτής.

Ενδιαφέρον στην ανάλυση του Ντέρεκ Τόμσον έχει το γεγονός ότι προσεγγίζει το «βρετανικό φαινόμενο» από την σκοπιά των Αμερικανών. Όχι όπως οι Ευρωπαίοι αναλυτές και σχολιογράφοι, που επηρεάζονται από το πρόσφατο Brexit το οποίο θεωρούν ως επιστέγασμα της πάγιας «ατλαντικής» πολιτικής του Λονδίνου και ως επιβεβαίωση της πεποίθησής τους ότι η Βρετανία ουδέποτε εξέλαβε εαυτήν ως μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας, όπως αυτή διαμορφώθηκε μεταπολεμικά. Ίσως επειδή οι Βρετανοί δεν μπόρεσαν ποτέ να ξεπεράσουν τη μεταπολεμική αυτοκρατορική ματαίωση και τη γεωπολιτική παρακμή που βίωσαν (προς όφελος των ΗΠΑ βεβαίως) μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Στη φαντασία των Αμερικανών το Ηνωμένο Βασίλειο δεν είναι μόνο ο πολιτικός μας γονέας, αλλά και ο πολιτιστικός μας συνεργάτης, ένα πλούσιο έθνος που μας χάρισε τον σύγχρονο καπιταλισμό και τη βιομηχανική επανάσταση, γράφει χαρακτηρισιτκά ο Ντέρεκ στο βοστωνέζικο περιοδικό. Αλλά αν δει κανείς τους αριθμούς, οι Βρετανοί είναι αρκετά φτωχοί για να ζουν σε μια τόσο πλούσια χώρα. Το βιοτικό επίπεδο και οι μισθοί του Ηνωμένου Βασιλείου υπολείπονται σημαντικά εκείνων της Δυτικής Ευρώπης. Βάσει ορισμένων μετρήσεων οι πραγματικοί μισθοί στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι χαμηλότεροι από όσο ήταν πριν από 15 χρόνια. Και πιθανότατα θα είναι ακόμη χαμηλότεροι την επόμενη χρονιά.

Πρόκειται για μια καταστροφή που πήρε δεκαετίες για να συντελεστεί. Μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η οικονομία της Βρετανίας αναπτύχθηκε πιο αργά από όσο πολλές οικονομίες της ηπειρωτικής Ευρώπης. Μέχρι τη δεκαετία του 1970, οι Βρετανοί είχαν μια εθνική συζήτηση για το γιατί έμειναν πίσω. Και πώς η πρώην αυτοκρατορία είχε μετατραπεί σε μια σχετικά «νησιωτική», νυσταγμένη οικονομία.

Το «θαύμα Θάτσερ»

Επί πρωθυπουργίας Μάργκαρετ Θάτσερ, τη δεκαετία του 1980, οι αγορές απορρυθμίστηκαν, τα συνδικάτα συντρίφθηκαν και ο χρηματοπιστωτικός τομέας αναδείχθηκε σε κόσμημα της βρετανικής οικονομίας. Η ένεση του νεοφιλελευθερισμού από τη Θάτσερ είχε πολλά περίπλοκα αρνητικά αποτελέσματα. Αλλά από τη δεκαετία του 1990 έως τη δεκαετία του 2000, η βρετανική οικονομία έκανε ένα άλμα προς τα εμπρός, χάρη πρωτίστως στην οικονομική άνθηση του Λονδίνου. Η Βρετανία, η οποία πλούτισε ως το εργοστάσιο του κόσμου τον 19ο αιώνα, είχε γίνει ο παγκόσμιος τραπεζίτης τον 21ο.

Η παγκόσμια οικονομική κρίση το 2008 χτύπησε σκληρά τη χώρα, συντρίβοντας τον κινητήρα της οικονομικής επιτάχυνσης της Βρετανίας. Θορυβημένη για τα αυξανόμενα ελλείμματα, η βρετανική κυβέρνηση ακολούθησε μια πολιτική λιτότητας. Ανησυχούσε για το χρέος και όχι για την παραγωγικότητα ή τη συνολική ζήτηση. Τα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής ήταν καταστροφικά. Οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν για έξι συνεχόμενα χρόνια.

Ενώπιον αυτού που ο συγγραφέας Φίνταν Ο’ Τουλ αποκάλεσε «το βλακώδες άγχος της πτώσης του βιοτικού επιπέδου», οι δημοσκοπήσεις του Συντηρητικού Κόμματος ανακάλυψαν έναν «μπαμπούλα» που ευθυνόταν γι’ αυτή την προϊούσα, προοδευτική καταστροφή. Πρόσφεραν στους ανήσυχους ψηφοφόρους ένα μενού τρομακτικών ξένων εχθρών: τους γραφειοκράτες των Βρυξελλών, τους μετανάστες, τους αιτούντες άσυλο – οποιονδήποτε εκτός από τους πραγματικούς υπαίτιους, από αυτούς που πήραν τις αποφάσεις που είχαν ως αποτέλεσμα να γονατίσει η βρετανική ανταγωνιστικότητα. Μια ομάδα ηλικιωμένων, νοσταλγών του παρελθόντος ψηφοφόρων της μεσαίας τάξης ζήτησαν το Brexit. Και το κατάφεραν.

Δαιμονοποιήσεις δίχως τέλος

Τα τελευταία 30 χρόνια, η βρετανική οικονομία επέλεξε τον χρηματοοικονομικό τομέα αντί της βιομηχανίας. Η βρετανική κυβέρνηση επέλεξε τη λιτότητα αντί των επενδύσεων. Και οι Βρετανοί ψηφοφόροι επέλεξαν μια κλειστή και φτωχότερη οικονομία από μια ανοιχτή και πλουσιότερη. Τα αναμενόμενα αποτελέσματα ήταν η πτώση των μισθών και η εκπληκτικά αναιμική αύξηση της παραγωγικότητας.

Αν και τα βρετανικά μέσα ενημέρωσης ανησυχούν ότι τα ρομπότ παίρνουν τις δουλειές όλων, η πραγματικότητα είναι μάλλον διαφορετική. Μεταξύ 2003 και 2018, ο αριθμός των αυτόματων πλυντηρίων αυτοκινήτων με ρολό (δηλαδή, τα ρομπότ που πλένουν το αυτοκίνητό σας) μειώθηκε κατά 50%, ενώ ο αριθμός των πλυντηρίων στο χέρι (δηλαδή των ανδρών με κουβάδες) αυξήθηκε κατά το ίδιο ποσοστό. «Ο οικονομολόγος σχολιαστής Ντάνκαν Ουέλντον μου είπε σε μια συνέντευξη για το podcast μου Plain English: Μοιάζει περισσότερο σαν οι άνθρωποι να παίρνουν τις δουλειές των ρομπότ», σημειώνει χαρακτηριστικά ο αναλυτής του «Atlantic».

Αυτό μπορεί να ακούγεται σαν ένα περίεργο και ακραίο παράδειγμα, επειδή η βρετανική οικονομία είναι προφανώς πιο περίπλοκη από τους μάγκες που τρίβουν τα αυτοκίνητα με σαπούνι, γράφει ο Ντέρεκ Τόμσον. Αλλά είναι μια ενδεικτική περίπτωση, προσθέτει. Σύμφωνα με τη Διεθνή Ομοσπονδία Ρομποτικής, η μεταποιητική βιομηχανία του Ηνωμένου Βασιλείου έχει λιγότερους τεχνολογικούς αυτοματισμούς από οποιαδήποτε άλλη αναπτυγμένη χώρα.

Με μόλις 100 εγκατεστημένα ρομπότ ανά 10.000 εργάτες μεταποίησης το 2020, η μέση πυκνότητα ρομπότ ήταν χαμηλότερη από αυτή της Σλοβενίας και της Σλοβακίας. Μια ανάλυση του περίφημου «παζλ παραγωγικότητας» του Ηνωμένου Βασιλείου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι εκτός Λονδίνου και αν εξαιρεθεί ο χρηματοοικονομικός τομέας, σχεδόν κάθε βρετανικός κλάδος των επιχειρήσεων και της οικονομίας έχει χαμηλότερη παραγωγικότητα από τους αντίστοιχους στη Δυτική Ευρώπη.

Πρώτοι σε όλα…

Έτσι, το Ηνωμένο Βασίλειο, το πρώτο έθνος στον πλανήτη που εκβιομηχανίστηκε, έγινε επίσης το πρώτο που απο-βιομηχανοποιήθηκε. Η Βρετανία οδήγησε στην επανάσταση της παραγωγικότητας που άλλαξε τον κόσμο και τώρα έχει να επιδείξει μερικές από τις χειρότερες στατιστικές παραγωγικότητας από οποιαδήποτε άλλη μεγάλη οικονομία. Η χώρα που υπήρξε κάποτε η πιο ισχυρή παγκοσμιοποιημένη αυτοκρατορία του κόσμου έχει τώρα ψηφίσει για τη μείωση της παγκόσμιας πρόσβασης στο εμπόριο και τα ταλέντα. Μετά το Brexit η μετανάστευση, οι εξαγωγές και οι ξένες επενδύσεις έχουν μειωθεί, στερώντας πιθανότατα από το μέγεθος της οικονομίας του Ηνωμένου Βασιλείου αρκετές ποσοστιαίες μονάδες μακροπρόθεσμα.

Οι Αμερικανοί που έχουν επισκεφτεί το Ηνωμένο Βασίλειο ίσως να μην αναγνωρίζουν το πορτρέτο της χώρας που σκιαγραφώ, παρατηρεί ο αναλυτής. Αυτό συμβαίνει πιθανώς επειδή είναι εξοικειωμένοι με το Λονδίνο και όχι με τη χώρα στο σύνολό της. Όπως σημειώνει ο συγγραφέας οικονομικών επιστημών Νόα Σμιθ, «η οικονομική ισχύς του Λονδίνου έχει κρύψει την αδυναμία της συνολικής οικονομίας στην καινοτομία και τη μεταποίηση». Ή, όπως το θέτει ο οικονομικός αναλυτής Ματ Κλάιν, «βγάλτε από το κάδρο το ευρύτερο Λονδίνο, η ευημερία του οποίου εξαρτάται σε ενοχλητικό βαθμό από την προθυμία του για παροχή υπηρεσιών σε ολιγάρχες από τη Μέση Ανατολή και την πρώην Σοβιετική Ένωση, και το Ηνωμένο Βασίλειο είναι ένα μια από τις φτωχότερες χώρες της Δυτικής Ευρώπης».

Σε Συμπληγάδες ιδεοληψιών

Σήμερα η Βρετανία μοιάζει παγιδευμένη ανάμεσα σε μια αριστερή αποστροφή για την οικονομική ανάπτυξη και μια δεξιά αποστροφή για το άνοιγμα στον κόσμο. Κατά την άποψη της ακαδημαϊκής Αριστεράς, το Ηνωμένο Βασίλειο φιλοξενεί ένα διογκούμενο κίνημα που ονομάζεται αποανάπτυξη και το οποίο υποστηρίζει ότι η διάσωση του πλανήτη απαιτεί από τις πλούσιες χώρες να σταματήσουν να επιζητούν την ανάπτυξη. Από την άποψη της Δεξιάς, το εκλογικό σώμα κυριαρχείται από ηλικιωμένους ψηφοφόρους που νοιάζονται περισσότερο για τους πολιτιστικούς πολέμους παρά για την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.

Το 2019, όταν ο Μπόρις Τζόνσον και το Συντηρητικό Κόμμα κέρδισαν μεγάλη πλειοψηφία στη Βουλή των Κοινοτήτων, οι περισσότεροι Βρετανοί σε παραγωγική ηλικία δεν τους ψήφισαν. Κατά τον Ντάνκαν Ουέλντον είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό. Υπάρχει αυτό το μετα-οικονομικό, γερασμένο, οικονομικά περιθωριακό εκλογικό μπλοκ που θα μπορούσε να αντέξει οικονομικά την πολυτέλεια να τάσσεται κατά της ανάπτυξης, επειδή δεν χρειάζεται να νοιάζεται για τις οικονομικές επιδόσεις κανενός, σημειώνει χαρακτηριστικά.

Το Ηνωμένο Βασίλειο αποτελεί πλέον ένα εμβληματικό υπόδειγμα για άλλες χώρες που αντιμετωπίζουν την σκοτεινή τριπλέτα της αποβιομηχάνισης, της αποανάπτυξης και της υποτίμησης των ξένων. Έχει τη βιομηχανία των υπεράκτιων φορολογικών παραδείσων στην υπηρεσία του χρηματοοικονομικού της τομέα, αλλά η οικονομία της δεν είναι ανθεκτική. Η αναπόφευκτη έκπτωση του βιοτικού επιπέδου ανάγκασε τον κόσμο να ψάχνει εχθρούς για να τους ρίξει το φταίξιμο. Οι Συντηρητικοί που αναζητούσαν τις ευθύνες για την κακοδαιμονία, εντόπισαν μπαμπούλες στο εξωτερικό. Το Brexit απέκοψε την οικονομία από την αναπτυξιακή διαδικασία και έστησε την σκηνή γι’ αυτό το πολιτικό τσίρκο που παρελαύνει εσχάτως.

Αμερικανικές αναλογίες

Οι ΗΠΑ έχουν ένα διαφορετικό κοκτέιλ προβλημάτων να αντιμετωπίσουν σε σύγκριση με τη Βρετανία. Αλλά και εδώ οι πολιτικοί πελαγοδρομούν σε έναν βιομηχανικό τομέα που βρίσκεται σε διαρθρωτική παρακμή, μια Αριστερά που είναι συχνά σκεπτικιστική για τις αρετές της οικονομικής ανάπτυξης και μια Δεξιά που συσπειρώνεται εν μέρει γύρω από το μίσος για τους ξένους.

Οι εχθροί της προόδου μπορούν να επικρίνουν την κληρονομιά της εκβιομηχάνισης, της παραγωγικότητας και της παγκοσμιοποίησης. Αλλά το Ηνωμένο Βασίλειο μάς δείχνει τι μπορεί να συμβεί όταν μια πλούσια χώρα φαίνεται να απορρίπτει και τα τρία. Αντί να μεταμορφώνεται σε κάποια μετα-οικονομική Εδέμ με θετική ενέργεια, βυθίζεται στην κουταμάρα, στην παρακμή, στην πίκρα.

Πηγή: ot.gr